-
Ἴων Δραγούμης («Ὁ Νουμᾶς», 15-10-1906·
«Φύλλα Ἡμερολογίου», 10-4-1910)
- Δημήτριος Καμπούρογλου (συνέντευξις στὴν ἐφημερίδα
«Ἐμπρός», μετὰ τὴν αὐτοκτονία τοῦ Γιαννόπουλου, 13-4-1910)
- Ἄγγελος Σικελιανός («Ἀπολλώνιος θρῆνος»
(ποίημα), ἐφημ. «Ἀκρόπολις», 15-4-1910· «Περικλῆς Γιαννόπουλος»
(μελέτη), 1919)
- Κωστῆς Παλαμᾶς («Ὁ Νουμᾶς», 18-4-1910· «Βωμοί»,
1915)
- Μιλτιάδης Μαλακάσης, «Μνημόσυνο στὸν Περικλῆ
Γιαννόπουλο» (περ. «Παναθήναια», 30-4-1910· συλλογὴ «Ἀσφόδελοι»,
1918)
- Μυρτιώτισσα, «Στὸν φίλο μας ποὺ ἔφυγε»
(«Τραγούδια», 1920· «Κίτρινες φλόγες»)
- Γρηγόριος Ξενόπουλος (ἀνεξακρίβωτη πηγή)· «Ἕνα
σύστημα» («Ὁ Νουμᾶς», 24-9-1906)
- Βλάσσης Γαβριηλίδης («Ἀκρόπολις», 12-4-1910)
- Δ.Ι. Καλογερόπουλος («Πινακοθήκη», Μάιος 1910)
- Δ.Π. Ταγκόπουλος («Ὁ Νουμᾶς», 18-4-1910· «Ὁ
Νουμᾶς», Ἰαν. 1923)
- Παῦλος Νιρβάνας, «Ποιητὴς ἔως τὸ μεδούλι»
(χρονογράφημα γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο, 31-12-1936)· «Ἕνας
οὐτοπιστὴς ἑλληνολάτρης» («Φιλολογικὰ ἀπομνημονεύματα»)
- Δημήτρης Πικιώνης (αὐτοβιογραφικὸ σημείωμα, 1958·
ὁμιλία στὸ Ε.Μ.Π., 1965)
- Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος («Ὀκτάνα»· κεφ. «Τοῦ
αἰγάγρου», 1960)
- Ὀδυσσέας Ἐλύτης («Ἀνοιχτὰ χαρτιά»,
1974)
- Σοφία Λασκαρίδου (Ἡ ζωγράφος Σοφία Λασκαρίδου,
στὸ ἡμερολόγιό της, γιὰ τὸν μεγάλο της ἔρωτα)
- Γεώργιος Κ. Κατσίμπαλης (Ὁ Γ. Κατσίμπαλης μιλᾷ στὸν
Χένρυ Μίλλερ γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο)
- Νικόλαος Χατζηκυριάκος - Γκίκας («Ἀνίχνευση τῆς
Ἑλληνικότητος», 1974)
- Δημήτρης Λαζογιῶργος -
Ἑλληνικὸς, «Γύρω
ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου» (1963)
- Ἐπαμεινώνδας Παντελεμίδης, «Περικλῆς Γιαννόπουλος, ὁ
Ἕλλην»
- Ῥένος Ἀποστολίδης (Ἀνέκδοτο σημείωμα γιὰ τὸν Περικλῆ
Γιαννόπουλο, τὸν Ἴωνα Δραγούμη καὶ τὸν Παῦλο Μελᾶ, Μάιος 1978)
- Κ.Θ. Δημαρᾶς («Ἡ διακόσμηση τῆς
ἑλληνικῆς ἰδεολογίας» στὴν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους»,
1977· «Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας», 9η ἔκδ. 1999, 1η ἔκδ.
1949)
- Δημήτρης Κιτσίκης, «Ὁ ἅγιος τῆς ἑλληνικῆς
νεολαίας Περικλῆς Γιαννόπουλος», («Τρίτο Μάτι», τ. 107, Νοέμ. 2002) -
Ἀπάντησις Κωνσταντίνου Τάταρη («Τρίτο Μάτι», τ. 108, Δεκ.
2002)
- Πέτρος Χαρτοκόλλης, «Ἰδανικοὶ αὐτόχειρες -
Ἕλληνες λογοτέχνες ποὺ αὐτοκτόνησαν» (Ἑστία, 2003)
- Μελέτης Μελετόπουλος, «Περικλῆς Γιαννόπουλος:
Βίος, ἔργο καὶ αὐτοκτονία» («Νέα Κοινωνιολογία», τ. 39, Φθινόπωρο
2004)
- Κλεοπάτρα Λυμπέρη, «Τὸ ἱλαρὸν φῶς τοῦ Περικλῆ
Γιαννόπουλου» («Βιβλιοθήκη», ἐφημ. «Ἐλευθεροτυπία», 12-10-2007)
- Ἰωάννης Γιαννόπουλος, «Ἀστρικὴ προβολή» («Μυστικὴ
Ἀθήνα καὶ Ἀττική», 1998)
Δὲν ξέρω ἂν λέει σωστὰ πράματα ἢ
στραβὰ τὸ βιβλίο του, μὰ ὅταν τὸ διάβαζα ἦταν σὰν ἄνεμος νὰ φυσομανοῦσε μέσα
μου τρομαχτικὰ καὶ νὰ συντάραζε τὸν ἑλληνισμό μου ὅλον καὶ νὰ μὲ λευθέρονε, κι
ἀφοῦ τὸ διάβασα μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βορριᾶ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρόνει
τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα καὶ σκουπίδι καθαρίζει
τὸν κόσμο. Τὸ βιβλίο του καθαρίζει τὸν Ἕλληνα ποὺ ξέρει νὰ τὸ διαβάσῃ,
καὶ ὁ Ἕλληνας τώρα εἶναι τόσο ψόφιος, εἶναι τόσο γεμάτος βρώμα καὶ μικροπρέπεια
ποὺ σκουληκιάζει. Μπορεῖ νὰ τὸν εἶπαν τρελλό, ἐκεῖνον ποὺ τὸ ἔγραψε· καὶ ὅμως
εἶναι πιὸ σωστὸς καὶ πιὸ γνωστικὸς ἀπὸ κάθε Ἕλληνα σημερινό. Ἡ «φρονιμάδα»
εἶναι τῶν πολλῶν· αὐτὴ ποὺ μᾶς ἔφαγε καὶ μᾶς τρώει. Τὴν «τρέλλα» θέλω, αὐτὴ
μὲ καθαρίζει ἀπὸ τὰ τρὶς βαριὰ καὶ βρώμια κατακαθίσματα ποὺ ἀφίνει μέσα μου
περνῶντας ἡ συγκαιρινή, ταπεινωμένη ἑλληνικὴ ζωὴ καὶ μὲ φαρμακόνει. Ἡ τρέλλα
ἔχει μάτια καὶ βλέπει. Ἡ φρονιμάδα εἶναι τύφλα. Τρελλοὶ εἴταν οἱ
προφῆτες καὶ γνωστικὰ τὰ ξεπεσμένα πλήθη.
Τὸν Ἀσυμβίβαστο ζητῶ καὶ τὸ Σκληρό,
γυρεύω τὸν Τρελλό, τὸ Σιδερένιο, τὸν Ἀλύγιστο· αὐτοῦ τὰ μάτια καὶ τὰ
λόγια καὶ τὴν κίνηση καὶ τὴ σιωπὴ ἀκολουθῶ· σ᾿ αὐτοῦ τὸ ρυθμὸ τὴ ζωή μου
τονίζω.
(Ἴων Δραγούμης, «Γιὰ τὸ βιβλίο
τοῦ Γιαννόπουλου», ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς», ἀριθ. 217, 15-10-1906)
Φύλλα Ἡμερολογίου, 10 Ἀπριλίου 1910
Ὁ Γιαννόπουλος σκοτώθηκε προχθὲς τὴν
Πέμπτη στὴ θάλασσα. Ἔβρεχε ἐκείνη τὴν ἡμέρα.
Εἶναι ὄμορφη ἡ Ἀττικὴ νύχτα μὰ δὲν
εἶναι ὁ Γιαννόπουλος ἐδὼ νὰ τὴν ἰδεῖ, λάμπουν μάταια τὰ ἄστρα, μάταια
εὐωδιάζουν οἱ πορτοκαλιὲς τοῦ κήπου, καὶ τὸ ἀηδόνι μάταια τραγουδεῖ. Μονάχα ὁ
γκιόνης εἶναι σύμφωνος μὲ τὴν περίσταση, λέει τὸ θλιβερὸ τραγούδι του ὁ γκιόνης
καὶ δὲν εἶναι μάταιο τὸ τραγούδι αὐτό. Καὶ τὰ δειλινά, ἡ θλίψη τῆς ὀμορφιᾶς τῶν
χρωμάτων μὲ πιάνει στὸ λαιμό, μὲ πνίγει.
Γιατί χάθηκε; Γιατί δὲν τὰ βλέπει
πιά; Τί λόγο ἔχουν καὶ ὑπάρχουν τὰ πράγματα ποὺ ἀγάπησε αὐτός, ἀφοῦ αὐτὸς ποὺ
τ᾿ ἀγάπησε δὲν εἶναι πιὰ ἐδῶ νὰ τὰ ἰδεῖ;Τί λάμπει τὸ ἄστρο ἄσκοπα; Τί φέγγει τὸ
φεγγάρι; Τί καίει ὁ ἥλιος; Τί φυσάει τ᾿ ἀεράκι τὰ μεσημέρια; Καὶ βιάζομαι,
βιάζομαι τρομερὰ γιὰ νὰ φύγω κι ἐγὼ ἐκεῖ ποὺ πῆγε κεῖνος νὰ κατοικήσει. Μ᾿
ἀρέσει ὁ θάνατος, τὸν ἐρωτεύομαι. Τόσο τὸν ἀγαπῶ ποὺ ὅλα τ᾿ ἄλλα μοῦ φαίνονται
σαχλὰ κι ἀνούσια καὶ μέτρια, οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ μικροσυμφέροντά τους καὶ τὰ
μικροκαμώματά τους καὶ ὅλη τους ἡ μικρότητα καὶ ἡ φρονιμάδα. Βία τρελλὴ μὲ
παίρνει κατὰ τὸ θάνατο. Πότε νὰ τελειώσω τὶς δουλειές μου ὅλες, ὅσες ἀνάγκασα
τὸν ἑαυτό μου νὰ φορτωθεῖ; Πότε νὰ τελειώσω νὰ φύγω; Τί ὄμορφος ποὺ εἶναι ὁ
θάνατος! Πῶς μὲ τραβᾶ! Αίσθάνομαι ἀηδία γιὰ τὰ πράγματα τῆς ζωῆς. Καὶ ὅμως τὴν
ἀηδία αὐτὴ θέλω νὰ τὴ νικήσω. Θέλω νὰ ζήσω.
Τὴ βραδιὰ ποὺ ἔμαθα πὼς σκοτώθηκε
ἐκεῖνος, περπατοῦσα στὸ δρόμο σὰ νὰ εἶχα φτερὰ στὰ πόδια μου, γιατὶ ἤμουν
μεθυσμένος ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ θανάτου. Τί τραγικὴ ὀμορφιά! Πόσο ἄσχετος εἶμαι ἀπὸ
τὰ πράγματα καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ περιτριγυρίζουν! Πόσο ἔξω ἀπ᾿ αὐτὰ εἶμαι!
Καὶ πόσο κόπο κάνω γιὰ νὰ νικήσω τὴν ἀηδία!
Καὶ ἤμουν μεθυσμένος καὶ φόρεσα
λουλούδια, γιατὶ λουλούδια καὶ κεῖνος θὰ φροῦσε ἂν ζοῦσε, καὶ θὰ ἤθελε καὶ
κεῖνος νὰ μὴ γιορτάσει κανεὶς τὸ θάνατό του ἀλλιῶς παρὰ μὲ λουλούδια καὶ μὲ
γέλια καὶ χαρά. Μὰ ἡ χαρὰ ἐκείνη ἡ τρισμεγάλη, ἡ βαθύτατη, ἡ ἡδονική, ἡ τραγικὴ
χαρὰ τῆς μέθης τοῦ θανάτου, εἶναι ὁ πόνος, ὁ πόνος ποὺ φτάνει ὣς τὴν ἡδονή!
Καὶ ἔξαφνα χτὲς τὸ βράδυ μὲ πλάκωσε
τὸ βάρος τὸ τρανὸ μιᾶς λύπης μολυβένιας ποὺ δὲ λέγεται, καὶ ἔσκυβα τὸ κεφάλι
κάτω καὶ ὅταν μιλοῦσαν οἱ ἄλλοι δὲ μ᾿ ἔμελε τὶ ἔλεγαν, καὶ περπατοῦσα ἴσια
μπροστά μου μὲ σκυμμένο κεφάλι καὶ δὲν ἤξερα ποῦ πήγαινα. Καὶ ὅ,τι ἔβλεπα ἤτανε
παράχορδο καὶ ὅ,τι ἄκουα ἤτανε κοινὸ καὶ ἤθελα νὰ ξεράσω.
Ἀγόρασα μιὰν ἐφημερίδα ποὺ ἕνας
φίλος μου ἔγραφε κάτι ὄμορφα γιὰ κεῖνον λόγια καὶ τὸ διάβασα, δυό, τρεῖς φορές
-κι ὅλο τὰ ἴδια πάλι.
Στὴν Ἀκρόπολη πρωὶ τῆς Κυριακῆς
ἀνέβηκα. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἤτανε νὰ γυρίσει ἡ ἀγαπημένη μου, μὰ ὁ ἀγαπημένος μου
ἐκεῖνος εἶχε πεθάνει. Καὶ ἔκοψα μιὰ παπαροῦνα, ποὺ τὴν ὀνόμαζε «τὸ ἄνθος τῆς
Περσεφόνης», καὶ μιὰ μαργαρίτα, στὴν πόρτα τῆς Ἀκρόπολης, καὶ ἀνέβηκα γρήγορα
τὰ μαρμάρινα σκαλιὰ καὶ ἔβαλα στοὺς βράχους τοὺς λαξευμένους μπροστὰ στὸν Παρθενῶνα
τὰ λουλούδια αὐτά! Καὶ κείνη τὴν ὥρα κι ὅλο τὸ πρωὶ ἔτρεμε ἡ ψυχή μου ἀπὸ
συγκίνηση ἄφραστη. [...]
Περνῶ μέσα στὴν Ἀθήνα καὶ βλέπω σὰ
νικητὴς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μοῦ φαίνονται μερμήγκια. Κατέχω τὸν ἑαυτό μου καὶ
εἶμαι ἐλεύτερος καὶ αὐτοὶ μοῦ φαίνονται σὰ σκουλήκια ποὺ σέρνονται. Τῶν πολλῶν
εἶναι σβησμένη ἡ ματιά. Γιατί τοὺς καταπόνεσε τόσο ἡ ζωή; Ἄραγε μήπως εἶναι
βαρειά; Καὶ γιατί νὰ εἶναι βαρειὰ ἡ ζωὴ ἀφοῦ τὴ ζοῦν αὐτοί; Δὲν εἶναι τάχα
ζωντανοί; Γιατί νὰ σέρνονται ἀφοῦ θὰ μποροῦσαν νὰ σέρνουν; Μιὰ ζωὴ εἶναι αὐτὴ
γιὰ τὸν καθένα. Γιατί δὲν τὴ ζοῦν ἀκέρια καὶ μεγάλη, μόνον περνοῦν τὸν καιρό
τους μὲ μικροσυμβιβασμοῦς; Γιατί εἶναι σβησμένα τὰ μάτια τους καὶ δὲ βλέπουν τὸ
φῶς τῆς ζωῆς; Ποιός το ξέρει; Πολλὲς δυσκολίες θὰ ἀπάντησαν ὥς τώρα καὶ
κουράστηκαν. Οἱ κακόμοιροι! Πῶς τοὺς λυποῦμαι! [...]
Ἀπὸ τότε ποὺ πέθανε αἰσθάνομαι: α)
Πεῖσμα γιὰ νὰ κάνω ἐκεῖνα ποὺ πάντα ἤθελε. β) Πίστη σὲ ὅ,τι δὲν εἶναι κοινωνικὸ
αἴσθημα. γ) Ἀγάπη ἔντονη γιὰ τὴ φυλή μου. δ) Λύπη ποὺ δὲ βλέπει ἐκεῖνος τὴν
Ἀττικὴ ποὺ μάταια παρουσιάζει τὴν καλλονή της. ε) Ἐλευθερία, ἐλευθερία
ἀπεριόριστη, σὰ νὰ φυσοῦσε ἕνας μεγάλος ἄνεμος, καὶ σὰ νὰ ἤμουν ἐγὼ αὐτὸς ὁ
ἄνεμος, καὶ σὰ νὰ ἤμουνα μέσα του καὶ τὸν ἄκουγα. Τίποτε δὲ μὲ νοιάζει ἀπὸ
κεῖνα ποὺ λὲν οἱ ἄνθρωποι γιὰ μένα. Κατέχω τὸν ἑαυτό μου. Ὁ θάνατος τοῦ
Γιαννόπουλου στερέωσε τὸν ἑαυτό μου. Ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ τέλος ἀληθινός,
ἀκέριος. Πίστευε ὅ,τι ἔκανε καὶ ἔκανε ὅ,τι πίστευε. Βλέπω τὴ ζωή του σὰ νὰ ἦταν
ἡ μορφή του. Μὲ τὸ σταμάτημα ποὺ ἔκανε τῆς ζωῆς του μοῦ ἔδωσε ὁλόκληρη τὴν
εἰκόνα του, τὴ μορφή του καὶ ὅλα τὰ χρόνια, ὅλες τὶς μέρες, ὅλες τὶς ὧρες, ὅλες
τὶς στιγμὲς τῆς ζωῆς ποὺ ἔζησε (Effet du perspective). Μὲ τὸ θάνατό του τὸ
θεληματικό, περιόρισε τὴ ζωντανότητά του μέσα σὲ χρονικὰ ὅρια καὶ ξεφύτρωσε γιὰ
μένα ἡ μορφή του καὶ ἡ ἔνταση τῆς ζωντανάδας του ἀκέρια, ἡ δύναμή του ὁλάκερη.
Καὶ εἶδα σὰν ὅραμ τὴν ψυχή του καθάρια. Ὦ βράχοι τῆς Πνύκας ποὺ περιδιαβάζαμε
ἄλλοτε, τὶ μελαγχολία ἔχετε! Ἐκεῖ στεκόμαστε λαὶ ἀπὸ κεῖ βλέπαμε τὸν κόσμο, καὶ
λαχταρούσαμε γιὰ μιὰ φυλὴ ὄμορφη, πανόμορφη σὰν τὴ φυλὴ ποὺ γέννησετὸν
πολιτισμὸ τὸν Ἑλληνικό.
Ὦ κρίσεις μικρότατες τῶν ἀνθρώπων.
Ὅλοι τώρα θέλουν νὰ δείξουν πὼς κάτι ξέρουν. Ὅλοι θέλουν νὰ φανοῦν ἀνώτεροι
ἐκείνου ποὺ ἀπόθανε ἐπειδὴ δὲν ἦταν οἱ ἄνθρωποι ἄξιοί του. [...]
Μοῦ φαίνεται πὼς τώρα ποὺ ἔφυγε κεῖνος,
εἶναι ἀνάγκη νὰ φορτωθῶ ὅλα τὰ βάρη ἐκείνου. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔχω πολλὴ δουλειά,
πάρα πολλὴ δουλειά. Οὔτε μιὰ στιγμὴ τῆς ζωῆς μου δὲν πρέπει νὰ χάσω.
(Ἴων Δραγούμης, «Φύλλα
Ἡμερολογίου», τόμος Δ', 1908-1912, Ἑρμῆς, 1988)
Τὸν θεωρῶ ὡς τὸν τελευταῖον Ἀθηναῖον
τῶν καλῶν χρόνων. Ὡς ἕνα πλόκαμον κισσοῦ ἑρπίζοντα ἐπάνω εἰς ἀρχαῖον μάρμαρον.
Δὲν θὰ ἴδῃ πλέον ὁ ναὸς τῆς Ἀπτέρου Νίκης ρόδα κάθε πρωί προσφερόμενα ὡς
θυσίαν, καὶ ἂν αὐτὸ τὸ κάμει ἄλλος τις θὰ εἶναι μίμησις, θὰ εἶναι προσποίησις.
Αἱ ἄκανθαι τῆς Ἀττικῆς, τὴν
μυστηριώδη καλλιτεχνικὴν γοητεία τῶν ὁποίων τόσον εἶχεν ἐννοήσει, δὲν θὰ εὔρουν
πλέον θαυμαστὴν καὶ συλλέκτην, εἰς τὸν τόπον ὅστις παρήγαγε τὸ γλυκύτερον μέλι
καὶ τὸ πικρότερον κώνειον.
Ὅταν ἔβαζε λευκὰ γάντια καὶ φορτωμένος
ἀπὸ ἄνθη ἀνήρχετο εἰς τὴν Ἀκρόπολιν διὰ νὰ προσευχηθῇ εἰς τὸν ναὸν τοῦ ὑπάτου
Κάλλους, ὁ τόπος τῶν φρονίμου ἐξωτερικοῦ καὶ τῶν πρακτικοτέρων σκέψεων, τὸν
ἐθεώρει ἀκαταλόγιστον. Διὰ νὰ εκδηλώνουν δὲ πρὸς αὐτὸν τὸν θαυμασμὸν των ὅσοι
ξένοι καὶ ξένοι τὸν ἐγνώρισαν τοῦτο σημαίνει ὅτι εἰς ὅλους τοὺς τόπους αἱ
ἐκκεντρικότητες δὲν θεωροῦνται παραφροσύναι. [Τελευτῶν ὁ εὐγενὴς ὁμιλητής,
συνεχίζει ὁ συντάκτης τῆς ἐφημερίδος «Ἐμπρός», χαρακτήρισε τὸν Γιαννόπουλο]
φύση καλλιεργημένη πολλῶν αἰώνων. Ἡ μητέρα του, διότι τῆς μητρὸς τὸ αἷμα
κληρονομεῖ συνήθως ὁ υἱός, ἦτο Χαιρέτη, βυζαντινῆς ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας
γόνος, ἥτις κατέφυγε εἰς Κρήτην καὶ κατόπιν εἰς Κέρκυραν μὲ τὸ λείψανον τοῦ
Ἁγίου Σπυρίδωνος [...] Διὰ τὰ ὁλίγα ἔργα τὰ ὁποῖα ἀφῆκε θὰ γραφοῦν πολλά. [...]
Ἡ φιλοπατρία του ἦτο ἀπαράμιλλος [...] ἦτο γενναιότερος καὶ ἀπὸ τὸν Βύρωνα, μὲ
τὸν ὁποῖον εἶχε πολλὰ [κοινὰ] εἰς τὴν αἰσθητικὴν ἀντίληψιν τοῦ ἐνσαρκωμένου
Κάλλους [...] διότι οὐδέποτε κατεδέχθη νὰ ἔχῃ ὅπλον ὅταν διέσχιζε βουνὰ καὶ
διημέρευε εἰς τὰς ἐρήμους χαράδρας ἢ διενυκτέρευεν εἰς νυμφολήπτων σπήλαια.
(Δημήτριος Καμπούρογλου, συνέντευξις
στὴν ἐφημερίδα «Ἐμπρός», μετὰ τὴν αὐτοκτονία τοῦ Γιαννόπουλου, 13-4-1910)
Ἡ Ἑλλάδα, ὡς Ἀφροδίτη, τοῦ χάρισε
ἕναν ἅγιο πυρετὸ κι ἕνα περιούσιο παραμίλημα.
Ἀπὸ τὴν κορφὴ ὣς τὰ νύχια ἤτανε
«σκεῦος ἐκλογῆς».
Ἡ ἐμφάνισή του ἀνάμεσα στὴν ἀστικὴν
Ἀθήνα ἐφάνταζε καθὼς ἡ εἰκόνα τῶν βουνῶν της ποὺ ξεβγαίνει ἀπ᾿ ὅποιο δρόμο της
κοιτάξουμε.
Τὸ πορφυρό ὅραμά του στὴν αἰσθητική
του φύση ἐγίνηκε μοχλὸς γιὰ νὰ σηκώσει τὸν ἀγῶνα, μὲ μιὰ ἀκράτητη ὁρμή, ὅταν
πῆρε τὸ μαστίγιό του νὰ διώξει τοὺς ἐμπόρους μὲς ἀπ᾿ τὸ Ναό, καὶ ν᾿ ἀνεβάσει,
ἂν ἦταν δυνατόν, τὸ χρῶμα τῆς ντροπῆς σὲ λίγα πρόσωπα.
[Ὁ Σικελιανὸς χαρακτηρίζει τὴν μορφὴ
τοῦ Γιαννόπουλου] ἀπολλώνεια καὶ ἀποστολικὴ μαζί, [ἐνῷ λέει πὼς ὑπῆρξε] γέννημα
καὶ θύμα τῆς ἀντίδρασης ὅπου ἔζησε, [καὶ καταλήγει μιλῶντας γιὰ τὸν τεχνίτη ποὺ
σπρωγμένος ἀπὸ] τὸ μεστό του ἔνστιχτο θ᾿ ἀναστήσει τὴν παγκόσμια κιβωτὸ τοῦ
ἑλληνισμοῦ.
* * *
Κλάψτε τὸν ὥριο Ἱππόλυτον! Ὦ νιάτα,
ποὺ κρατάτε καθάρια μιὰν Ἑλλάδα σκαλισμένη
στὰ μάρμαρα, ἢ τῆς Πάρου
ἢ τῆς Πεντέλης, στῆς γυμνῆς Ἀθήνας
τὸ φῶς, ἢ μὲς στῆς πλούσιας Ὀλυμπίας
τὰ νερὰ καὶ τὰ δέντρα, ἐδῶ ζυγῶστε.
Σιμῶστε στὸ παράμερο ἀκρογιάλι
π᾿ ἀνθοστεφανωμένος ἐκατέβη
στ᾿ ἀπριλιάτικο πέλαγο νὰ σμίξει,
σ᾿ ἕνα φιλί θανάτου, τῆς γῆς ὅλης
τὴν ἄνοιξη, ὅμοιος ὣς φαντάζουν
στῶν Ἐτρούσκων τοὺς τάφους τὰ πανώρια
τῶν ἐφήβων κορμιὰ ποὺ κατεβαίνουν.
[...]
Ὦ Ἀττική,
κανένας τὰ λεπτά σου
τὰ μύρα δὲν ἀνάσανε μὲ τόσον
ἀρχοντικὴ τὴν αἴστηση, κανένας
τ᾿ ἀνέλπιστά σου χρώματα δὲν πῆρε
νὰ κλείσει πιὸ σφιχτὰ στὰ βλέφαρά του.
[...]
Τριγύρα μας δὲν ξέραμε κανένα
νὰ μοιάζει πιὸ πολὺ μὲ τὴν ἐλιά σου,
μὲ τὸ ξανθὸ τ᾿ ἀστάχυ σου, κι ἀκόμη
μὲ τὰ κιτρινισμένα μάρμαρά σου.
Κ᾿ ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς, ἕνα συντρίμμι
μάρμαρου, ἕνα χρυσὸ μεστὸν ἀστάχυ
στολίζαν τὴν ὡραιόπαθη ζωή του.
Κι ἔφερε ἡ φήμη (ἂς ἦταν μὲ τοῦ στίχου
μονάχα τὴν εὐγένεια νὰ σηκώσῃ
τοῦ θανάτου τὸν πέπλο) πὼς κατέβη
σὲ ἄλογο ἀπάνω, στὸ καθάριο κῦμα
καὶ πὼς τὸ στόλισε μ᾿ ἀνθούς, κι ἐκεῖνος
πὼς μ᾿ ἀγριολούλουδα νεκροστολίστη.
Καὶ μπροστὰ στοῦ πελάγου τὰ ζαφείρια
καὶ μπροστὰ στὴν ἀρίθμητην ἀνάσα,
τοῦ ἀρμυροῦ καὶ ἡλιόλουστου ἀγέρα,
τὸ ἄλογο ἐκέντησε μπροστὰ στὸ κῦμα,
σὰ μπρὸς σ᾿ ἐμπόδιο, π᾿ ἄλλαζε τοῦ ἀνέμου
ἡ πλήθια πνοὴ καὶ ποὺ ὅσο ἂν ἁπλωνόταν
συντριμμένο στὸν ἄμμο, ὁλόρτο πάλι,
φουσκωμένον ἀνέβαινεν ὁρμῶντας.
Φωτιὰ δὲ θὲ ν᾿ ἀνάψωμε, στὸν ὄχτο
τὸν ἔρμο τοῦτο, τοῦ κορμιοῦ τοῦ ὡραίου
τὴ στάχτη γιὰ νὰ πάρωμε. Τὸ κῦμα
δὲν τὸν ἐξέβρασε, ὥς τὸν ἀδελφό του
τὸν Σέλεϋ, μὲς στῶν φίλων του τὰ χέρια.
Καὶ κανεὶς στὴ φωτιὰ δέ θὲ νὰ σκύψῃ,
μὲ τολμηρὸ τὸ χέρι, τὴν καρδιά του
νὰ ξεσηκώσῃ μέσα ἀπὸ τὴ στάχτη
καὶ μὲ σέβας Ἱερό, νὰ τηνε δείξῃ
στὸ μοναχό της τὸν κριτή, τὸν Ἥλιο!
ποὺ κρατάτε καθάρια μιὰν Ἑλλάδα σκαλισμένη
στὰ μάρμαρα, ἢ τῆς Πάρου
ἢ τῆς Πεντέλης, στῆς γυμνῆς Ἀθήνας
τὸ φῶς, ἢ μὲς στῆς πλούσιας Ὀλυμπίας
τὰ νερὰ καὶ τὰ δέντρα, ἐδῶ ζυγῶστε.
Σιμῶστε στὸ παράμερο ἀκρογιάλι
π᾿ ἀνθοστεφανωμένος ἐκατέβη
στ᾿ ἀπριλιάτικο πέλαγο νὰ σμίξει,
σ᾿ ἕνα φιλί θανάτου, τῆς γῆς ὅλης
τὴν ἄνοιξη, ὅμοιος ὣς φαντάζουν
στῶν Ἐτρούσκων τοὺς τάφους τὰ πανώρια
τῶν ἐφήβων κορμιὰ ποὺ κατεβαίνουν.
[...]
Ὦ Ἀττική,
κανένας τὰ λεπτά σου
τὰ μύρα δὲν ἀνάσανε μὲ τόσον
ἀρχοντικὴ τὴν αἴστηση, κανένας
τ᾿ ἀνέλπιστά σου χρώματα δὲν πῆρε
νὰ κλείσει πιὸ σφιχτὰ στὰ βλέφαρά του.
[...]
Τριγύρα μας δὲν ξέραμε κανένα
νὰ μοιάζει πιὸ πολὺ μὲ τὴν ἐλιά σου,
μὲ τὸ ξανθὸ τ᾿ ἀστάχυ σου, κι ἀκόμη
μὲ τὰ κιτρινισμένα μάρμαρά σου.
Κ᾿ ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς, ἕνα συντρίμμι
μάρμαρου, ἕνα χρυσὸ μεστὸν ἀστάχυ
στολίζαν τὴν ὡραιόπαθη ζωή του.
Κι ἔφερε ἡ φήμη (ἂς ἦταν μὲ τοῦ στίχου
μονάχα τὴν εὐγένεια νὰ σηκώσῃ
τοῦ θανάτου τὸν πέπλο) πὼς κατέβη
σὲ ἄλογο ἀπάνω, στὸ καθάριο κῦμα
καὶ πὼς τὸ στόλισε μ᾿ ἀνθούς, κι ἐκεῖνος
πὼς μ᾿ ἀγριολούλουδα νεκροστολίστη.
Καὶ μπροστὰ στοῦ πελάγου τὰ ζαφείρια
καὶ μπροστὰ στὴν ἀρίθμητην ἀνάσα,
τοῦ ἀρμυροῦ καὶ ἡλιόλουστου ἀγέρα,
τὸ ἄλογο ἐκέντησε μπροστὰ στὸ κῦμα,
σὰ μπρὸς σ᾿ ἐμπόδιο, π᾿ ἄλλαζε τοῦ ἀνέμου
ἡ πλήθια πνοὴ καὶ ποὺ ὅσο ἂν ἁπλωνόταν
συντριμμένο στὸν ἄμμο, ὁλόρτο πάλι,
φουσκωμένον ἀνέβαινεν ὁρμῶντας.
Φωτιὰ δὲ θὲ ν᾿ ἀνάψωμε, στὸν ὄχτο
τὸν ἔρμο τοῦτο, τοῦ κορμιοῦ τοῦ ὡραίου
τὴ στάχτη γιὰ νὰ πάρωμε. Τὸ κῦμα
δὲν τὸν ἐξέβρασε, ὥς τὸν ἀδελφό του
τὸν Σέλεϋ, μὲς στῶν φίλων του τὰ χέρια.
Καὶ κανεὶς στὴ φωτιὰ δέ θὲ νὰ σκύψῃ,
μὲ τολμηρὸ τὸ χέρι, τὴν καρδιά του
νὰ ξεσηκώσῃ μέσα ἀπὸ τὴ στάχτη
καὶ μὲ σέβας Ἱερό, νὰ τηνε δείξῃ
στὸ μοναχό της τὸν κριτή, τὸν Ἥλιο!
(Ἄγγελος Σικελιανός, «Ἀπολλώνιος
θρῆνος» (ποίημα), ἐφημ. «Ἀκρόπολις», 15-4-1910· «Περικλῆς Γιαννόπουλος»
(μελέτη), 1919· ἀναδημοσιεύσεις στά: «Λυρικὸς Βίος», τόμος Α', Ἴκαρος,
1999· τόμος Β', Ἴκαρος, 2003· «Πεζός Λόγος» (1908-1928), τόμος Α',
Ἴκαρος, 2001· «Γράμματα», ἐπιμ. Μπουρναζάκης, τόμος Α', Ἴκαρος, 2000)
Σὲ δυὸ πεθαμμένους
Καλότυχος ποὺ βρέθηκ᾿ ἕνα βόλι
νὰ σὲ κοιμίσῃ
στὴν κούνια ποὺ κρατᾷ στὸ περιβόλι
τὸ κυπαρίσσι.
Καλότυχος ποὺ διάλεξες τὸ κῦμα,
καὶ νά! σοῦ δίνει
τὸν ἀφρόχυτο κόρφο του γιὰ μνῆμα,
καὶ τὴ γαλήνη
νὰ σὲ κοιμίσῃ
στὴν κούνια ποὺ κρατᾷ στὸ περιβόλι
τὸ κυπαρίσσι.
Καλότυχος ποὺ διάλεξες τὸ κῦμα,
καὶ νά! σοῦ δίνει
τὸν ἀφρόχυτο κόρφο του γιὰ μνῆμα,
καὶ τὴ γαλήνη
(Ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς», ἀριθ. 388,
18-4-1910 [Σημ. Φ.Μ. Παρακαλεῖται ὅποιος γνωρίζει ποιὸς εἶναι ὁ «πεθαμμένος»
τῆς πρώτης στροφῆς τοῦ ποιήματος, νὰ μὲ πληροφορήσῃ. Εὐχαριστῶ.])
Τὸ ἀεροπλάνο
Πάει κι ὁ Ἀντίνοος ἔφηβος κι ὁ πιὸ λαμπρὸς ποὺ ζοῦσε
μὲ τὸ ὅραμα ἡμερόφαντον ἀνάστασης ὣς πέρα
μιᾶς ὀμορφιᾶς Ἑλλήνισσας, ἀπάνου ἀπὸ τὰ λόγια,
καὶ ποὺ γοργὰ τὴ ζήση του ποὺ ζοῦσε ἀνάμεσά μας,
καὶ ξαφνικά, τὴν τράβηξε μέσ᾿ ἀπὸ μᾶς καί φεύγει,
καθὼς τραβᾶς τὸ χέρι σου νὰ μὴ σοῦ τὸ μολέψη
τὸ χέρι κάποιου ἀνάξιου μὲ τὸ χαιρετισμό του.
μὲ τὸ ὅραμα ἡμερόφαντον ἀνάστασης ὣς πέρα
μιᾶς ὀμορφιᾶς Ἑλλήνισσας, ἀπάνου ἀπὸ τὰ λόγια,
καὶ ποὺ γοργὰ τὴ ζήση του ποὺ ζοῦσε ἀνάμεσά μας,
καὶ ξαφνικά, τὴν τράβηξε μέσ᾿ ἀπὸ μᾶς καί φεύγει,
καθὼς τραβᾶς τὸ χέρι σου νὰ μὴ σοῦ τὸ μολέψη
τὸ χέρι κάποιου ἀνάξιου μὲ τὸ χαιρετισμό του.
(Κωστῆς Παλαμᾶς, «Τὸ ἀεροπλάνο»,
στὸ βιβλίον «Βωμοί», 1915)
Μνημόσυνο στὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο
Τώρα σ᾿ εὐλάβεια μνήμης, ὦ Ἀπολλώνιε ζῆσε,
Νέος μαζὶ κι Αρχαίος -μιὰ λύπη, μιὰ χαρά-
Σὰν ἀπ᾿ τὸν Πραξιτέλη μαρμαρωμένος νὰ εἶσαι
Καὶ σὰν ζωγραφισμένος ἀπ᾿ τὸν Ἁη-Γκανταρά.
Νέος μαζὶ κι Αρχαίος -μιὰ λύπη, μιὰ χαρά-
Σὰν ἀπ᾿ τὸν Πραξιτέλη μαρμαρωμένος νὰ εἶσαι
Καὶ σὰν ζωγραφισμένος ἀπ᾿ τὸν Ἁη-Γκανταρά.
(Μιλτιάδης Μαλακάσης, «Μνημόσυνο
στὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο», περ. «Παναθήναια», 30-4-1910· συλλογὴ «Ἀσφόδελοι»,
1918)
Στὸν φίλο μας ποὺ ἔφυγε
Στὴ φύση ἐμὲ θὰ μὲ θυμάστε μόνο,
εἶπες, κι ἀπ᾿ τὸ πλευρό μας ξέφυγες γοργός,
καὶ τώρ᾿ ἀκολουθεῖ τὸν ὑστερνό σου δρόμο
θλιμένος καὶ βαρὺς ὁ λογισμός.
εἶπες, κι ἀπ᾿ τὸ πλευρό μας ξέφυγες γοργός,
καὶ τώρ᾿ ἀκολουθεῖ τὸν ὑστερνό σου δρόμο
θλιμένος καὶ βαρὺς ὁ λογισμός.
Εὐγενικέ μου φίλε, ἡ ὡραία μορφή σου
εἶταν γιὰ μᾶς γλυκειὰ παρηγοριά,
κ᾿ ἤξερε ν᾿ ἀνασταίν᾿ ἡ δυνατὴ ψυχή σου
ὅλα τὰ νευρωμένα μας ἰδανικά.
εἶταν γιὰ μᾶς γλυκειὰ παρηγοριά,
κ᾿ ἤξερε ν᾿ ἀνασταίν᾿ ἡ δυνατὴ ψυχή σου
ὅλα τὰ νευρωμένα μας ἰδανικά.
Καὶ τὸ κορμί σου ὑψώνονταν σὰ στήλη ἀρχαία
καὶ μ᾿ ἀπριλιάτικη ἡ φωνή σου ἔμοιαζε βροχή...
εἴσουν ἀδέρφι ἐσὺ μὲ ὅλα τ᾿ ἁπαλὰ καὶ ὡραῖα
καὶ εἴσουν τὸ τρανὸ στολίδι μας ἐσύ.
καὶ μ᾿ ἀπριλιάτικη ἡ φωνή σου ἔμοιαζε βροχή...
εἴσουν ἀδέρφι ἐσὺ μὲ ὅλα τ᾿ ἁπαλὰ καὶ ὡραῖα
καὶ εἴσουν τὸ τρανὸ στολίδι μας ἐσύ.
Ἦρθα νὰ ἰδῶ τὴν Ἄνοιξη -μᾶς ἔλεγες στερνά-
γι᾿ Αὐτὴν μονάχα ἦρθα στὴ ζωή.
Τὴν εἶδα, τὴν κατάλαβα, τῆς ρούφηξα τὰ μυστικά,
τώρα ξαναγυρίζω στὴ Σιγή.
γι᾿ Αὐτὴν μονάχα ἦρθα στὴ ζωή.
Τὴν εἶδα, τὴν κατάλαβα, τῆς ρούφηξα τὰ μυστικά,
τώρα ξαναγυρίζω στὴ Σιγή.
(Μυρτιώτισσα, «Στὸν φίλο μας ποὺ
ἔφυγε», συλλογὴ «Τραγούδια», 1920· συλλογὴ «Κίτρινες φλόγες»)
Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος ὑπῆρξεν ὁ
μεγαλείτερος ὣς τώρα, ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικὴν ζῆν. Πεπεισμένος
βαθύτατα, ὅτι ἡ ὡραιοτέρα χώρα καὶ ἡ ὡραιοτέρα φυλὴ εἶναι ἡ ἑλληνική, ἐμίσει
θανασίμως κάθε βάρβαρον ξενισμόν καὶ ὠνειρεύετο τὴν Ἑλληνικὴν Ἀναγέννησιν διὰ
τῆς ἐπιστροφῆς εἰς τὰ μεγάλα καὶ αἰώνια Πάτρια. Τὸ ξένον, τὸ εὐρωπαϊκόν, εἰς τὸ
ὁποῖον δουλεύομεν ἀπ᾿ αἰώνων, τὸ ἐνόμιζε φύσει ἀταίριαστον πρὸς τὸν Ἕλληνα, καὶ
ἠγωνίζετο νὰ καταδείξῃ ὄχι ἁπλῶς καὶ μόνον ὅτι τὸ ἑλληνικὸν εἶναι τὸ μόνον
ἁρμόζον, ἀλλὰ καὶ ποῖον εἶναι αὐτὸ τὸ
ἑλληνικόν.
Τὸ ἔργον του εἶναι ἀφ᾿ ἑνὸς ἡ
ἐπίκρισις, ἡ σάτιρα, τὸ κουρέλιασμα, ἡ κατάλυσις τῆς συγχρόνου ἑλληνικῆς ζωῆς
εἰς ὅλας της τὰς ἐκδηλώσεις -Τέχνη, Φιλολογία, Γλῶσσα, Θρησκεία, Πολίτευμα, Δίαιτα,
Ἐνδυμασία κ.τ.λ.- καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου ἀναδρομὴ εἰς τὰς γνησιωτέρας, τὰς καθαρωτέρας
πηγὰς τοῦ «ἑλληνισμοῦ», πρὸς ὑπόδειξιν τῶν στοιχείων καὶ τῶν κανόνων, διὰ τῶν
ὁποίων θὰ ἠδυνάμεθα νὰ δημιουργήσωμεν μίαν νέαν ζωήν, ἀληθινὰ ἑλληνικήν, εἰς
ὅλας της τὰς ἀκδηλώσεις.
Ὁ Γιαννόπουλος ἐπίστευε ἀκραδάντως
εἰς τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν ἀθανασίαν τῆς φυλῆς. Εἶχε τὴν ἰδέαν, ὅτι
ἐξελληνιζόμενον ἀκόμη μίαν φορὰν δι᾿ ἀναβαπτισμοῦ εἰς τὰς πηγάς του, τὸ
Ἑλληνικὸν Ἔθνος θὰ ἐφώτιζε καὶ πάλιν τὸν κόσμον. Ἐφρόνει ἀκόμη, ὅτι ἡ ἀναβάπτισις
αὕτη, οὕτως ἢ ἄλλως, θὰ ἐγίνετο μίαν ἡμέραν, ἐπίστευε δὲ ὅτι ἦτο ὁ μοιραῖος
Ἀπόστολος τῆς μεγάλης, τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας, τοῦ ὁποίου τὸ κήρυγμα θὰ
ἠκούετο ὅταν ἤρχετο τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὅταν οἱ Ἕλληνες θὰ ἦσαν πλέον εἰς
θέσιν ν᾿ ἀποτινάξουν κάθε εἴδους ξένον ζυγόν...
(Γρηγόριος Ξενόπουλος, ἀνεξακρίβωτη
πηγή)
Ἕνα σύστημα
Διάβασα ὅσα ἔγραψε ὁ κ. Παλαμᾶς στὸν
περασμένο «Νουμᾶ» γιὰ τὸ «Νέον Πνεῦμα» τοῦ Γιαννόπουλου. Πρόχειρα καὶ
βιαστικά, ἀλλὰ σωστὰ καὶ δίκαια μοῦ φάνηκαν. Οὔτε ποὺ μποροῦσε νὰ γραφτοῦν
διαφορετικὰ ᾿ς αὐτὴν ἐδῶ τὴν ἐφημερίδα, -γενναῖον ὄργανο μιᾶς Ἀναγέννησης
ἀρκετὰ διαφορετικῆς ἀπ᾿ αὐτὴν ποὺ εὐαγγελίζεται τὸ «Νέον Πνεῦμα», -γιὰ
βιβλίο ἄξιο κ᾿ ἔτσι κάποιας προσοχῆς, μὰ ποὺ σκληρότερ᾿ ἀπ᾿ ὅλους κι᾿ ἀπ᾿ ὅλα
κακομεταχειρίζεται τὸ συγγραφέα τοῦ «Ταξιδιοῦ» καὶ τὸ μεταφραστὴ τῆς «Ἰλιάδας».
Τὸ ἄρθρο τοῦ κ. Παλαμᾶ ἦταν ὅμως
γραμμένο μὲ ὀργὴ μεγάλη. Ὁ πάντα ὀργισμένος Γιαννόπουλος βρῆκε καὶ μιὰ φορὰ τὸ
μαστορή του... Ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ ἴσια-ἴσια στοχάζουμαι -καὶ χαίρουμαι- πὼς ὁ
Γιαννόπουλος ἐξώφλησε πιὰ γιὰ τὶς βρισιές του καὶ πὼς ἔχει τώρα κάθε δικαίωμα
νἀκούσῃ γιὰ τὸ βιβλίο του, ἀπὸ τὸ «Νουμᾶ» τὸν ἴδιο, καὶ χωρὶς ὀργὴ λόγια. Στὴν
ἀντιψυχαρικὴ σελίδα τοῦ «Νέου Πνεύματος» ὁ κ. Παλαμᾶς χάραξε σταυρωτὰ
δυὸ κόκκινες ματωμένες μολυβιές, ἀπαράγραπτες σὰν τὰ δικαιώματά μας. Κ᾿ ἔτσι
στιγματισμένο ἀλλὰ κ᾿ ἐξαγνισμένο παίρνω ἐγὼ τὸ βιβλίο καὶ τὸ διαβάζω ἀπ᾿ τὴν
ἀρχὴ ὣς τὸ τέλος. Διαβάζω βέβαια καὶ τὴ σβυσμένη σελίδα, γιὰ νὰ ἰδῶ ποιὰν ἔχει
σχέση μὲ τὸ σύνολο, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ξαφνισθῶ, καὶ προπάντων χωρὶς νὰ θυμώσω, ὅπως
θὰ θύμωνα ἴσως -ξέρω κ᾿ ἐγώ; οἱ βρισιὲς εἶναι τόσο βαρειές!- πρὶν ἀπ᾿ τὸ ἄρθρο
τοῦ κ. Παλαμᾶ. Εἶμαι λοιπὸν σὲ θέση νὰ μιλήσω γιὰ τὸ «Νέον Πνεῦμα»
ἥσυχα, ψυχρά, ἀμερόληπτα, τελοσπάντων κατὰ τὴν παληά μου συνήθεια. Καὶ πιστεύω
πὼς ὁ «Νουμᾶς» μοῦ τὸ ἐπιτρέπει.
Οἱ περισσότεροι δημοσιογράφοι, κι᾿
αὐτοὶ ἀκόμα ποὺ ἔκαμαν θόρυβο γιὰ τὸ βιβλίο τοῦ Γιαννόπουλου, τὸ ἔκριναν μὲ
πολλὴν εἰρωνεία καὶ μὲ κάποια περιφρόνησι. Δὲ βρῆκαν μέσα του τίποτα νέον,
καὶ μάλιστα τὸ εἶπαν ξάστερα: «Αὐτὰ κάθε μέρα τὰ γράφουμε καὶ μεῖς.»
Φυσικότατο! Φυλλομέτρησαν μὲ τὴ συνειθισμένη τους ἀψηφησιὰ τὸ βιβλίο, εἶδαν πὼς
ἔχει ὅλο καὶ βρισιές, συλλογίστηκαν πὼς κι᾿ αὐτοὶ ἄλλο δὲν κάνουν παρὰ νὰ
βρίζουν, κ᾿ ἔβγαλαν γρήγορα-γρήγορα τὸ συμπέρασμα καὶ τὴν καταδίκη τους: Πράμματα
ξαναπωμένα. Ὁ Γιαννόπουλος βρίζει τὸν Ψυχάρη; Τὸν βρίζουμε καὶ ᾿μεῖς. Τὸ
στρατό; Καὶ ᾿μεῖς. Τὸ στόλο; Τὴ νεολαία; Τὸ Μιστριώτη; Καὶ ᾿μεῖς. Θέλει
ἐπανάσταση; Θέλουμε καὶ ᾿μεῖς. Ὀνειρεύεται ἀναγέννηση; Τὴν ὀνειρευόμαστε καὶ
᾿μεῖς. Ποῦ εἶνε λοιπὸν αὐτὴ ἡ πρωτοτυπία, τὸ παρθενικὸ καὶ τὸ πρωτάκουστο, ποὺ
θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογήσῃ τὸν περήφανο τίτλο, τὸ αὐθάδικο ὕφος καὶ αὐτὸ ἀκόμα
τὸ ἐπιδεικτικὸ τύπωμα τοῦ βιβλίου, σὲ χίλια ἀντίτυπα προωρισμένα νὰ χαρισθοῦν;
Ἀλλὰ ἡ πρωτοτυπία τοῦ βιβλίου δὲ
φαίνεται μ᾿ ἕνα ἁπλὸ φυλλομέτρημα... Πρέπει νὰ τοῦ ἀφιερώσῃ κανεὶς μιὰν ἥσυχη
ὥρα, ποὺ οἱ δημοσιογράφοι, ξέχωρ᾿ ἀπὸ τὸ Γαβριηλίδη, δὲν τὴν ἔχουν διαθέσιμη
ποτέ. Πρέπει νὰ τὸ μελετήσῃ προσεκτικά. Καὶ τότε θὰ ἰδῇ -ἂν εἶνε ἀπὸ κείνους
ποὺ βλέπουν, -πὼς εἶνε ἀπὸ τὰ πιὸ πρωτότυπα, τὰ πιὸ νέα βιβλία ποὺ φάνηκαν ᾿ς
τὸν καιρό μας, πὼς λέει πράγματα ποὺ ἀληθινὰ δὲν εἰπώθηκαν ἀκόμ᾿ ἀπὸ κανένα,
οὔτε δημοσιογράφο οὔτε κοινὸ θνητό, καὶ πὼς τὰ λέει μὲ τρόπον ὁλωσδιόλου
ξεχωριστό, δικό του, -«περικλογιαννοπούλειο».
*
Ἀλλὰ τὸ νὰ πῇς ἀνείπωτα πράγματα καὶ
μὲ δικό σου τρόπο, αὐτὸ δὲν εἶνε πάντα τὸ σπουδαῖο. Κ᾿ ἕνας τρελλὸς θὰ ἔκανε τὸ
ἴδιο. Τὸ ζήτημα εἶνε νὰ ἔχῃς, ὅπως ὡραιότατα τὸ λέει ὁ λαός μας, σειρὰ καὶ
τάξη. Νὰ ξεκινᾷς ἀπὸ μιὰ ἢ περισσότερες ἀρχές, γνωστὲς κι᾿ αὐταπόδεικτες, καὶ
νὰ φθάνῃς μὲ ἴσιο καὶ λογικὸ δρόμο σὲ νέες ἀρχὲς δικές σου, ἀποδειγμένες. Ἔτσι
νὰ δείχνῃς πὼς εἶσαι ἄνθρωπος ποὺ σκέπτεσαι, καὶ πὼς τὰ λόγια σου δὲν
κρέμουνται ᾿ς τὸν ἀέρα, παρὰ πὼς εἶνε σφικτοδεμένα ᾿ς ἕνα σύστημα.
Μὲ σύστημα προβάλλει σήμερα
κι᾿ ὁ Γιαννόπουλος. Μὲ σύστημα δικό του, μελετημένο, βασανισμένο, ξεψαχνισμένο,
ἀπὸ τὶς πρῶτές του ἀρχὲς ὣς τὶς ἔσχατες συνέπειες. Δὲν τὸ κατάστρωσε σὲ μιὰ
νύκτα, ὅπως θὰ τὤκανε λόγου χάρι ὁ φίλος μας Πολύβιος· ἀλλὰ τοῦ ἀφιέρωσε χρόνια
καὸ χρόνια, μπορῶ νὰ ᾿πῶ ὁλάκερη ζωή. Ἀφότου γνώρισα τὸ Γιαννόπουλο -καὶ εἶνε
παραπάνω ἀπὸ δεκαπέντε χρόνια- ἔτσι τὸν εἶδα νὰ σκέπτεται. Ὁ νοῦς του πάντα
ἐκεῖ, ᾿ς τὴν ἰδέα του, ςτ᾿ ὄνειρό του. Ὅ,τι ἔγραψε κι᾿ ὅ,τι εἶπε ἀπὸ τότες, ὅλα
εἶνε φερμένα ςτὸν ἴδιο παρονομαστή. Ἀπὸ κάθε παρατήρηση ποὺ ἔκαμε ᾿ς τὴ ζωή
του, ἀπὸ κάθε του διάβασμα, ἀπὸ κάθε του ταξεῖδι, ἀπὸ κάθε του γνωριμιά,
μπόρεσε νὰ βγάλῃ κ᾿ ἕνα πετραδάκι γιὰ τὸ προσχεδιασμένο του κτίριο. Καὶ σήμερα
τὸ κτίριο αὐτὸ εἶνε σχεδὸν τελειωμένο. Τὸ «Νέον Πνεῦμα» εἶνε σὰ μιὰ
Εἰσαγωγὴ ποὺ μᾶς δείχνει τὸ σχέδιο. Τ᾿ ἄλλα βιβλία ποὺ θὰ βγοῦν ἀργότερα, θὰ
εἶνε οἱ λεπτομέρειες, ὅσες ἔχουν τόπο μέσα ςτὸ σχέδιο αὐτό.
Ἔτσι τὸ ἔργο τοῦ Γιαννόπουλου εἶνε
ἕνα ἔργο. Διαφέρει πολὺ ἀπὸ κεῖνα ποὺ βγαίνουν γιὰ νὰ κάμουν ἕνα
πρόσκαιρο θόρυβο. Ἔχει μέσα του ὅλα τὰ στοιχεῖα γιὰ νὰ ζήσῃ περισσότερο ἀπὸ μιὰ
δημοσιογραφικὴ ἡμέρα· καὶ ὅπως ὑποβάλλει τὶς ἰδέες μὲ τὸ δυνατό του ὕφος, ὅπως
τὶς χαράττει ςτὸ μυαλὸ σὰν μὲ πυρωμένο σίδερο, μπορεῖ νὰ κάμῃ προσήλυτους καὶ
νὰ χρησιμέψῃ κάποτε σὰν ὁδηγός. Γι᾿ αὐτὸ εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ τὸ
προσέξουμε, νὰ τὸ σεβασθοῦμε, κι᾿ ἂν δὲ μᾶς ἀρέσῃ, νὰ τὸ πολεμήσουμε.
*
Ὅπως κάθε ἀληθινὸς καινοτόμος, ὁ
Γιαννόπουλος γκρεμίζει, γιὰ νὰ δημιουργήσῃ ἀπάνω ᾿ςτὰ ἐρείπια.
Δὲν τοῦ ἀρέσει ἡ σημερινὴ Ἑλλάδα,
ὅπως τὴν ἐκάμαμε, καὶ γυρεύει νὰ πλάσῃ μιὰν Ἑλλάδα καινούργια. Καὶ ἡ καινούργια
αὐτὴ Ἑλλάδα δὲ θὰ εἶνε παρὰ ἡ φυσικὴ συνέχεια τῆς παληᾶς, ἡ ἐξακολούθηση τοῦ
νόμιμου δρόμου, ἐνῷ ἡ τωρινὴ δὲν εἶνε, κατὰ τὴ γνώμη του, παρ᾿ ἀντινομία καὶ
παραστράτισμα.
Μὲ κοντύλι μεγάλου σατυριστοῦ
ζωγραφίζει τὴν κατάστασή μας, τὴν πολιτικὴ καὶ τὴν κοινωνική, καὶ δείχνει μὲ
ἀπαράμιλλη εὐγλωττία ποῦ μᾶς κατάντησε τὸ ἀξιοθρήνητο αὐτὸ παραστράτισμα ἀπὸ
τὸν ἀληθινὸ προορισμό: στὰ πρόθυρα μιᾶς Ἐπανάστασης, ποὺ θὰ μᾶς ἀποτελειώσῃ.
Εἶνε ἴσια-ἴσια ἡ Ἐπανάσταση ποὺ τὴν προλέγουν οἱ δημοσιογράφοι καὶ μερικοὶ
μάλιστα τὴ συμβουλεύουν καὶ τὴν ὑποθάλπουν.
Ὁ Γιαννόπουλος ὅμως φωνάζει:
φυλαχθῆτε! Δὲ μᾶς χρειάζεται τέτοια Ἐπανάσταση, χειρότερη ἀπ᾿ ὅλα τὰ κακὰ ποὺ
κάμαμε ὣς τώρα, ἀλλὰ μιὰ ἄλλη Ἐπανάσταση. ἐντελῶς διαφορετική, ποὺ θὰ μᾶς ἔβαζε
σιγὰ-σιγὰ ᾿ςτὸ δρόμο μας καὶ θὰ μᾶς ὁδηγοῦσε ςτὴ σωτηρία. Βαθύτατη πνευματικὴ
καὶ ἠθικὴ Ἐπανάσταση, ἀτομική, κοινωνική, πολιτική, ἰδεολογική, φιλολογική,
καλλιτεχνική. Νὰ καταρρίψουμε ὅλες τὶς παλὲς ἀξίες, τὶς ψεύτικες, νἀφίσουμε
κατὰ μέρος ὅλες τὶς παληὲς ἰδέες, τὶς πλάνες, καὶ νἀσπασθοῦμε, νἀγκαλιάσουμε
καινούργιες, ἀληθινές. Νὰ ζήσουμε ςτὸ ἐξῆς σύμφωνα μὲ τὸν ὀργανισμό μας, τὸ
κλῖμά μας, τὴν ἰδιοσυγκρασία μας, τὴν ἱστορική μας παράδοση, τὸν ἐθνικό μας
προορισμό. Νἀκολουθήσουμε μὲ ἄλλους λόγους τὴ φύση μας καὶ νὰ
δημιουργήσουμε ἕναν καινούργιο ἑλληνικὸ πολιτισμό, ςτὴ θέση τῆς
σημερινῆς φραγκορωμαίϊκης βαρβαρότητας.
Αὐτὸ εἶνε· αὐτὸ θέλει ὁ
Γιαννόπουλος, καὶ μὲ τὸ σύγγραμμά του τὸ πολύτομο ς᾿ αὐτὸ θέλει νὰ μᾶς βοηθήσῃ,
νὰ μᾶς ὁδηγήσῃ, νὰ μᾶς «καταρρακτώσῃ μὲ φῶς»... Παίρνει κ᾿ ἐξετάζει ἕνα-ἕνα ὅλα
μας τὰ πράγματα, ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ἀτομικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς, καὶ
μᾶς δείχνει σὲ ποιὰ κατάντια βρίσκεται σήμερα τὸ κέθε τί, καὶ πῶς πρέπει
νἀναδημιουργηθοῦν ὅλα, σύμφωνα «μὲ τὴ φυσιολογία τοῦ Ἕλληνος καὶ τὴ φυσιολογία
τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς», Τίποτα, φυσικά, δὲν τοῦ ἀρέσει, γιατὶ τίποτα δὲν εἶνε
᾿ςτὴ θέση του, γιατὶ τίποτα δὲν εἶνεἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶνε: Κοινωνία,
κράτος, πολίτευμα, ἐκκλησία, παιδεία, στρατός, στόλος, τύπος, φιλολογία,
γλῶσσα, θέατρο, μουσική, ζωγραφική, γλυπτική, ἀρχιτεκτονική. Κατάντησε νὰ μὴν
ὑπάρχῃ σήμερα ςτὴν Ἑλλάδα οὔτε ΕΝΑ ΙΔΡΥΜΑ, ὁποιουδήποτε κλάδου, ποὺ νὰ ἐκτελῇ
τὸν ἐθνικό του προορισμό, ποὺ νὰ ὁδηγῇ σίγουρα ςτὸν αὐρινὸ νεοελληνικὸ
πολιτισμό. Ἀλλὰ ὁ Γιαννόπουλος τέτοια θὰ ἤθελε ΟΛΑ μας τὰ Ἰδρύματα,
-πραγματικῶς Ἐθνικά,- καὶ μᾶς δείχνει μὲ ποιὸν τρόπο, σιγὰ-σιγά, μποροῦσε νὰ
γίνουν.
*
Ἀπὸ τὶς δεκαπέντε μονογραφίες ποὺ
θἀκολουθήσουν τὴν ἔκδοση τοῦ «Νέου Πνεύματος», μιὰ μόνο -πολὺ σπουδαία
κατὰ τὴ γνώμη μου,- δημοσιεύθηκε πέρσυ ᾿ςτὸ «Ἄστυ»: Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ. Ὅποιος ἔτυχε
νὰ παρακολουθήσῃ τὴν αἰσθητικὴ αὐτὴ μελέτη, τὴν πρώτη καὶ μονάκριβη ποὺ
φάνηκε ὣς τώρα ᾿ςτὸν τόπο μας, αὐτὸς μπορεῖ νὰ καταλάβῃ ὅλο τὸ Σύστημα τοῦ
Γιαννόπουλου ᾿ςτὴν πραγματική του ἐφαρμογή.
Τί εἶνε σήμερα ἡ τάχα έθνική
ζωγραφική μας ᾿ςτὸ σύνολό της; Μιὰ ἐλεεινὴ ἀπομίμηση τῆς Εὐρωπαϊκῆς. Οἱ
ζωγράφοι μας βλέπουν μὲ ξένα μάτια καὶ ζωγραφίζουν μὲ ξένη γραμμὴ καὶ μὲ ξένα
χρώματα. Τίποτε τὸ ἑλληνικό, τὸ ἐθνικό, ᾿στὶς παρισιάνικες κοκότες ποὺ μᾶς
παρουσιάζουν γιὰ ἑλληνοποῦλες, ἢ ᾿ςτὰ γερμανικὰ σκοτάδια ποὺ μᾶς παρουσιάζουν
γιὰ τοπία ἀττικά. Ἕνας Θέμος Ἄννινος μόνο, κατὰ τὸ Γιαννόπουλο, ἐπέτυχε ὢς τώρα
τὴν ἑλληνικὴ γραμμὴ τὴν εὐγενέστατη, καὶ ἴσως μόνο ἕνας Φωκᾶς κατόρθωσε
νἀποδώσῃ λίγο ἑλληνικὸ χρῶμα καθαρό. Οἱ ἄλλοι χάνουνται παραστρατισμένοι, μὲ
κλειστὰ μάτια μπροστὰ ᾿στὴν ἑλληνικὴ φύση, ἀνίκανοι νὰ δημιουργήσουν μιὰ τέχνη
ἐθνική, μολονότι πολλοί, ὅπως ὁ Μαθιόπουλος, ἔχουν ταλέντο δυνατό. Κι᾿ ὁ
Γιαννόπουλος προσπαθεῖ νὰ τοὺς ἀνοίξῃ τὰ μάτια, νὰ τοὺς δείξῃ τὴν πανεύμορφη
ἑλληνικὴ φύση, -τὸ χῶμα, τὸν ἀέρα, τὸν οὐρανό, τὸ φῶς, τὸ δένδρο, τὸ χόρτο, τὸ
βουνό,- νὰ τοὺς διδάξῃ ποιὰ εἶνε τὰ χρώματα ποὺ ἐπικρατοῦν ἐδῶ, ποιὰ εἶνε ἡ
γραμμὴ ποὺ βασιλεύει καὶ ποιὸς εἶνε ὁ χαρακτῆρας ποὺ πρέπει νὰ ἔχῃ μιὰ
ζωγραφιὰ ΕΛΛΗΝΙΚΗ.
Αὐτὰ ὅλα, ᾿ςτὴ μελέτη ἐκείνη τοῦ
Γιαννόπουλου, γίνονται μὲ τέτοιαν ἀλήθεια, ὀξύτητα καὶ λεπτότητα ᾿ςτὴν
παρατήρηση, μὲ τόση ποικιλία, χάρη καὶ δύναμη ᾿ςτὸ ὕφος, καὶ μὲ τέτοια λογική,
ἐπιστημονικὴ ἀκρίβεια ᾿ςτὴ θεωρία, ᾿ςτὴν ἀπόδειξη καὶ ᾿ςτὴν ἐφαρμογή, ὥστε
χωρὶς δισταγμὸ μπορεῖ νὰ πῇ κανεὶς πὼς ὁ Γιαννόπουλος εἶνε ὁ πρῶτος Ἕλληνας
αἰσθητικός.
Καὶ ὅ,τι κάνει μὲ τὴ Ζωγραφική, τὸ
ἴδιο κάνει μὲ τὴν Ἀρχιτεκτονική, τὴ Γλυπτική, τὴ Μουσική, τὴν Ποίησι, τὸ
Διήγημα, τὸ Δρᾶμα, τὴ Γλῶσσα κτλ. κτλ. Ἐξετάζει πῶς εἶνε, καὶ μᾶς δείχνει πῶς
ΕΠΡΕΠΕ νὰ εἶνε. Καὶ σιγὰ-σιγά, ἀρχινῶντας ἀπὸ τὴν Τέχνη, περνῶντας ᾿ςτὴ Γλῶσσα,
προχωρῶντας ᾿ςτὴν Κοινωνία καὶ καταλήγοντας ᾿ςτὴν Πολιτεία, συμπληρώνει ἕνα
σύστημα καθολικῆς νεοελληνικῆς Ἀναγέννησης, μὲ πίστη ἀκλόνητη ᾿ςτὴν ἀξία καὶ τὴ
δύναμη τῆς ἀθάνατης Φυλῆς, καταστρώνει τὸ μεγάλο σχέδιο καὶ ρίχνει τὸ στερεὸ
θεμέλιο τοῦ ὀνειρευμένου του νεοελληνικοῦ Πολιτισμοῦ, -μεγάλου σὰν τὸν ἀρχαῖο,
μεγαλείτερου ἀπὸ κάθε ἄλλο σημερινό.
*
Εἶνε ἀξιοπαρατήρητο, ὅτι ὁ
Γιαννόπουλος ἔφθασε ᾿ςτὴ γενικὴ αὐτὴ ἀντίληψη ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν Τέχνη, τὴν
ἀγαπημένη του, ὅπως λόγου χάρη ὁ Χρυσάφης θὰ ἔφθανε ξεκινῶντας ἀπὸ τὴ
Γυμναστική του. Ὁ Γιαννόπουλος εἶνε πρῶτα-πρῶτα -καὶ ἴσως δὲν εἶνε τίποτ᾿ ἄλλο
ἀπὸ- ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΣ. Ὡραιομανὴς γεννημένος, ἔβλεπε ὅλα μας τὰ πράγματα γύρω του ἄσχημα,
καὶ ἔπειτα, ἐξετάζοντας τὴν αἰτία, βρῆκε πὼς ἦταν καὶ παράλογα. Καὶ
σκέφτηκε πῶς μπορεῖ νὰ γίνουν ὡραῖα μὲ τὸ νὰ γίνουν λογικά. Τὴν
ἴδια αἰτία τῆς ἀσχήμιας, ποὺ τὴ βρῆκε εὔκολα γιὰ τὸ ἕνα -γιατ᾿ ἦταν ὁλοφάνερη,-
προσπάθησε νὰ τὴν ἀνακαλύψῃ καὶ ᾿ςτὸ ἄλλο, κ᾿ εἶδε μ᾿ ἔκπληξή του πὼς ἦταν
κρυμμένη κ᾿ ἐκεῖ· ἔπειτα καὶ ᾿ςτὸ ἄλλο, ἔπειτα καὶ ᾿ς ὅλα. Ἔτσι σιγὰ-σιγά χωρὶς
νὰ τὸ καταλάβῃ κι᾿ ὁ ἴδιος, βρέθηκε μ᾿ ἕνα σύστημα. Γιὰ νἀνακαινίσῃ τὴν Τέχνη,
γιὰ νὰ τὴν κάμῃ δηλαδὴ ἑλληνική, -γιατὶ ἀλλοιώτικα δὲ θὰ τοῦ ἄρεσε,- εἶδε πὼς
ἔπρεπε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἐπάνω ᾿ςτὴν ἴδια βάση, νἀνακαινίσῃ καὶ τὴν
Κοινωνία. Καὶ ἡ ἀνακαινισμένη Κοινωνία θὰ ἔδινε κατ᾿ ἀνάγκην ἀνακαινισμένη
Πολιτεία, καινούργιο Κράτος ἑλληνικό, καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ μαζὶ καινούργιο ἑλληνικὸ
Πολιτισμό. Τότε ὅλα τὰ πράγματα γύρω θὰ ἦταν ὡραῖα καὶ θὰ ἰκανοποιοῦσαν τὸν
Αἰσθητικό, ποὺ περισσότερο ἀπ᾿ τὴ ζωή του ἀγαπᾷ τὴν εὐμορφιά.
Ἔτσι ἡ εὐμορφιὰ ὀδηγεῖ ᾿ςτὴν
ἀλήθεια, ἔτσι ἡ ἀληθινὴ Τέχνη ὁδηγεῖ ᾿ςτὴν ἀληθινὴ Ζωή. Ὁ ἀνκαινιστὴς τῆς
Τέχνης γίνεται ἀνακαινιστὴς ὅλης του της Κοινωνίας. Ζητῶντας ἐθνικὴ Τέχνη, ζητᾷ
ἐθνικὴ Ζωή. Κ᾿ ἐπειδὴ γιὰ νὰ ὑπάρξῃ ἐθνικὴ Τέχνη, πρέπει νὰ πηγάσῃ ἀπὸ τὰ
βαθύτερα τῆς ἐθνικῆς Ψυχῆς, ὅπως τὴν ἐμόρφωσε ἡ Φύση κι᾿ ἡ ἱστορικὴ Παράδοση·
καὶ πάλι, γιὰ νὰ γίνῃ αὐτό, πρέπει νὰ ζήσουμε, ἢ καλλίτερα νὰ ξαναζήσουμε
σύμωνα μὲ τὴ Φύση καὶ μὲ τὴν παράδοση,- γι᾿ αὐτὸ τὸ Σύστημα τοῦ Γιαννόπουλου,
ποὺ κάτι τέτοιο γυρεύει νὰ ἐφαρμόσῃ, μοῦ φαίνεται σοβαρὸ κι ἀληθινό.
*
Ὁπωσδήποτε εἶνε πρωτότυπο.
Αὐτὸ πιστεύω νὰ μοῦ τ᾿ ὁμολογήσουν τώρα κ᾿ οἱ δημοσιογράφοι. Τέτοια γενικὴν
ἀντίληψη, τέτοιο σύνολο δὲν παρουσίασε ἀκόμα κανείς μας. Πολλοὶ μπορεῖ νὰ
ἔβρισαν τοῦτο κι ἐκεῖνο· πολλοὶ μπορεῖ νὰ εἶπαν πὼς πρέπει νἀφίσουμε πιὰ τοὺς
Εὐρωπαίους καὶ νὰ κυττάξουμε τὸν ἑαυτούλη μας· πολλοὶ μπορεῖ νὰ ζήτησαν τὴν
«ἐθνικὴ ἔμπνευση» ᾿στὴν Τέχνη καὶ τὴν «ἐθνικὴ γλῶσσα» σὲ ὅλα. Ἀλλὰ κανένας,
στοχάζουμαι, δὲν εἶπε καὶ δὲν ἀπόδειξε πὼς γιὰ νἀποκτήσουμε λόγου χάρη ἀξιόμαχο
στρατὸ καὶ στόλο, πρέπει πρῶτα νὰ κτίσουμε σπίτι ἑλληνικό, ἢ πὼς γιὰ νὰ ἔχουμε
᾿ςτὴν πόλη καλὴ συγκοινωνία καὶ στὸ ἐξωτερικὸ καλοὺς διπλωμάτες, πρέπει νὰ
ζωγραφίζουμε μὲ χρώματα ἑλληνικά.
Καὶ μολαταῦτα, μὴ νομίσετε πὼς εἶμαι
βέβαιος γιὰ τίποτα. Ἕνας ἄλλος μπορεῖ νὰ βγῇ καὶ νὰ μᾶς ἀποδείξῃ πὼς ὁ
Γιαννόπουλος δὲν ξέρει τὶ λέει· πὼς αὐτὰ δὲν ἔχουν καμμιὰ σχέση μεταξύ τους καὶ
πὼς μιὰ νεοελληνικὴ Ἀναγέννηση, -ποὺ ἄρχισε κιόλα- μπορεῖ νὰ τελειώσῃ ἐξαίρετα
μὲ ἄλλο σύστημα, μὲ πολὺ Εὐρωπαϊσμὸ λόγου χάρη, ἀρκεῖ νὰ ξέρουμε νὰ τὸν
διαλέμε.
Ἴσως. Ἐγὼ ἕνα ξέρω μοναχά: ὅτι ὅσο
προβληματικὴ κι ἂν θὰ εἶνε ἡ κοινωνιολογική, ἡ φιλοσοφικὴ ἢ ἡ ἱστορικὴ ἀξία τοῦ
ἔργου τοῦ Γιαννόπουλου, ἡ αἰσθητική του ἀξία θὰ εἶνε μεγάλη,
ἀνυπολόγιστη. Ἂν ζήσῃ, θὰ ζήσῃ γι᾿ αὐτό. Καὶ θὰ τὸ μελετοῦν μιὰ μέρα καὶ θὰ τὸ
συμβουλεύουνται. Θὰ ἔχῃ ἀπάνω-κάτω γιὰ τὴν Ἑλλάδα τὴν ἐπίδραση ποὺ εἶχε ᾿ςτὴν
Ἀγγλία τὸ ἔργο τοῦ Ράσκιν. Καὶ ἂν δὲ θὰ ἐπαναστατήσῃ τὸ διοικητικό μας σύστημα,
κι᾿ ἂν δὲ θὰ ρίξῃ τὴ συναλλαγὴ, ἀλλὰ βέβαια θὰ μεταμορφώσῃ μιὰ μέρα
-τουλάχιστο- τὸ σαλόνι μας.
*
Αὐτὰ μὲ λίγα λόγια γιὰ τὸ ἔργο τοῦ
Γιαννόπουλου. Ἐννοεῖται πὼς δὲ μοῦ ἦταν δυνατὸ νὰ μπῶ σήμερα ᾿ςτὶς χίλιες του
λεπτομέρειες καὶ νὰ δείξω τὴ συμφωνία μου ἢ τὴν ἀσυμφωνία μου ᾿ςτὰ χίλια
πράγματα ποὺ παρουσιάζονται ἐκεῖ μέσα. Δὲν ἐννοῶ τὰ προσωπικά. Τὰ πρόσωπα ὅλα,
καὶ τὰ μεγαλήτερα ὅπως καὶ τὰ μικρότερα, Καποδίστριας καὶ Δεληγιάννης, Ψυχάρης
καὶ Μιστριώτης, ἐξαφανίζουνται σὰν καπνὸς μπροστὰ ᾿ςτὶς ἰδέες. Κ᾿ ἐννοῶ τὶς
ἰδέες. Οὔτε θέλω νὰ κρύψω πὼς μερικὲς -καὶ μάλιστα θεμελιακές,- μὲ βρίσκουν
ἐπιφυλακτικὸ καὶ ἄλλες πάλι ἀντίθετο. Ἀλλὰ γι᾿ αὐτὰ μπορεῖ νὰ ξαναμιλήσουμε
πλατύτερα σὲ κανένα ἄλλο φύλλο τοῦ «Νουμᾶ». Γιατὶ γιὰ τὸ «Νέον Πνεῦμα,
μὲ τὴν ἄδεια καὶ τὴ φρασεολογία τῶν δημοσιογράφων, μπορεῖ κανεὶς νὰ «ὑψώσῃ
φωνὴν» καὶ νὰ «ἐπανέλθῃ»πολλὲς φορές, χωρὶς νὰ σκανδαλίσῃ κανένα.
ΓΡΗΓ. ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ
(Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Ἕνα
σύστημα», ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς», ἀριθ. 214, 24-9-1906)
Τίς ἦτο ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος ὁ
θαλασσοκτονήσας; Τίς δύναται νὰ τὸ εἰπῇ; Ὁ γράφων, ὅστις τὸν ἐγνώρισε ἀπὸ
εἰκοσαετίας, τόσον ἦτο εἰς θέσιν νὰ τὸν καταλάβῃ, ὅσον ἕνας γάϊδαρος γκαρίζων
δύναται νὰ ἀντιληφθῇ Μπετόβεν. Δι᾿ ἐμὲ ἦτο ὁ ἐξοχώτερος τῶν νέων Ἑλλήνων. ...
Διὰ τὸ πλῆθος τῶν Ρωμιῶν ἦτο ἕνας ἄγνωστος. Διὰ τὸ ἄνθος τῶν ἡμιμαθῶν μας ἕνας
περίεργος. Διὰ μερικοὺς λογίους χαμάληδες ἕνας λιβελλογράφος. ... Ὡς ἔφηβος
ἐκρίνετο Ἀλκιβιάδης. ... Ὡς ἀνδρὸς ἐπεβάλλετο πάντοτε ἡ πλαστικότης, ἡ
ἀριστοκρατικότης, ἡ ἑλληνικότης, ἡ δροσερότης τῆς κλασσικῆς του ἐμφανίσεως. ...
Εἶχε ἐμπρός μας τὸν Ἄτλαντα μιᾶς Ἰδέας, μιᾶς Φιλοσοφίας, ἑνὸς Συστήματος, μιᾶς
Δράσεως, μιᾶς Ἀναγεννήσεως, μιᾶς Μεταρρυθμίσεως, μιᾶς Μεταμορφώσεως τοῦ Ἔθνους
-ὅλα αὐτὰ στρωμένα κάτω ἀρχιτεκτονικώτατα, μὲ τὸν διαβήτη τῆς μεγαλοφυΐας. ...
Τί ἤθελε; Νὰ ἀναγεννήσει τὸ Ἑλληνικόν! Τί ἐπεζήτει; Νὰ μεταβάλῃ τοὺς Ρωμηοὺς
εἰς Ἕλληνας. Τί ἐφρόνει; Ὅτι ὁ κόσμος καὶ ὁ πολιτισμὸς μίαν ἀριστοκρατίαν ἔχει,
τοὺς Ἕλληνας! ... Πῶς τοὺς ἤθελε; ... Νὰ ἐπανέλθουν εἰς τὴν παλαιάν τους δόξαν.
Νὰ γίνουν πάλιν τὸ ἄλας τῆς γῆς, τοῦ Πολιτισμοῦ τὸ ἄλας. Διὰ τίνων μέσων; Διὰ
τῆς Ἑλληνοποιήσεως τῶν πάντων, θεάτρου, ἐκκλησίας, ἀρχιτεκτονικῆς, γλώσσης,
ἤθους, βίου. Ὄχι δὲ ἐπὶ τὸ παλινδρομικώτερον καὶ τὸ καρναβαλιστικώτερον, ἀλλὰ
μόνον ἐπὶ τὸ αἰσθητικώτερον. ... Ἦταν Σάτυρα, Ἀνατομία, Ἔμπνευσις, Προφητεία,
Πλάσις, Κοσμουργία. Ἀλλ᾿ ἦτο ὕφος ἐκεῖνο εἰς τὸ ὁποῖον ἦταν γραμμένα ἢ
Κατακλυσμός, Ἀνατροπή, Σεισμός, Κρήμνισμα, Ἔκρηξις, Λάβα, Χαλάζι, Πλημμύρα; Καὶ
συγχρόνως ὅμως ἀντολὴ ἡλίου, βλάστησις τροπικῶν, ἀνεμώνας, παπαρούνα,
πασχαλιές, κρῖνοι, τριαντάφυλλα τοῦ Μάρτη, τοῦ Ἀπρίλη, τοῦ Μάη; ... Διατί
ἀπέθανε; Διότι δὲν τὸν ἤθελε ἡ Γῆ ἡ Ἑλληνική. Δὲν τὸν ἐσήκωνεν ἡ Κοινωνία ἡ
Ἑλληνική. Τὸν ἀπηχθάνετο ἡ Ζωὴ ἡ Ἑλληνική. Τὸν ἔτρεμεν ὡς πολὺ ἄγριον
χειροῦργον ἡ Φθῖσις ἡ Ἑλληνική. Τὸν ἐμίσει τὸν ἐρίγδουπο Ποσειδῶνα ἡ Τελματῖτις
ἡ Ἑλληνική. Μεταξὺ αὐτοῦ τοῦ Μεγάλου καὶ τῆς συγχρόνου Ἑλληνικῆς Μικρότητος
γέφυρα δὲν ἠδύνατο νὰ ζευχθῆ. Καὶ ἐπήδησε εἰς τὸ καθάριον κῦμα ἀνθοστεφάνωτος ὁ
Ἀπόλλων τοῦ Γαλανοῦ, ὁ Ἀπόλλων τῆς Ἀναγεννήσεως.
(Βλάσσης Γαβριηλίδης, ἐφημ.
«Ἀκρόπολις», 12-4-1910)
Χωρὶς κανεὶς νὰ ἀναμένῃ ὅτι θὰ ἔληγε
τόσον τραγικὰ καὶ τόσον πρόωρα μία ὑπερήφανος, μία ἀριστοκρατικὴ ζωή, ὡσὰν τοῦ
Γιαννοπούλου, ἐψιθυρίσθη καὶ μετὰ πολλὰς ἀμφιβολίας ἐβεβαιώθη ὅτι ὁ ὡραιότερος,
ὁ κομψότερος καὶ λευκότερος τὴν ψυχήν καὶ δυνατώτερος κατὰ τὴν ἔκφρασιν καὶ
ἰδανιστικώτερος τῶν Ἑλλήνων λογίων, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος, ηὐτοκτόνησε.
Ὅπως ἡ ζωή του ἦτο μία λευκὴ ὀπτασία
μέσα εἰς τὸν κοινωνικὸν βόρβορον καὶ εἰς τὸν στενὸν πνευματικὸν ὁρίζοντα τῶν
Ἀθηνῶν, οὕτω καὶ ὁ θάνατός του εἶνε μία ἁγνὴ θυσία εἰς τὸν βωμὸν τοῦ ἀγνωστου.
Εἰς τὸ σημερινὸν περιβάλλον ὁ Γιαννόπουλος ἦτο ἓν παρόραμα. Γεμᾶτος ἰδανικά,
λάτρης φανατικὸς τῆς Ἀλήθειας, ἱερεὺς τῆς θρησκείας τοῦ Ὡραίου καὶ τοῦ Αἰωνίου
Κάλλους, ἦτο ὁ γλυκύτερος, ὁ ρεμβωδέστερος λογοτέχνης εἰς τὰ ἔργα τοῦ ὁποίου
ἐσπινθήριζον αἱ ἰδέαι, ἐξετινάσσοντο, ὡς πύραυλοι, οἱ πόθοι. Μία θυελλώδης
εὐγλωττία ὤθει τὴν γραφίδα του εἰς τὴν δημιουργίαν τῶν θαυμασίων ἐκείνων εἰς
ἔκφρασιν καὶ νόημα καὶ εἰλικρίνειαν ἀφορισμῶν. Γράφων περὶ Νεοελληνικῆς τέχνης,
εἶχε τὸ ὕφος Μεσσίου καὶ Τιμητοῦ. Ἀπότομος εἰς τὰς ἐκφράσεις του, ἀλλὰ δίκαιος,
ρηξικέλευθος, ὠνειροπόλει τὴν Ἑλληνικὴν τέχνην ὑπέροχον, παρώρμα τοὺς ζωγράφους
καὶ γλύπτας νὰ εἶνε ἀληθινώτεροι καὶ ἐθνικώτεροι. Ἐζήτει νὰ χειραγωγήσῃ τὴν
νεοελληνικὴν τέχνην εἰς τὰ βάθη τῆς ἰδικῆς του ψυχῆς.
Μετὰ τὴν τέχνην, ἔστρεψε τὴν
προσοχήν του εἰς τὴν κοινωνικὴν ἀνάπλασιν καὶ πολιτικὴν ἀναγέννησιν τοῦ Ἔθνους.
Μεγαλοϊδεάτης, ἀπὸ φύσεως πρὸς τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλὰ φερόμενος, ἔτασσε σημεῖα
δράσεως, ὑπεδείκνυε προφητικῶς τὸν δρόμον τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ λάβῃ τὸ Ἑλλ.
πνεῦμα ἐν ταῖς παντοίαις ἐκδηλώσεσιν αὐτοῦ. Ὁ ἀναγινώσκων τὰς ὑποθῆκας τοῦ
Γιαννοπούλου, ἠσθάνετο νέους παλμοὺς ἐθνικῆς ζωῆς. Ἀτυχῶς, μόνον δύο τομίδια
ἐξέδωκε, τὰ ὁποῖα θὰ παραμείνουν ὡς τὸ ἐγερτήριον σάλπισμα τῆς πνευματικῆς τοῦ
Ἔθνους ἀναστάσεως. Τὸ «Νέον ΠΝεῦμα» καὶ τὴν «Ἔκκλησιν πρὸς τὸ
Πανελλήνιον Κοινόν».
Ὁ Γιαννόπουλος ἦτο ὁ σημαιοφόρος τῆς
ὀνειροπολουμένης ὑπὸ πάντων Ἀναγεννήσως. Κανεὶς δὲν τὴν ἐφαντάσθη τόσον ὡραίαν,
τόσον καθολικήν, τόσον ἄφευκτον, ὅσον ὁ Γιαννόπουλος ὁ ὁποῖος ἦτο ὅλος κάλλος
καὶ δύναμις καὶ ἔρως, γεμᾶτος ἐλπίδα καὶ χαράν. Ὁλόκληρον σύστημα ἐργασίας εἶχε
καταστρώσῃ, σκοποῦν τὴν ἀφύπνισιν τῆς Ἑλληνικῆς ψυχῆς, τὴν ἀπελευθέρωσιν
τοῦ Ἑλλ. πνεύματος. Τὸ σάλπισμά του ἦτο: «Ἀπὸ τὰ νέα ἐρείπια πρὸς τὸ φῶς».
Ἐπίστευεν εἰς τὴν ζωϊκὴν δύναμιν τῆς
Ἑλλ. φυλῆς· ἀλλ᾿ ἦτο ἀπογοητευμένος ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Ἕλληνας, «Ἑλλὰς-φῶς
τὸ 1821. Ἑλλὰς-κόπρος τὸ 1897. Κάτω ἡ Ἑλλὰς τῶν ψήφων, τῶν μισθῶν, τῶν
χαρτοπαικτῶν, τῶν βουλευτῶν, ἡ Ἑλλὰς ἡ καταχρεωκοπημένη. Ἢ Ἑλλὰς ἀξία τοῦ
ὀνόματός της ἢ τέφρα!»
Τὸ ἔργον τοῦ Γιαννοπούλου ἀπέβλεπε
εἰς τὸ μέλλον, εἰς νέους ἀνθρώπους, ὅπως ὁ ἴδιος ἔγαρφεν εἰς τὴν
προμετωπίδα τοῦ πρώτου βιβλίου του: «Ἀπώτατα εἰς τοὺς κυανοροδίνους ἀέρας
ἀσημένια καμπάνα σημαίνει τὸν ὄρθρον τῆς Ἀναγεννήσεως.» Καὶ τὸ βιβλίον του
ἐτελείωνε μὲ ἕν πελώριον, κατάμαυρον ἐρωτηματικόν.
Πολλὰ τὰ ἐπεισόδια, ἄτινα
χαρακτηρίζουν τὴν ὑπεροχον ἀξίαν του.
Ὅταν εἰς τὴν «Ἀκρόπολιν» ἐδημοσίευσε
σειρὰν ἄρθρων ἐπαναστατικῶν κατὰ τοῦ σαπροῦ καθεστῶτος, ἐνεποίησαν ταῦτα
βαθυτάτην αἴσθησιν. Ὁ Γαβριηλίδης τὸν ἐνεκολπώθη μὲ τὸν συνήθη ἐνθουσιασμόν του
διὰ κάθε ἀναφαινομένην πραγματικὴν ἀξίαν. Ὠνόμασε τότε τὸν Γιαννόπουλον Ράσκιν
τῆς Ἑλλάδος. Ὅταν δὲ ἡ «Πινακοθήκη» πρὸ ἐτῶν προεκήρυξε δημοψήφισμα περὶ τοῦ
ἐπιφανεστέρου Ἕλληνος λογίου, ὁ κ. Δ Γρ. Καμπούρογλους ἐψήφισεν ὡς τοιοῦτον τὸν
Γιαννόπουλον. Ἐκρίθη τότε ὡς παράδοξος καὶ ὑπερβολικὴ ἡ γνώμη αὕτη, προερχομένη
μάλιστα ἀπὸ τὸν συντηρητικώτερον καὶ ἐπιφυλακτικώτερον τῶν λογίων μας, ἀλλ᾿ ὄχι
καὶ ἄδικος.
Ἐνθυμοῦμαι μίαν χαρακτηριστικὴν
εἰκόνα τοῦ ἰδιορρύθμου συγγραφέως κατά τινα ἐπίσκεψίν του εἰς τὰ γραφεῖα τοῦ
περιοδικοῦ τούτου. Εἰσῆλθεν μὲ τεφρόχρουν ἀνοιξιάτικην ἐνδυμασίαν, μὲ χειρόκτια
λευκά, μὲ ρόδα προκλητικώτατα εἰς τὴν κομβιοδόχην. Ὁ Γιαννόπουλος ἦτο πάντοτε ὁ
τύπος τοῦ τζέντλεμαν, τοῦ ἀμέμπτως ἠμφιεσμένου, τοῦ ρεμβώδους καὶ ποιητικοῦ τὴν
κόμμωσιν, τοὺς τρόπους, τὸ βλέμμα. Εἶχε μαζῆ του ἕνα μαῦρον χαρτοφύλακα. Ἐξήγαγε
ταχὺς ἐκεῖθεν δέσμην χειρογράφων, μὲ χαρακτῆρας κτυπητούς, ἐπιμήκεις καὶ
μεγαλοπρεπεῖς -ὡς ἦτο καὶ ἡ ὅλη φυσιογνωμία του- καὶ μοῦ ἀνέγνωσε ἀποσπάσματα
ἑνὸς μεγάλου ἔργου, τὸ ὁποῖον εἶχε ἀρχίσῃ καὶ ὑπελόγιζε ὅτι θὰ ἐπεράτωνε ἐντὸς
διετίας. Ἦτο ἓν οἰκοδόμημα λογικῆς ἀρχιτεκτονικῆς εὐγραμμίας. Ὡμίλει περὶ
ζωγραφικῆς καὶ γλυπτικῆς. Μοῦ εἶχε κάμει μεγάλην ἰδίως ἐντύπωσιν ἡ ἀκάθεκτος
κατὰ τοῦ ζωγράφου κ. Μαθιοπούλου ἐπίθεσίς του. Ἀλλ᾿ ἡ μελέτη ἦτο μακρά,
δυσανάλογος πρὸς τὸν χῶρον τῆς «Πινακοθήκης» καὶ δὲν ἐδημοσιεύθη. Δὲν θα
λησμονήσω ὅμως τὴν ἐντρύφησιν ἣν μοὶ παρέσχεν ἡ παρὰ τοῦ ἰδίου συγγραφέως ἐπὶ
μίαν καὶ πλέον ὥραν ἀνάγνωσις τῶν χειρογράφων του, ἐκ τῶν ὁποίων αἱ φράσεις
ἀνεπήδων ἐπιβλητικαί, κυλιόμενοι ὡς ὀγκόλιθοι μέσα εἰς τοὺς ἀφροὺς τῶν
ἐμπνευσμένων λέξεων.
Ἡ ζωὴ τοῦ Γιαννοπούλου ὑπῆρξεν
ὡραία, καὶ ὅπως κάθε ὡραῖον, σύντομος. Μὴ ἀναστρεφόμενος σχεδὸν μὲ κανένα -καὶ
εἶνε ὅλοι οἱ συνάδελφοί του τόσον πεζοὶ- μὴ προστριβόμενος, μὴ ἀκολουθῶν οὔτε
μιμούμενος ἄλλον, ἀλλὰ μόνος, μὲ τὸν ἐσωτερικὸν κόσμον, μὲ τὸ ἐγώ του, μὲ τὴν
προσφιλῆ του Ἀκρόπολιν, τὴν ὁποίαν κάθε ἡμέραν ἐπεσκέπτετο, διερχόμενος ὑπὸ τὰ
φυλλώματα τῆς δενδροστοιχίας, ὡς ξένος, ὡς ἄλλου κόσμου μετανάστης, ἦτο ἕνας
σπάνιος τύπος. Πάντων εἴλκυε τὴν προσοχήν. Πολλοὶ τὸν ἐξελάμβανον ὡς ἀνισσόροπον,
ἄλλοι ὡς ἐρωτευμένον. Καὶ ὅμως ἦτο ἡ φωτεινοτέρα ἴσως διάνοια καὶ ἡ
πατριωτικωτέρα καρδία.
Κατήγετο ἐξ εὐπόρου Πατραϊκῆς
οἰκογενείας. Ἐπιστημονικὰς σπουδὰς δὲν ἔκαμε. Οὔτε συστηματικῶς ἐδημοσιογράφησε
ποτέ, οὔτε στίχους διέπραξε. Εἶχε ὄνειρα μόνον, ὄνειρα ἀναγεννήσεως. Δυστυχῶς
ἦλθε διὰ τὴν Ἑλλάδα πρόωρα.
Διὰ τὸν Γιαννόπουλον ὁ θάνατος ἦτο
ἀπολύτρωσις, ἀφοῦ ἡ ζωὴ δὲν ἰκανοποίει τὰ ἰδεώδη του. Τὰς τελευταίας του
στιγμὰς λέγεται ὅτι παρηκολούθησε ἕνας αἰγοβοσκὸς -καὶ εἶνε ἀρκετὰ ποιητικὸν
διὰ νὰ τὸ πιστεύσωμεν- ὅστις ἐβεβαίωσεν ὅτι εἶδε «ἕνα τρελλὸν» εἰς τὴν παραλίαν
τοῦ Σκαραμαγκᾶ, ὅπου ὄντως εὖρον τὸ ἐπανοφώριόν του καὶ ἄνθη πολλά, ὅτι κατὰ
μῆκος τῆς παραλίας ἐπρπάτει «ὁ τρελλὸς» ἀσκεπής, φέρων ἀπὶ τῆς κεφαλῆς ἕνα
στέφανον ἀπὸ ἀγριολούλουδα καὶ φωνάζων. Καθόλου παράδοξον ὁ διαρκῶς ἐν ἐκστάσει
ἐμπνεύσεως Γιαννόπουλος νὰ ἀπήγγελε κανὲν ἀνάθεμα κατὰ τῆς κοινωνικῆς σαπίλας.
Ἐγράφη ὅτι ἐθεάθη ὑπὸ τοῦ βοσκοῦ εἰσερχόμενος εἰς τὴν θάλασσαν καὶ μετ᾿ ὀλίγον
δὲν ἐφαίνετο τίποτε ἄλλο ἢ ἡ ἐστεφανωμένη κεφαή του καὶ ἡ δεξιὰ χείρ του
ὑψωμένη καὶ κρατοῦσα περίστροφον, μὲ τὸ ὁποῖον ηὐτοκτόνησε.
Ὁ Γιαννόπουλος οὐδέποτε ἐπεδίωξε τὴν
διαφήμισιν· ἐν ἐπιστολῇ του πρὸς ἕνα τῶν φίλων του ἔδωσε τὴν ἐπιτακτικὴν
ἐντολὴν νὰ μὴ γίνῃ καμμία ἔρευνα πρὸς ἀνεύρεσιν τοῦ πτώματός του -καίτοι ἔλαβε
τὰ κατάλληλα μέτρα ὥστε νὰ μείνῃ ἐν τῷ βυθῷ τῆς θαλάσσης- ἀλλὰ καὶ ἐὰν τὸ
ἀνασύρουν νὰ τὸ στεφανώσουν μὲ ἄνθη καὶ νὰ τὸ ρίψουν πάλιν εἰς τὴν θάλασσαν,
χωρὶς οὐδὲν εἰς οὐδένα νὰ ἀναφέρουν.
Χαρακτηριστικὸν ἀνέκδοτον τῆς
λογικῆς ἐκκεντρικότητός του εἶνε τὸ ἐξῆς ἐπισόδιον, οὗ ἥρως ἐγένετο κατὰ τὴν
κηδείαν τοῦ ἀειμνήστου Ε. Ροΐδου. Ἐβάδιζε παραπλεύρως μου· ἡ κηδεία ἔβαινε εἰς
τὴν ὁδὸν τῆς Ἀναπαύσεως· ὄπισθεν ἤρχετο νεόπλουτός τις γνωστὸς κύριος ἐπὶ τῆς
ἰδιοκτήτου ἁμάξης του μεταβαίνων χάριν περιπάτου εἰς τὸ νεκροταφεῖον· ἐπειδὴ δὲ
ὀλίγοι ἦσαν οἱ ἀκολουθοῦντες τὸν ἐπιφανῆ νεκρόν, ἐθεώρησε καλὸν νὰ διασχίσῃ τὸν
ὅμιλον ἵνα προσπεράσῃ τὴν κηδείαν. Ὁ Γιαννόπουλος δὲν ἠνέχθη τὴν ἀσέβειαν.
Ἀποσπᾶται ἀπὸ τὸ πλάγι μου καὶ σπεύδων τίθεται ἔμπροσθεν τῆς ἁμάξης, ἐμποδίζων
αὐτὴν νὰ προχωρήσῃ διὰ τῆς ὠμοπλάτης, ἣν ἐστήριξεν ἐπὶ τοῦ ρυμοῦ μὲ προφανῆ
κίνδυνο νὰ καταπλακωθῇ ἀπὸ τοὺς ρωμαλέους ἵππους. Ἐπὶ πολὺ ὁ Γιαννόπουλος
ἔβαινε μὲ τοὺς ὤμους προσκεκολημένους ἐπὶ τοῦ ξύλου, ἀναγκάζων οὕτω τὴν ἅμαξαν
νὰ ἀκολουθῇ βραδύτατα. Ἦτο καταπόρφυρος ἐκ θυμοῦ, τὸ πεῖσμα δὲ ὅπως ἐπικρατήσῃ
αὐτός, τοῦ ἔδιδε μεγάλας δυνάμεις. Διεμαρτυρήθῃ ὁ ἐποχούμενος· ὁ Γιαννόπουλος
ἀνένδοτος, σιγῶν, τοῦ εἶχε γυρισμένα διαρκῶς τὴν πλάτην, ὡς εἶδος στόπερ!...
Ὁ Γιαννόπουλος ὑπῆρξε ἐγωιστὴς
θνήσκων· ἀφοῦ κατεξέσχισε ὅσας φωτογραφίας εἶχε δώσει εἰς τοὺς ὁλίγους φίλους
του, διέπραξε καὶ τὸ μεγαλείτερον ἴσως σφάλμα τῆς ζωῆς του. Κατέκαυσε ὁλίγας
ἡμέρας πρὶν αὐτοκτονήσῃ ὅλα τὰ χειρόγραφά του -ἓν ὁλόκληρον κιβώτιον- ἐν οἷς
καὶ τὴν «Ἀρχιτεκτονικὴν» του, ἥτις ἦτο πλήρης. Ὅταν ὁ κ. Καμπούρογλους,
εἰς ὃν εἶχε εἰπῇ ὅτι θὰ τὰ ἔκαιε, τὸν ἀπέτρεψε, ὁ Γιαννόπουλος ἀνέκραξε: «Αὐτὰ
μοῦ τὰ ἐνέπνευσεν ἡ ἀτμοσφαῖρα τῶν Ἀθηνῶν, ἡ Ἀττικὴ ὠμορφιά· αὐτή, δὲν
πεθαίνει· θὰ τὰ ἐμπνεύσῃ καὶ εἰς ἄλλους, ἀκόμη καλλίτερα.»
Κρῖμα διότι μία τόσον φωτεινὴ
ἐργασία ἔγινε παρανάλωμα φλογός, ἥτις ἀφίνει ὄπισθέν της σποδὸν μόνον. Ὁ
Γιαννόπουλος δὲν ἠρκέσθη νὰ στερήσῃ τὴν Ἑλλάδα ἑνὸς ὡραίου σώματος. Τὴν
ἐστέρησε καὶ τοῦ ἐπίσης ὡραίου πνεύματός του.
(Δ.Ι. Καλογερόπουλος (ΔΙΚ.), «Περικλῆς
Γιαννόπουλος», περ. «Πινακοθήκη», Μάιος 1910)
Ὁ ἥρωας
Ὄχι· ὁ Χάρος δὲ σὲ πῆρε.
Σὲ μιὰν ὥρα ἑρωτικὴ
Σ᾿ ἄρπαξε ἐσένα ὁ Ἥλιος...
ΠΑΛΑΜΑΣ
Σὲ μιὰν ὥρα ἑρωτικὴ
Σ᾿ ἄρπαξε ἐσένα ὁ Ἥλιος...
ΠΑΛΑΜΑΣ
Πέθανε στὸν καιρό του
ΝΙΤΣΕ
ΝΙΤΣΕ
Στὸ Κρυονέρι· ἔντεκα τοῦ Ἀπρίλη·
Κεριακὴ πρωΐ· μόλις κατέβηκα ἀπὸ τὸ τραῖνο. Γύριζα ἀπὸ τὸ προσκύνημα τῆς
ἡρωικῆς πόλης· ἡ ψυχή μου πλημμυρισμένη ἀπὸ λογῆς ἐντύπωσες· πανέμορφες ὅλες,
γαληνές· μοῦ τὶς χάριζε τὸ ἀνοιξιάτικο γιορτάσι τῆς φύσης καὶ τῆς ἱστορίας ἡ
δυνατὴ θύμηση. Εἶχα δεῖ τὸ περασμένο βράδι τὴ λιτανεία τῆς Ἔξοδος στὸ Μεσολόγγι
κ᾿ εἶχα ἀπὸ τὰ ξημερώματα ρηχτεῖ μ᾿ ἀχορτασιὰ στὸ γαλάζιο καὶ στὸ πράσινο.
Σταμάτησε τὸ τραῖνο· πήδηξα κάτου·
ζήτησα μιὰ φημερίδα Πατρινιά· Νὰν τὴ διαβάσω, ὄχι. Νὰν τὴ δῶ. Ἴσως ἀπὸ κάποιο
προαίστημα. Τὴν ξεδίπλωσα. ἡ ματιά μου πρωτόπεσε στὴν εἴδηση: Ὁ Περικλῆς
Γιαννόπουλος ἔπεσε στὴ θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ καὶ πνίγηκε.
Πέταξα τὴ φημερίδα καὶ κοίταξα
ὁλόγυρά μου. Τὀνειρεμένο τὸ βουνό, ποὺ τόσες φορὲς τὸ χάρηκα μὲ τὰ μάτια τῆς
ψυχῆς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ἡ Βαράσοβα, ἡλιοπερεχυμέμη καὶ μεγαλόπρεπη στυλονόντανε
μπρὸς στὰ μάτια μου.
Σ᾿ εἶχ᾿ ἀγαπήσει μιὰ φορά, Βαράσοβα,
τῆς Ρούμελης / σᾶς ὀνειρεύουμαι, ὦ κορφές, καὶ τοῦ Μοριὰ ἀκρογιάλια.
Δὲν τὰ νειρευόμουνα· τἄβλεπα. Δὲν τὰ
ποθοῦσα· τὰ χαιρόμουνα. Ὤ, τὰ βουνὰ τῆς Ρούμελης, ὤ, ἡ γαλήνια ἡ θάλασσα, ὤ, τὸ
αὐγινὸ μαγνάδι ποὺ ἀλαφροσκέπαζε τὴν Πάτρα καὶ τἄλλ᾿ ἀκρογιάλια τοῦ Μοριά!
Πνίγηκε ὁ Περικλῆς. Τὰ μάτια μου δὲ
δακρίσανε· δὲν ἔνιωσα κανέναν πόνο στὴν ψυχή. Ὄχι. Τὸ ἐναντίο. Μιὰ γαλήνη
ἁπλώθηκε σ᾿ ἀλάκαιρο τὸ Εἶναι μου -μιὰ γαλήνη φερμένη ἀπὸ τὰ τριγύρω στὴν ψυχή
μου καὶ μιὰ γαλήνη ποὺ τὴν ἀχτιδοβολοῦσε ἡ ψυχή μου σὲ ὅλα τὰ γύρω μου. Ἀντὶ
πόνο, μιὰ ζούλια γλυκιὰ ἔνιωσα μέσα μου. Καὶ εἶπα:
- Καλότυχος ποὺ μπορεῖ νὰ
πεθαίνει ὅτα θέλει κι ὅπως θέλει.
*
Ἄλλοτες, δῶ καὶ τρία χρόνια, ἕνα
πρωϊνὸ Ἀπριλιάτικο πάλι, ἴσως -ποιός ξέρει!- καὶ μὲ τὴν ἴδια ἡμερομηνία, ὅταν
κατέβαινα ἀπὸ τὴ σοφίτα ἑνὸς μεγάλου ξενοδοχείου τῆς Ἀθήνας, ὕστερ᾿ ἀπὸ μιὰ
κουβέντα πολύωρη, πολύχρωμη καὶ λειτουργικὴ μὲ τὸν Περικλῆ -γιατὶ κεῖνο τὸ πρωΐ
ὁ ἀκριβός μου δὲ μιλοῦσε, λειτουργοῦσε μέσα στὸ ναὸ τοῦ Ὡραίου- ὅταν κατέβαινα
λοιπὸν ἀπὸ τὴ σοφίτα τοῦ μεγάλου ξενοδοχείου, θυμάμαι, σιγόλεγα:
- Καλότυχος ποὺ μπορεῖ νὰ ζεῖ
ὅπως ξέρει κι ὅπως θέλει.
Γιατὶ ἔτσι ζοῦσε ὁ Ἀπολλωνιακὸς
φιλόσοφος· Ἄλλονε χαρακτηρισμό, πιὸ ταιριασμένο, τούτη τὴ στιγμὴ δὲ βρίσκω.
Ναί, ἀφοῦ καὶ ἡ μορφή του καὶ ἡ ψυχή του εἴτανε παρεχυμένα φῶς ἡλιακό, ἥλιου
Ἀττικοῦ ἀχτίδες -ναί, ἀφοῦ καὶ ἡ ζωή του καὶ ὁ θάνατός του εἴτανε ζωὴ καὶ
θάνατος Φιλόσοφου.
Ὡστόσο, συλλογιέμαι, ἄλλο ἐπίθετο
τοῦ στέκεται καλύτερα. Ἥρωας. Μιλῶ σὲ ὅσους εὐτυχήσανε νὰν τονὲ γνωρίσουν ἀπὸ
κοντά. Ἀπὸ πολὺ κοντά. Ἕνας καὶ γώ. Μὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους, ἕνα δυὸ
χαραχτηριστικὰ ἀνέκδοτα ἀπὸ τὴν πλούσια σ᾿ ἀνέκδοτα ζωή του, θὰ σώνανε νὰν τονὲ
δείξουν ποιός εἴτανε καὶ νὰ δικιολογήσουν ἕνα τόσο βαρὺ ἐπίθετο. Ἥρωας. Γιατὶ
ἔζησε μέσα σ᾿ ἕνα εὐγενικὸ ἰδανικό, γιατὶ πάλαιψε μ᾿ ὅλες τὶς ἐναντιότητες τῆς
ζωῆς, δίχως νὰ λασπώσει τὴ λευκὴ ψυχή του, δίχως νὰν τὴ λυγίσει καὶ νὰν τὴν
ὑποτάξει σὲ κανενὸς εἴδους ἀνάγκη, δίχως νὰ σταματήσει μπρὸς σὲ κανένα ἐμπόδιο,
δίχως νἀναγνωρίσει σὲ καμιὰ κοινωνικὴ πρόληψη τὸ δικαίωμα νὰν τοῦ ρυθμίσει τὴ
ζωή.
Ἀγάπη καὶ θαμασμὸς μὲ κρατοῦσε πάντα
σιμά του. Ἂς εἴτανε καὶ οἱ δρόμοι μας πολλὲς φορὲς ἀντίθετοι. Ἂς σηκώθηκε
μερικὲς φορὲς καὶ πολέμιος ἀμείλιχτος μὲ τὸ ἔργο του στὸ ἔργο τὸ δικό μας. [Σημ. Φ.Μ.: Ὁ Γιαννόπουλος ἦταν
ἀντίθετος μὲ τὸν ἀκραῖο δημοτικισμὸ τοῦ Ψυχάρη] Δὲ σημαίνει τίποτα. Τέτιους τίμιους πολέμιους μακάρι
νἄχαμε κι ἄλλους. Ἡ ψυχὴ πολλὲς φορὲς ἀναγαλλιάζει νὰ μάχεται μὲ τίμιο
ἀντίπαλο, παρὰ νἀγκαλιάζει καὶ νὰ συναγωνίζεται μὲ κίβδηλο ὁμοϊδεάτη. *
Λεύτερος, δυνατὸς κ᾿ εὐγενικὸς
ἔζησε. Κι ὅταν εἶδε πὼς ἴσως δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ζήσει πιὰ λεύτερος, δυνατὸς κι
εὐγενικός. Κι ὅταν εἶδε τὸ ἰδανικό του νὰ συντρίβεται πάνου στὰ βράχια τῆς γύρω
του ἀδιαφορίας. Κι ὅταν ἀπελπίστηκε πὼς μποροῦσε νὰ φέρει σὲ τέλος τὸ ἔργο του.
Κι ὅταν ἀντίκρυσε τὸ ἀδυσώπητο: Ἅλτ! -δὲν ἔσκυψε τὸ Ἀπολλωνιακὸ κεφάλι,
δὲ λύγισε τὰ στέρεα γόνατα, δὲ σωριάστηκε καταγίς. Ὄχι. Γαλήνιος καὶ ὡραῖος
καθὼς πάντα, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ τράβηξε πρὸς τὸ Θάνατο -μὲ τὴν ἴδια ἀνάλαφρη
κι ἀρχοντικιὰ περπατησιὰ ποὺ ξεκινοῦσε γιὰ τὴν ἀγαπημένη του τὴν Ἀκρόπολη ἢ ποὺ
τραβοῦσε πρὸς τὸ γραφεῖο μου νὰ μοῦ φέρει τὸ ἄσωστο θάρρος ποὺ πάντα, ὄχι μόνο
ἡ παρουσία του, μὰ καὶ ἡ θύμηση ἀκόμα τῆς ἡρωϊκιᾶς ζωῆς του, μοὔφερνε καὶ θὰ
μοῦ φέρνει.
Πάτρα, 12.4.1910.
ΙΞΙΟΝΑΣ
ΙΞΙΟΝΑΣ
(Ἰξίονας [Δ.Π. Ταγκόπουλος], «Ὁ
ἥρωας», ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς», ἀριθ. 388, 18-4-1910)
Φιλολογικὰ πορτραῖτα: Περικλῆς Γιαννόπουλος
Ἕνα πρωινὸ καλοκαιριάτικο, στὰ 1907
ἢ 1908, δὲν καλοθυμάμαι τὴ χρονολογία, ἀνέβηκα στὸ «Αὐτοκρατορικὸ ξενοδοχεῖο»,
ἐκεῖ στὸ Σύνταγμα, νὰ ἰδῶ τὸν Περικλή.
Τονὲ βρῆκα σὲ μιὰ εὐρύχωρη κάμαρα,
στὴ σοφίτα ψηλά. Ξουριζότανε.
- Καλῶς μου τον! μοῦ εἶπε σὰ
μὲ εἶδε καὶ μὲ κάθισε σὲ πολτρόνα, ἀναπαυτικώτατα.
- Ὅσο ἐγὼ ξουρίζομαι, ἐσὺ μελέτα!
Καὶ μοὔδειξε ἀπὸ τὸ μεγάλο
ὀρθάνοιχτο παράθυρο τὸν Παρθενώνα, καὶ τὸν Ὑμηττό, πρὸς τἀριστερά, ποὺ
θαμποφαινότανε, μέσα στὸν καλοκαιριάτικο ἥλιο, ἡ ὀνειρεμένη κορυφή του.
- Μελέτα, μοῦ εἶπε, καὶ
μίλα μου ὅσο θέλεις... γιὰ ὅ,τι θέλεις... Μὴ φοβᾶσαι μὴν κοπῶ... ἡ μηχανή μου
εἶναι φίνα, Ἐγγλέζικη, καὶ τὸ χέρι μου στερεὸ ἀκόμα...
Κ᾿ ἔσερνε ἁπαλὰ τὴ μηχανὴ στὸ
Ἀπολλώνιο πρόσωπό του καὶ ἡ γλώσσα του ροδάνι.
Θεῖα λόγια! πόσα δὲ θυμάμαι ἀπ᾿ αὐτὰ
καὶ πόσα δὲν ἀνάφερα σὲ λογῆς σημειώματά μου ἴσαμε τώρα! Ὁ ἐστὲτ αὐτός, ὁ
μοναδικὸς Ἕλληνας ἐστέτ, ποὺ ὄμορφα ἔζησε κι ὄμορφα πέθανε, μοὔχει κατακυριέψει
τὴν ψυχή μου.
- Ἑκατὸν πενήντα δραχμές, μοῦ
εἶπε σὰν ἀποξουρίστηκε κ᾿ ἔχυνε νερὸ στὸ πρόσωπό του, - ἑκατὸν πενῆντα δραχμὲς
τὸ μήνα μοῦ στέλνει ἕνας μπάρμπας μου, ὁ Χαιρέτης, ἀπὸ τὴν Πάτρα... εἰσόδημα
ἀπὸ κάποιο χτῆμα μου... ἀπομεινάρι ξεχασμένο... Καλὲς κι αὐτές... Μὲ σώνουνε
γιὰ νὰ ζῶ...
- Καὶ πόσο πλερώνεις, τονὲ
ρώτησα, τὸ μήνα γιὰ τούτη δὼ τὴ σοφίτα;...
- Ἑκατὸν εἴκοσι δραχμὲς τὸ μήνα.
- Καὶ ζεῖς μὲ ἄλλες τριάντα;
- Ναί...
- Πῶς τὰ καταφέρνεις, μωρὲ
Περικλή; Σὰν ἀνάποδα τὶς κάνεις πάντα τὶς δουλιές σου... Ἔπρεπε νὰ δίνεις τὶς
τριάντα γιὰ νοίκι καὶ τὶς ἑκατὸν εἴκοσι νὰν τὶς κρατᾶς γιὰ φαή...
- Νοικοκυράκο!... Ἀστέ!...
μοῦ εἶπε χαμογελώντας. Δὲν τὄνιωσες ἀκόμα πὼς ἡ ψυχὴ εἶναι πιὸ λαίμαργη, πιὸ
ἀπαιτητικὴ ἀπὸ τὸ κορμί... Ἡ δική μου ἡ ψυχὴ εἶναι πολυδάπανη... πίστεψέ με...
- Τὸ βλέπω!...
Καὶ τὸ εἶδα αὐτὸ καλύτερα, μιὰν ἄλλη
φορά.
Βρισκότανε στὶς ἀπενταρίες του ὁ
Περικλής. Ἐνῶ εἶχε φίλους πλουσιώτατους, τὸν Κώστα Κατσίμπαλη, τὸ Ζυγομαλᾶ καὶ
ἄλλους, ποὺ τονὲ λατρεύανε, ἐννοοῦσε σώνει καὶ καλά, νὰ περνάει μὲ τὰ
εἰσοδήματά του. Καὶ τὰ εἰσοδήματά του, φαίνεται, ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἴχανε στερέψει.
Θυμήθηκε λοιπὸν πὼς κάποιος ἀξιωματικὸς ἀπόστρατος, χρωστοῦσε στὸ μακαρίτη τὸν
πατέρα του μερικὰ χρήματα. Ὁ ἀπόστρατος ἔμενε σὲ ξενοδοχεῖο. Πῆγε καὶ τονὲ
βρῆκε. Τοῦ ζήτησε τὰ χρήματα.
- Δὲν εὐκολύνομαι, τοῦ εἶπε ὁ
ἀπόστρατος, νὰ σοῦ τὰ δώσω ὅλα μαζεμένα. Ἂ θές, λίγα λίγα...
Ὁ Περικλής, δέχτηκε νὰ πηγαίνει κάθε
μεσημέρι στὸ ξενοδοχεῖο νὰ παίρνει ἕνα δίδραχμο -ὅσο τὸν ἀρκοῦσε γιὰ τὴν τροφή
του.
Πήγαινε λοιπὸν κάθε μεσημέρι στὸ
ξενοδοχεῖο καὶ περίμενε τὸ ἀπόστρατο νἀρθεῖ νὰν τοῦ δώσει τὸ δίδραχμο. Ὁ
ἀπόστρατος εἶχε καὶ μιὰ ὄμορφη κόρη ποὺ τοῦ κρατοῦσε συντροφιά, ὅσο νἀρθεῖ ὁ
πατέρας της. Σιγὰ σιγὰ τὸ κορίτσι τραβήχτηκε ἀπὸ τὸν ἀληθινὰ γόη -ἀπὸ τὶς
ἔξυπνες κουβέντες του, ἀπὸ τὰ εὐγενικὰ φερσίματά του, ἀπὸ τὴν ἀπολλώνια ὀμορφιά
του. Τὸν ἀγάπησε. Σὰν τὄνιωσε αὐτὸ ὁ Περικλὴς καταταράχτηκε. Τὸ θεώρησε ἄσκημη
πράξη νὰν τὰ φτιάσει μὲ τὴν κόρη... τοῦ τροφοδότη του. Ἢ ἔπρεπε λοιπόν, καθὼς
μοὔλεγε, νὰ φανεῖ ἄτιμος, ἢ νὰ πάψει νὰ πηγαίνει στὸ ξενοδοχεῖο καὶ νὰ χάσει τὸ
δίδραχμο, τὴν τροφή του. Καὶ προτίμησε τὸ δεύτερο.
Εἴταν ὄμορφη ψυχὴ σὲ ὄμορφο κορμὶ
μέσα· ποτὲ δὲν εἶχα δεῖ νἀληθεύει τόσο στὴ ζωὴ τὸ ἀρχαῖο Λατινικὸ ρητὸ «mens
sana...»
(Δ.Π. Ταγκόπουλος, ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς»,
ἀρ. 770, Ἰαν. 1923)
Ποιητὴς ἔως τὸ μεδούλι
Ἕνα χρονογράφημα τοῦ Παύλου Nιρβάνα γιὰ τὸν Περικλῆ
Γιαννόπουλο
Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος, ὁ
ρομαντικὸς ποιητὴς ποὺ αὐτοκτόνησε σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν ἕνα ἀνοιξιάτικο πρωί, δὲν
ἦταν ἕνας ἐστὲτ γιὰ τὸν τρόπο ποὺ διάλεξε νὰ πεθάνῃ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν τρόπο ποὺ
ἔζησε στὸ σύντομο πέρασμά του ἀπ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο. Eἶναι πολὺ ἐπίκαιρο τὸ
χρονογράφημα τοῦ Παύλου Nιρβάνα, ποὺ εἶχε γράψει παραμονὴ Πρωτοχρονιᾶς, στὶς 31
Δεκεμβρίου 1936.
Ἂν κρεμοῦσαν ὅλους τοὺς χαρτοπαῖχτες
τῆς Πρωτοχρονιᾶς, λέει ὁ Παῦλος Nιρβάνας, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος θὰ πήγαινε
χαμένος. Kαὶ περιγράφει μιὰ παραμονὴ βράδυ τοῦ Ἁη Bασίλη, ποὺ εἶχαν μαζευτεῖ
μερικοὶ φίλοι στὸ σπίτι τοῦ μουσικοῦ κριτικοῦ Γιωργάκη Ἀξιώτη.
Ὅσοι εἶχαν φτάσει νωρίτερα, εἶπαν νὰ
παίξουν ἕνα σεμὲν-ντὲ-φὲρ γιὰ νὰ περάσῃ ἡ ὥρα. Στρώθηκαν στὸ τραπέζι.
- Περικλῆ, δὲν παίζεις;
- Nὰ παίξω..., εἶπε.
Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος δὲν εἶχε
ποτέ του καμμία σχέση μὲ τὰ χρήματα. Zοῦσε σὰν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. Kαὶ
πολλὲς φορὲς ἔμενε νηστικὸς σὰν ἐκεῖνα. Nηστικός, ὅμως, μὲ ἀξιοπρέπεια
ἑκατομμυριούχου. Γι᾿ αὐτὸν ἦταν ἀρκετὸς πλοῦτος ἕνα λουλούδι στὴ μπουτουνιέρα
του. Σὰν τέλειος τζέντλεμαν, δὲν ἐννοοῦσε νὰ εἶναι δυσάρεστος στοὺς φίλους του.
Tὰ χαρτιά δὲν τὸν τραβοῦσαν καθόλου, μὰ δὲν εἶχε κανένα πρόβλημα νὰ παίξῃ, γιὰ
νὰ εὐχαριστήσῃ τὴ συντροφιά του.
- Ἂν δὲν ἔχεις ψιλά σοῦ δανείζω,
τοῦ εἶπε ὁ Nιρβάνας, καὶ τοῦ πέρασε μὲ τρόπο ἕνα χαρτονόμισμα.
Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος εἶχε μιὰ
τύχη καταπληκτικὴ ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Kάθε φορά ποὺ σάρωνε τὸ τραπέζι «πᾶνε κι
αὐτά;» τοῦ λέγανε. Kάποια στιγμὴ ξεχώρισε ἐκεῖνα ποὺ εἶχε δανειστεῖ καὶ
συνέχισε νὰ παίζῃ πιὸ τρελά. Ἦρθε ἡ σειρά του νὰ κάνῃ μπάνκο. Kέρδισε. Bάλανε
κι ἄλλα. Ξανακέρδισε. Συνέχισαν γιὰ τρίτη φορά. Kέρδισε πάλι.
- Tώρα μπορεῖς ν᾿ ἀποσυρθῇς,
τοῦ λέει ὁ Nιρβάνας.
- Δὲ βαριέσαι..., ἀπαντάει.
Ἐξακολουθοῦσε νὰ κερδίζῃ. Eἶχε κάνει
ἕξι ἑφτὰ πάσες ἀράδα. Kαὶ πάλι τὰ ίδια. Eἷχε φτάσει στὴ δέκατη πάσα καὶ ὅλα του
τὰ κέρδη ἔμεναν ἀπάνω στὸ τραπέζι. Θὰ πέσῃς, τοῦ ἔλεγαν. Δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς
πάσες ἐπ᾿ ἄπειρον. Aὐτὸ ποὺ κάνεις εἶναι παραφροσύνη.
Ἀλλὰ τοῦ ἄρεσε ἡ παραφροσύνη, τὸν
διασκέδαζε. Kάποια στιγμή, τοῦ τὰ σκέπασαν ὅλα. Mπάκα! Tά ᾿χασε. Oὔτε κρύο,
οὔτε ζέστη. Γελοῦσε.
Mετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ μείνῃ
δύο μέρες νηστικός, ὅπως εἶχε μείνει πολλὲς φορές, ὅπως μένουν τὰ πετεινὰ τοῦ
οὐρανοῦ σὲ μιὰ ἄγρια χιονιά.
Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ τραπέζι, ἀπένταρος
ὅπως κάθισε, μὰ γελαστός. Ξαπλώθηκε στὴν πολυθρόνα ποὺ εἶχε ἀφήσει πρὶν καὶ
φάνηκε νὰ ταξιδεύῃ στὰ σύννεφα. Στὰ λευκά, φωτεινὰ σύννεφα τοῦ ἀττικοῦ αἰθέρος,
ποὺ ἦταν ἡ θαλαμηγός του.
Tὸ χρονογράφημα αὐτὸ (ποὺ σᾶς δώσαμε
μιὰ περίληψη), τράβηξε τὸ περιοδικό «Διαβάζω ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ Γιώργου
Zεβελάκη, δημοσιευμένο στὴν εφημερίδα NEOΣ KOΣMOΣ, στὶς 31 Δεκεμβρίου τοῦ 1936.
Ξ.M.
(naftemporiki.gr, Σάββατο, 19
Δεκεμβρίου 1998.)
Ἕνας οὐτοπιστὴς ἑλληνολάτρης
Ένα καλοκαιρινό απόγεμα — ο ήλιος
ήτανε ακόμη στα μεσούρανα — ο Περικλής Γιαννόπουλος ήρθε στο σπίτι μου, χωρίς
να τον περιμένω. Δεν ήτανε από τους ανθρώπους, που περιμένει κανείς. Έφτανε
πάντα απροειδοποίητος, σαν το γλυκόπνοο αεράκι και σαν την ανοιξιάτικη
βροχούλα. Καθόμουνα τότε σ' ένα σπίτι της Φρεατίδας, απάνω απ' το γλαυκότερο
κύμα του Αιγαίου, και δεν ξέρω, αν ήμουνα εγώ, που είχε τραβήξει τον ξανθόν
ιππότη ή το φως της χαρούμενης ακρογιαλιάς.
— Πού θα καθίσομε; μου είπε
κοιτάζοντας ολόγυρά του.
Τον έβαλα στο γραφείο μου.
— Εδώ; με ρώτησε με κάποια
στενοχώρια.
Τον είδα να κοιτάζει με μίσος τα
κλειστά παράθυρα, τα σκούρα έπιπλα, τις σκοτεινές γωνιές του δωματίου.
— Πώς ζεις εδώ μέσα; μου
είπε.
— Πού θέλεις να πάμε; τον
ερώτησα.
— Έξω, στο φως, στην Ελλάδα. Εδώ
δεν είναι Ελλάς.
— Μ' αυτή την αντηλιά;
— Έχεις, λοιπόν, κι εσύ τη
πρόληψη της αντηλιάς; μου είπε θυμωμένος. Πρέπει να τη νικήσεις.
Με τράβηξε από το χέρι και με
κατέβασε κάτω στο περιβόλι, μέσα σε μια εκτυφλωτική αντηλιά. Καθίσαμε σ' ένα
μπάγκο. Εκείνος έλεγε, έλεγε, έλεγε... Τι έλεγε δεν ξέρω. Ο Γιαννόπουλος
μπορούσε να μιλεί ώρες ολόκληρες, χωρίς να ξέρεις στο τέλος τι σου είπε. Είχα
όμως την αίσθηση πάντοτε μιας γοητείας, που δεν μπορούσες να καταλάβεις, αν
ήτανε από τα λόγια, που άκουσες, απ' τη μελωδία της φωνής του ή από κάποια άλλη
μυστική ενέργεια, που ακτινοβολούσε ο εσωτερικός παλμός του λόγου του. Και τον
άκουγες πάντα ευχάριστα, όπως ακούς το φλοίσβο του κύματος και το κελάρυσμα της
πηγής, που σου λένε πολλά χωρίς να σου λένε τίποτε. Όταν σηκώθηκε να φύγει —
έφευγε πάντα όπως ερχότανε, σαν ένα ωραίο φυσικό φαινόμενο — ήμουνα ζαλισμένος
από την αντηλιά, τα μηλίγγια μου χτυπούσανε και τα μάτια μου ήτανε θαμπωμένα.
Ανέβηκα στο σπίτι μου κι έπεσα μισοπεθαμένος σε μια πολυθρόνα.
— Τί έπαθες; Είσαι άρρωστος;
μου είπε ο Λάμπρος Πορφύρας, που ήρθε σε λίγο να με πάρει, για να κάνουμε το
συνηθισμένο μας περίπατο στη Φρεατίδα.
— Είμαι το πρώτο θύμα της
ελληνοποιήσεως, του αποκρίθηκα.
Και, όταν του εξήγησα ποιος ήτανε,
λίγο πριν, στο σπίτι μου, δεν άργησε να καταλάβει.
Μέσα στο επεισόδιο αυτό είναι
ολόκληρος ο Περικλής Γιαννόπουλος. Ένας ουτοπιστής, που ονειρευότανε ν'
αναστήσει γύρω του το ελληνικό θαύμα και που ζούσε ο ίδιος με την φαντασία του
μέσα σ' αυτό. Το ελληνικό φως, σα μια αντίληψη φυσική και μεταφυσική μαζί,
ήτανε η θρησκεία του. Περπατούσε ώρες μέσα στο φλογερώτερο ήλιο, ρουφώντας το
φως με όλους του τους πόρους. Και γι' αυτόν όλη η φύση, από τον άνθρωπο ως το
χορτάρι και ως την πέτρα, μονάχα μέσα στο φως ζούσε την πιο εντατική της ζωή.
Κάποτε του είχα συστήσει δυο νέους Ρώσσους «εντελεκτουέλ», τους αδελφούς
Πολλιακώφ, που μου είχαν έρθει συστημένοι από το νέο μου φίλο Μιχάλη
Λυκιαρδόπουλο, που συνεργαζότανε τότε στα ρωσικά φιλολογικά περιοδικά —
αργότερα συνεργάστηκε και στο «Νουμά» — και που μου είχε μεταφράσει κάποια
κομμάτια μου, στο περιοδικό «Ζυγαριά». Μην έχοντας τον καιρό να τους ξεναγήσω,
παρακάλεσα το Γιαννόπουλο να αναλάβει την φροντίδα αυτή. Δεν μπορούσα να τους δώσω
καλύτερον οδηγό για την επίσκεψη των ελληνικών τοπίων και μνημείων. Έπειτα
ήτανε τόσο πολιτισμένος και μιλούσε τόσο τέλεια τα γαλλικά, για να τους
εξηγήσει το καθετί. Ο ευγενικός φίλος δέχθηκε ευχαρίστως, του παρουσίασα τους
ξένους μου στο δωμάτιό του, ένα καμαράκι υπερώου, στο απάνω πάτωμα κάποιου
ξενοδοχείου της πλατείας του Συντάγματος, που, με το τίποτα και με την
λεπτότατη καλαισθησία του, το είχε μεταβάλει σε μια καλλιτεχνική γωνίτσα, και
συμφωνήσανε την άλλη μέρα να πάνε στην Ακρόπολη. Ήτανε Ιούλιος μήνας και τους
πήγε στον Ιερό Βράχο καταμεσήμερο, λέγοντάς τους, ότι μονάχα αυτήν την ώρα,
ζούνε τα μάρμαρα, και μονάχα αυτήν την ώραν θα μπορούσανε να αισθανθούν στην
σάρκα τους τον παλμόν της μυστικής των ζωής, κάτω από τα φιλιά του Απόλλωνα.
Και οι δυο νέοι Ρώσοι, που ήσαν αρκετά μυστικόπαθοι, όπως οι περισσότεροι
άνθρωποι της φυλής τους, όταν κατέβηκαν, ξεθεωμένοι από τη ζέστη και την
αντηλιά, βεβαίωναν, ότι, πράγματι, κάποιος θείος «ιχώρ» κυκλοφορούσε, την ώρα
εκείνη, στην σάρκα των αρχαίων μαρμάρων. Με τέτοια φυσιολατρεία, ο μεγαλύτερος
έπαινος που μπορούσε να μου κάνει, ο αλησμόνητος φίλος, ήτανε να μου στείλει
κάποτε, ύστερα από το διάβασμα κάποιας σελίδας μου — δε θυμάμαι πια τι ήταν και
πού είχε δημοσιευθεί, — ένα γραμματάκι, όπου με το μεγάλο, ιδιόρρυθμο, γραφικό
του χαρακτήρα, είχε χαράξει τις λίγες αυτές γραμμές:
«Πόσον ωραία βαδίζεις προς το
Ελληνικόν φως».
Το περίεργο είναι, ότι ο
ελληνολάτρης αυτός, που ονειρευότανε μια ελληνική αναγέννηση στα γράμματα, στην
τέχνη, στη ζωή, με την απόλυτη κυριαρχία της ελληνικής γραμμής — η λέξη
«γραμμή» έπαιζε μεγάλο και σχεδόν μεταφυσικό ρόλο σε όλα του τα γραψίματα — δεν
είχε τίποτε ελληνικό στο ύφος ο ίδιος.
Του έλειπε το μέτρο, η λιτότης, η
απλότης, η ευρυθμία. Το γράψιμο του ήτανε εμφαντικό, φορτωμένο, ακατάστατο,
αφηνιασμένο, «βάρβαρο», με μια λέξη, στην αρχαία σημασία του όρου.
— Θέλεις να μας ελληνοποιήσεις,
καημένε Περικλή, και είσαι ο τελευταίος των βαρβάρων... του είπα
χωρατεύοντας κάποτε.
Και το επίστευα.
[Σημ. Φ.Μ.: Καίτοι φίλος καὶ ὄχι
λίγο θαυμάζων τὸν Γιαννόπουλο, ὁ Νιρβάνας, ἐδῶ διαπράττει ὕβριν. Συγχέει τὸ
μέτρον μὲ τὴν μετριότητα· τὸ ἑλληνικὸν κάλλος μὲ τὴν χλιαρὴ κομψευόμενη
κενολογία τῶν Σιδωνίων νέων τοῦ ποιήματος τοῦ Καβάφη. Ἀλλὰ ὁ Γιαννόπουλος, καίτοι
πανέμορφος Ἄδωνις, ἀριστοκρατικὸς καὶ «ἐστέτ», δὲν εἶναι «Σιδώνιος νέος»· εἶναι
Αἰσχύλος τοῦ λόγου καὶ τοῦ ξίφους· Ὀρφεὺς καὶ Βάκχος μανικός· Τυρταῖος καὶ
Δημοσθένης· πολεμιστὴς καὶ προφήτης· παιὰν πολεμιστήριος ὁ λόγος του, καὶ ὅραμα
προφητικὸ τῆς ἑλληνικῆς ἀναγεννήσεως, μαστίγωμα ἄγριο τῆς παρακμῆς, «Σίβυλλα
δὲ μαινομένῳ στόματι καθ᾿ Ἡράκλειτον ἀγέλαστα καὶ ἀκαλλώπιστα καὶ ἀμύριστα
φθεγγομένη...» Καὶ ὅμως. Ὅταν ὁμιλεῖ γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Φύσι, τότε ἀγάλλεται
καὶ φθάνει σὲ ὕψη ἐξόχου λυρισμοῦ... «Τὴν Δόξαν τοῦ Παγκάλου Τρελλοθεοῦ τῆς
Ἑλλάδος»... Βλ. σχετικῶς καὶ Μ.
Μελετόπουλο (σελ. 149),
Δ. Κιτσίκη (κεφ. «Τὸ ἀηδόνι τῆς ἑλληνικῆς
γῆς»). Τὴν ἴδια σχέσι ἀγάπης-μίσους -ἐκεῖ περισσότερο πρὸς τὸ μῖσος-
διακρίνουμε καὶ στοὺς ἐπίσης ἐπηρεασθέντες ἀπὸ τὸν Γιαννόπουλο, ἀλλὰ
ἀρνούμενους νὰ τὸ παραδεχθοῦν, Γεώργιο Θεοτοκὰ καὶ Ἄγγελο Τερζάκη. (Ὅπως ἔγραψε
ὁ Ἴων
Δραγούμης: «Ἡ
φρονιμάδα εἶναι τύφλα. Τρελλοὶ εἴταν οἱ προφῆτες καὶ γνωστικὰ τὰ ξεπεσμένα
πλήθη.» καὶ «Ὦ κρίσεις μικρότατες τῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι τώρα θέλουν νὰ
δείξουν πὼς κάτι ξέρουν. Ὅλοι θέλουν νὰ φανοῦν ἀνώτεροι ἐκείνου ποὺ ἀπόθανε
ἐπειδὴ δὲν ἦταν οἱ ἄνθρωποι ἄξιοί του.» Καὶ ὁ Δ. Καπετανάκης («Νεοελληνικὰ
Γράμματα», 21-5-1938): «Τὸν εἶπαν τρελλό, ἐπειδὴ τὸ πάθος του ξεπερνᾷ τὰ
μέτρα τους.») Τὰ αὐτὰ καὶ ὅσον ἀφορᾷ στὴν κρίσι τοῦ Νιρβάνα γιὰ τὴν
αὐτοκτονία τοῦ Γιαννόπουλου.]
Έγραφε ακατάσχετα, χωρίς διακοπή.
Και, όπως με βεβαίωσε ο φίλος Επισκοπόπουλος, ο σημερινός Nicolas Segur, που
ήταν περισσότερο κοντά του, είχε στοίβες ολόκληρες από χειρόγραφα στο δωμάτιό
του. Πολύ λίγα απ' αυτά δημοσιεύθηκαν και τα άλλα είναι ζήτημα αν σώζωνται
πουθενά, ή αν τα πρόσφερε ο ίδιος θυσία στον Ήφαιστο, πριν προσφέρει τον εαυτό
του θυσία στον Ποσειδώνα.
Αλλά στα λίγα έργα, που άφησε ο
Γιαννόπουλος — άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες και τα περίφημα δύο μανιφέστα
του «Προς το Πανελλήνιον Κοινόν» — κοντά στα ουτοπιστικά πλάσματα της
φαντασίας του, πόση εκφραστική δύναμη, κάποτε και τι μοναδικοί χαρακτηρισμοί
προσώπων και πραγμάτων. Ο χαρακτηρισμός, έξαφνα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου,
ως ενός ανθρώπου, που με το ένα χέρι κρατεί αρχαία δακρυδόχη, για να δεχτεί τα
δάκρυα μιας Αυτοκρατόρισσας, και με το άλλο ανακατεύει έναν τενεκέ με
σκουπίδια, έμεινε ιστορικός. Και ο άκακος χαρακτηρισμός του μακαρίτη
Πεσματζόγλου, που πλούτιζε τότε την Αθήνα και τα προάστια από μέγαρα και
επαύλεις διαφόρων ρυθμών, με το πρωτότυπο επίθετο «τρελοσπιτάς», έμεινε σαν ένα
μονολεχτικό επίγραμμα.
Ο θαυμασμός του — ένας απεριόριστος
λυρικός θαυμασμός σε καθετί που νόμιζε ελληνικό, — δεν περιοριζότανε στην φύση
και στην αρχαιότητα. Ο «ελληνικός άνθρωπος» ήτανε, γι' αυτόν, το τελειότερο
δείγμα του ανθρώπου, που έπλασε η Φύση. Και εξακολουθούσε να είναι.
Όλων των άλλων φυλών οι άνθρωποι
ήσαν, απλούστατα, «ανθρωποειδείς».
Ο τελευταίος χαμάλης της προκυμαίας
του Πειραιώς — μου είπε κάποτε, χωρίς καμιά διάθεση να αστειευθεί — είναι
πλάσμα ανώτερο από τον πιο πολιτισμένο Ευρωπαίο.
Δεν έμεινε, λοιπόν, παρά να λάβει ο
σύγχρονος παραστρατημένος ρωμιός συνείδηση της υπεροχής του και να οδηγηθεί
προς το «ελληνικό φως», για να ξαναφανερωθεί πάλι το ελληνικό θαύμα και να
ξανανθίσει ο αρχαίος πολιτισμός. Και σ' αυτή την ωραία φανταστική προσπάθεια
είχε αφιερώσει, με ανάλογα φανταστικά μέσα, όλη του την ωραία ζωή. Φυσικά, με
μια τέτοια ψυχοσύνθεση, ο θεωρητικός κλασικισμός του δεν ήτανε, στην ουσία του
και στην έκφρασή του, παρά ένας άκρατος ρομαντισμός.
Ο καημένος ο Περικλής! Κάτω από την
ευγενικότατη παράσταση του ωραίου αυτού νέου, με τα τεφρόξανθα μαλλιά, τα
πνευματικότατα γαλανά μάτια, το άψογο ανοιχτόχρωμο ντύσιμο — γιατί και παλιά
ακόμα τα ρούχα του, φάνταζαν σαν της πρώτης φρεσκάδας — με το λευκό πάντα
μαλακό λαιμοδέτη και το κλαδί της ελιάς ή το άνθος της μυγδαλιάς — συχνά και η
«αττική άκανθα» έπαιρνε τις τιμές της μπουτονιέρας του — κάτω, λοιπόν, από την
πλούσια αυτή παράσταση, κρυβότανε ένας φτωχός, που έκρυβε περήφανα τη φτώχεια
του και που είχε μείνει πολλές ημέρες νηστικός, επειδή δεν είχε να φάει.
Δεν μπορούσε να συμβεί διαφορετικά.
Ο Γιαννόπουλος ήτανε ανίκανος για κάθε πεζή βιοποριστική εργασία, ξένη με τα
ιδανικά του. Είχε πλούσιους συγγενείς και πλούσιους φίλους, που θα μπορούσαν
και θα ήσαν ευτυχισμένοι να τον βοηθήσουν. Δε δέχτηκε ποτέ τίποτε από κανένα.
Και, όταν μια φορά η αδελφή του, που είχε μάθει την κατάστασή του, του έστειλε
κάποιο γενναίο ποσό από τη Σύρα, όπου έμενε, το γύρισε αμέσως με το άλλο
ταχυδρομείο. Ο γαμπρός του τότε, που αντιπροσώπευε μία μεγάλη ξένη ατμοπλοϊκή
εταιρεία μεταναστεύσεων, για να του δώσει μια πρόφαση εργασίας, ώστε να
κερδίζει τη ζωή του, χωρίς να απασχολείται και υπερβολικά, τον διόρισε στο
πρακτορείο του Πειραιώς, όπου άλλος διευθυντής θα είχε να κάνει όλη την
πραγματική εργασία. Δέχτηκε στην αρχή με ευχαρίστηση. Και με προσκάλεσε μάλιστα
— ήμουν τότε γιατρός στο Π. Ναυτικό — ν' αναλάβω την ιατρική επιθεώρηση των
μεταναστών του γραφείου του. Δέχτηκα κι εγώ ν' αφιερώνω λίγες ώρες, που μου
περίσσευαν από την υπηρεσία μου, στην εργασία αυτή, περισσότερο από την έλξη
της συντροφιάς του Γιαννόπουλου, παρά από την έλξη ενός ασήμαντου κέρδους. Και
έτσι κάθε απόγεμα ανταμώναμε με τον Περικλή γύρω από ένα τραπεζάκι καφενείου,
στην πλατεία Θεμιστοκλέους, μπροστά στο μεταναστευτικό γραφείο.
Δεν πρέπει να υποθέσει κανείς, ότι ο
Γιαννόπουλος είχε πάρει τη νέα του θέση στ' αστεία. Μόνο αργόμισθος δε θα
δεχότανε να γίνει ποτέ. Είχε αφιερωθεί, απεναντίας, ολόψυχα στην δουλειά του
και μελετούσε το μεταναστευτικό ζήτημα, με τον τρόπο το δικό του. Στους Έλληνές
του, που μπαρκάρανε για την Αμερική, έβλεπε τους αποστόλους, που πήγαιναν να
εκπολιτίσουν τους «ανθρωποειδείς» του Νέου Κόσμου. Και ήταν περήφανος, που
συνεργαζότανε στην ελληνική αυτή κατάκτηση του κόσμου. Για ώρες ολόκληρες τον
άκουγα να μου μιλεί, αποκλειστικά τώρα, στο λαϊκό καφενείο της προκυμαίας, για
τα μεταναστευτικά ζητήματα, που είχε γίνει τέλειος κάτοχός τους, με την οξύτητα
της παρατηρήσεώς του. Άξαφνα όμως δεν ξεύρω τι τον έκαμε ν' αλλάξει ιδέα. Και,
πράκτορας αυτός μεταναστευτικού γραφείου — και είναι γνωστό τι μέσα
μηχανεύονται τα μεταναστευτικά γραφεία, για να προσηλυτίσουν μετανάστες — αυτός
άρχισε να κατηχεί τους πελάτες του γραφείου να μην μεταναστεύουν. Επειδή όμως η
συνείδησή του δεν του επέτρεπε να εργάζεται σ' ένα γραφείο, υπονομεύοντας ο
ίδιος τα συμφέροντά του, παραιτήθηκε. Και ξανάπεσε πάλι στην περήφανη φτώχεια
του και στη μυστική του δυστυχία.
Μόνο ένας περιφρονητής του χρήματος
σαν κι αυτόν μπορούσε να κάνει τέτοια πράματα. Και για την περιφρόνηση του προς
το χρήμα θα έφτανε ν' αναφέρω μια χαρακτηριστική σκηνή, που μου έμεινε βαθιά
εντυπωμένη.
Μια παραμονή πρωτοχρονιάς, παίζαμε
χαρτιά στο σπίτι του μακαρίτη μουσικού Αξιώτη. Ήτανε κι ο Γιαννόπουλος, που
ακολουθούσε το παιγνίδι — μπακαρά σεμέν ντε φερ — χωρίς να παίζει. Με τα πολλά,
τον καταφέραμε να κάνει ένα γύρο για το καλό του χρόνου. Έβγαλε δυο τάλιρα — τα
μόνα, που είχε, όπως έμαθα αργότερα από τον ίδιο, απάνω του — και όταν ήρθε η
σειρά του, έκανε μπάγκο. Κέρδισε τρεις φορές. Του είπα τότε, καθώς καθόμουνα
κοντά του, ότι είχε το δικαίωμα ν' αποσύρει και να ξαναβγεί με ένα μικρό ποσό.
— Τ' αφήνω όλα... είπε, χωρίς
να με προσέξει.
Ξανακέρδισε.
— Τ' αφήνω όλα.
— Τι κάνεις εκεί; του
ψιθύρισα. Θα πέσεις και θα τα χάσεις όλα σου τα κέρδη μαζί με το κεφάλαιό
σου. Αυτό είναι τρέλα... Τράβηξε τα λεφτά σου.
— Τ' αφήνω όλα... ήτανε και
πάλι η απάντησή του.
Όλοι του ποντάριζαν, περιμένοντας να
πέσει από στιγμή σε στιγμή. Η τύχη όμως τον ευνοούσε απίστευτα. Έκανε δεκατρείς
πάσες στην αράδα. Μπροστά του είχε συσσωρευθεί ένας λόφος από χαρτονομίσματα.
— Είσαι τρελός... του
ψιθύρισα πάλι. Δεν μπορείς να κερδίζεις αιωνίως. Τράβηξε τα λεφτά σου. Θα
πέσεις...
— Το ξέρω μου είπε ψυχρά.
Και γυρίζοντας προς τους
πονταδόρους, που τον ρωτούσαν πόσα αφήνει.
— Τ' αφήνω όλα... ξαναείπε.
Έπεσε.
— Τα βλέπεις, τώρα; του είπα.
Γαλήνιος, ατάραχος, γελαστός, σα να
μην του είχε συμβεί τίποτε, μου αποκρίθηκε.
— Μήπως δεν το ήξερα πως θα πέσω;
Και αποσύρθηκε σ' ένα καναπεδάκι,
χωρίς πεντάρα στην τσέπη, με το καλύτερο κέφι του κόσμου, για να εξακολουθήσει
αμέριμνα το διάβασμα κάποιου περιοδικού, που είχε βρει απάνω σ' ένα τραπέζι.
Εννοείται, ότι τίποτε δεν άλλαξε
στον κόσμο και στην Ελλάδα, με το κήρυγμα και το παράδειγμα του Περικλή
Γιαννόπουλου. Το «Πανελλήνιον Κοινόν» έμεινε ολότελα αδιάφορο προς τα
φλογερά μανιφέστα του και η προφητική του φωνή έσβησε, χωρίς καμιά απήχηση,
«φωνή βοώντος εν τη ερήμω».
Για πολύν καιρόν, από τότε, ο
Γιαννόπουλος δεν ακούστηκε πια. Είχε απελπισθεί τάχα κι ο ίδιος από το ιδανικό
του ή είχε συγκεντρωθεί περισσότερο σ' αυτό και, τραβηγμένος από την ζωή, είχε
κλεισθεί μέσα στα τείχη της ουτοπίας του και ζούσε με τις σκιές και τα
φαντάσματα ενός κόσμου, που τον είχε πλάσει ο ίδιος; Δεν εμάθαμε παρά την
ηρωική του έξοδο.
Ένα πρωί, πλημμυρισμένο από φως — το
ελληνικό φως, που τον είχε μεθύσει σε όλη του τη ζωή, σα δυνατό, παλαιό κρασί —
καβαλίκεψε ένα άσπρο άλογο, τράβηξε προς το Πέραμα, με γρήγορο καλπασμό, και,
όταν αντίκρισε μπροστά του τα βουνά της Σαλαμίνας, κατέβηκε στο γιαλό,
προχώρησε — φανταστικός καβαλάρης — στα γαλανά, διάφανα νερά, κράτησε τα ηνία
του αλόγου του σ' ένα σημείο, πυροβόλησε την καρδιά του, με το όπλο που
κρατούσε απάνω του, κι έπεσε, νεκρός, από τη σέλα του, μέσα στα ιερά κύματα,
που τον δέχτηκαν, αδιάφορα κι αυτά σαν τους ανθρώπους, για να τον ξεβράσουν στο
ακρογιάλι της Ελευσίνος, που του έγινε τάφος, με λίγα λουλούδια του αγρού, που
είχαν σκορπίσει απάνω στο ωραίο σώμα του νεκρού Αδώνιδος, ευλαβητικές,
χωριάτισσες παρθένες.
Ο Περικλής Γιαννόπουλος δε στάθηκε
τυχερότερος στο έργο του θανάτου του από το έργο της ζωής του. Θέλησε να
δημιουργήσει έναν ελληνικό θάνατο και πραγματοποίησε ένα θάνατο, που θα
ταίριαζε περισσότερο στον Δον Κιχώτη, παρά σ' έναν Έλληνα «εστέτ». Η Μοίρα του
Μαγχησίου Ιππότη στάθηκε έτσι η Μοίρα της ζωής και του θανάτου του, μια Μοίρα
βαρβαρικιά τραγική.
(Παῦλος Νιρβάνας, «Ἕνας
οὐτοπιστὴς ἑλληνολάτρης», στὰ «Φιλολογικὰ ἀπομνημονεύματα»)
Αὐτοβιογραφικὸ σημείωμα
[1904] Εἶχα ἤδη κάμει τὴ γνωριμιὰ
τοῦ Καμπούρογλου καὶ τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου. Ὁ πρῶτος ἦταν ὁ Ἀθηναῖος
πρεσβύτης ποὺ λὲς κι ἐξεπήδησε ἀπὸ ἀρχαῖο ἀνάγλυφο. Μπροστά του εἶχες τὴν
αἴσθηση πὼς ἐκεῖνος εἶναι ὁ γηγενὴς αὐτῆς τῆς χώρας καὶ πάροικοι οἱ ἄλλοι. Ὁ
Γιαννόπουλος... Περίμεναν απ᾿ αὐτὸν νά ᾿ναι αὐτὸ ποὺ στὴν ἐποχή του δὲ θὰ
μποροῦσε ποτὲ νὰ γίνει. Ἂς μᾶς ἀρκέσει ὅτι ἐνσάρκωνε ὁ ἴδιος τὸ εὐγενέστερο καὶ
πλέον ὑπερήφανο εἶδος τοῦ Ἕλληνα.
...
[1906-1908] Ἦταν ὁ Γιαννόπουλος καὶ ὁ
Παρθένης ποὺ ἔπεισαν τὸν πατέρα μου νὰ μ᾿ ἀφήσει νὰ πάω νὰ σπουδάσω ζωγραφική.
Τέλος, τὸ 1908, ἐπῆγα στὸ Μόναχο.
(Αὐτοβιογραφικὸ σημείωμα τοῦ Δημήτρη
Πικιώνη (α' δημοσίευσις στὸ περιοδικὸν «Ζυγός», 1958). Πηγή: «Δημήτρη
Πικιώνη, Κείμενα», Μορφωτικὸ Ἴδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 2000, ISBN
960-250-176-6. Πρόλογος Ζήσιμου Λορεντζάτου. Ἐπιμέλεια: Ἁγνὴ Πικιώνη - Μιχάλης
Παρούσης. Ἀναδημοσίευσις: Ἱστολόγιον Κρατύλος, ««Ἡ τέχνη
ἦταν γιὰ μένα θρησκευτικὴ πράξη εὐλάβειας καὶ λατρείας πρὸς τὴν Μητέρα Φύση»», 22-3-2009.)
Συναισθηματικὴ τοπογραφία
(Ὁμιλία στὴν Σχολὴ Ἀρχιτεκτόνων τοῦ Ε.Μ.Π., 25-1-1965)
[1]
[...] Σὲ αὐτὸ ἀναφέρω μερικὰ τοῦ
Περικλῆ Γιαννόπουλου, τὸν ὁποῖον εἶχα γνωρίσει πολὺ βαθιά, ἂν θέλετε. Καί, τοῦ
ἀφιερώνει [ὁ Ἄγγελος Σικελιανός], δὲν τό ᾿χω αὐτό, γιατὶ μόνο ἂν τό ᾿βρισκα καὶ
τὸ συνταίριαζα μὲ τοῦτο, τὶ τοῦ λέει, ἐκεῖ θὰ βλέπατε τὴν πραγματικὴ οὐσία τοῦ
Γιαννόπουλου ἀλλὰ ὡς, ἀδιάφορο ἂν ἀπὸ μία πλευρὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸν βρεῖ
σὰν -θέλω νὰ πῶ- νὰ μπορεῖ νὰ τοῦ ἀνεύρει ἴσως καὶ κάποιον ἀρνητικὸν χρακτῆρα.
Εἶναι πολὺ αὐστηρὸς μὲ αὐτόν. Σὲ ὅλα μπορεῖ νὰ βρεῖ ἕνα ἀρνητικό.
Εἶχα συζητήσει μὲ τὸν Ἀποστολάκη [2]
ὁ ὁποῖος ἦταν ἀρνητὴς τοῦ Παλαμᾶ. Ἐν τούτοις ὅταν διαβάζω αὐτά, βλέπω ὅτι
ἐκεῖνος ἔμενε στὴν καθαρὰ κριτική, καὶ ἡ καθαρὰ κριτικὴ ὅ,τι καὶ νά ᾿ναι κι
αὐτὴ σὰν ποίηση, ἀλλὰ πάντως δὲν κάνει ποίηση. Κι ἔτσι μὲ τὸν χρόνο ἔνιωσα πὼς
ὁ Παλαμᾶς ἦταν ποιητής· τοῦτος [ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος] ἦταν ἑραστὴς τοῦ
τόπου. Καὶ μόνο γι᾿ αὐτὴν του τὴ διείσδυση, φτάνει. Μιὰ φορὰ πῆγα στὴ γωνιά του
καὶ μοῦ ᾿δειχνε: «Αὐτὴ ἡ γωνιὰ εἶναι ἡ σύνοψις τῆς δημιουργίας μου.»
Ἀλλὰ μέσα μου -μοῦ φαίνεται τὸ ξανά ᾿πα αὐτό- εἶδα κάποια ἔλλειψη. Δὲν μπορῶ νὰ
δεχθῶ ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ ἅπαντο τῆς ἑλληνικῆς δημιουργίας. Ἦταν πολὺ ἐπιμέρους.
Πίσω ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ πέρα απ᾿ αὐτό, τί ἦταν;
«Μητέρα, μητέρα» -μόνο ποὺ τὰ λέει αὐτά, μοῦ
φτάνουν. Τὸν ἀναφέρω γι᾿ αὐτό, «Μητέρα, μητέρα». Μόνο ποὺ τά ᾿πε αὐτά.
Μοῦ φτάνει, δὲν ζητῶ τίποτε ἄλλο:
Χειρόγραφον τοῦ Δημήτρη Πικιώνη μὲ ἀποσπάσματα ἀπὸ
τὸν Γιαννόπουλο.
(ἀπὸ τὴν ἴδια ἔκδοσι, σελ.76) |
«Μητέρα, μητέρα, θεία γῆ ἑλληνική,
καὶ σεῖς, γηγενεῖς, θεοὶ ἑλληνικοί [...]. Ἀνάστησε, ὦ θεία μητέρα, τὰ νέα σώματα καὶ
τὰ νέα πνεύματα. [...] καὶ καταπέμψετε σεῖς, ὦ ὡραῖοι θεοὶ ἑλληνικοί
[...] τὴν πανεύμορφον θείαν χάριν σας.» [3]
Φτάνει ὅτι τά ᾿δε [ὁ Γιαννόπουλος],
ὅτι τὰ ἀντίκρισε ἀπ᾿ αὐτό. «Ἕνα τιποτένιο παιδί». Ἦταν πανέμορφος δέ,
δὲν ὑπῆρχε ἄλλος. Καὶ ἐκεῖνο τὸ ποίημα τοῦ Σικελιανοῦ, τοῦ ὁποίου δὲν εἶχα τὴν
ἔκδοση ἐδῶ, ἀκριβῶς μιλάει γι᾿ αὐτό. [4]
Κάποτε ζήτησα νὰ μιλήσω καὶ
μουγκάθηκα, δὲν μποροῦσα νὰ ἀναχθῶ. Ὁ Σικελιανὸς τὰ λέει αὐτά, ὅτι κανεὶς δὲν
ἦταν τόσο αὐτό, κανεὶς δὲν ἦταν νὰ κρατήσει ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς ἢ ἕνα στάχυ σὰν
κι αὐτόν. «Ἕνα τιποτένιο παιδί» (τοῦ ὀφείλουμε νὰ τοῦ ἀναγνωρίσουν τὴ μία
μορφὴ ἐδῶ: ) «τρέχον στῶν γλαυκῶν βουνῶν τῆς Ἀττικῆς τὰ Ἀδώνια φῶτα, εἶδε,
στῶν κατάλαμπρων μεσημεριῶν τὰ καταγάλανα οὐράνια, νὰ περνᾶ τὸ ὁλόλευκον ἄτι
τῆς ἀναγεννήσεως μὲ τὰ τρισμέγιστα κάτασπρα πτερά». [5]
Φτάνει· εἶναι ὀπτασίες αὐτές.
«Ἀπώτατα εἰς τοὺς κυανοροδίνους
ἀέρας ἀσημένια καμπάνα σημαίνει τὸν ὄρθρον τῆς ἀναγεννήσεως.» [6]
«Μητέρα, μητέρα, θεία γῆ ἑλληνική,
καὶ σεῖς, γηγενεῖς, θεοὶ ἑλληνικοί, μή, μὴν ἀφίσετε, τὴν καταποντισμένη στὶς
ἀτιμίες φυλή σας, νὰ χαθῆ. Ἀνάστησε, ὦ θεία μητέρα, τὰ νέα σώματα καὶ τὰ νέα
πνεύματα, διὰ τοὺς κυκλώπειους πολέμους καὶ καταπέμψετε σεῖς, ὦ ὡραῖοι θεοὶ
ἑλληνικοί [...] τὴν
πανεύμορφον θείαν χάριν σας, εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἑλληνικόν.» [3]
Γιὰ τὸν ἑαυτόν του πάλι:
«Ἕνα τιποτένιο παιδί, τρέχον στῶν
γλαυκῶν βουνῶν τῆς Ἀττικῆς τὰ Ἀδώνια φῶτα, εἶδε, στῶν κατάλαμπρων μεσημεριῶν τὰ
καταγάλανα οὐράνια νὰ περνᾶ τὸ ὁλόλευκον ἄτι τῆς ἀναγεννήσεως.» [6]
Φτάνει αὐτὴ ἡ ἑνότης. [...]
Σημειώσεις:
[1] Ὁ τίτλος εἶναι ἴδιος μὲ αὐτὸν προηγούμενου ἄρθρου τοῦ Πικιώνη στὸ περιοδικὸ «Τὸ 3ο μάτι» (2-3/1935).
[2] Γιάννης Ἀποστολάκης (1886-1947), φιλόλογος καὶ κριτικός.
[3] Περικλῆς, Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907 (δεύτερη προμετωπίδα)
[4] Βλ. Ἄγγελος Σικελιανός, «Περικλῆς Γιαννόπουλος», Λυρικός Βίος, τόμ. Β', 63-67.
[5] Περικλῆς, Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907 (πρώτη προμετωπίδα)
[6] Περικλῆς, Γιαννόπουλος, «Νέον Πνεῦμα», 1906 (πρώτη προμετωπίδα).
[1] Ὁ τίτλος εἶναι ἴδιος μὲ αὐτὸν προηγούμενου ἄρθρου τοῦ Πικιώνη στὸ περιοδικὸ «Τὸ 3ο μάτι» (2-3/1935).
[2] Γιάννης Ἀποστολάκης (1886-1947), φιλόλογος καὶ κριτικός.
[3] Περικλῆς, Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907 (δεύτερη προμετωπίδα)
[4] Βλ. Ἄγγελος Σικελιανός, «Περικλῆς Γιαννόπουλος», Λυρικός Βίος, τόμ. Β', 63-67.
[5] Περικλῆς, Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907 (πρώτη προμετωπίδα)
[6] Περικλῆς, Γιαννόπουλος, «Νέον Πνεῦμα», 1906 (πρώτη προμετωπίδα).
(Δημήτρης Πικιώνης, «Συναισθηματικὴ
τοπογραφία», ὁμιλία στὴν Σχολὴ Ἀρχιτεκτόνων τοῦ Ε.Μ.Π., 25-1-1965. Πηγή:
Δημήτρης Φιλιππίδης, «Δημήτρης Πικιώνης: Οἱ ὁμιλίες τοῦ ᾿65», ἐκδ.
Μέλισσα, 2009, ISBN 978-960-204-2885, σελ. 54-56. Ἀναδημοσίευσις: Ἱστολόγιον Κρατύλος, «Μητέρα,
μητέρα, θεία γῆ ἑλληνική», 22-2-2010.)
Γιὰ τὴν Ναταλία Μελᾶ
Τὸ 1949, εἶχα δεῖ στὸ ἐργαστήρι της
τὸ πρῶτο σημάδι ποὺ μαρτυροῦσε τὶς προσπάθειές της νὰ ἐκφράσει τὰ ποθεινὰ
ὁράματά της. Ἦταν ἕνα σχέδιο ἀπάνω σὲ μιὰ μαλτεζόπλακα ποὺ παρίστανε τὴν
«σύναξη» τοῦ Παύλου Μελᾶ, τοῦ Ἴδα καὶ τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου. [...] Κι ἂν
θυμᾶμαι καλά, δὲν ἦταν ἕνα σκίτσο μονάχα, μὰ πολλά. [Σημ. Φ.Μ.: Ὁ Πικιώνης ἀναφέρεται
καὶ στὸν ἐπίσης ἑλληνολάτρη μεγαλύτερο ἀδελφὸ τοῦ Ἴωνα, Νικόλαο, σημειώνοντας
ὅτι ἡ γλύπτρια θὰ ἄξιζε «νὰ περιλάβει τὸν Ἕλληνα αὐτόν, -κάπως ἀπόμερα
καθήμενον- μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους τρεῖς...» Δὲν γνωρίζω ἐὰν σώζονται τὰ σχέδια
αὐτά.]
(Δημήτρης Πικιώνης, «Ἡ ἔκθεση τῆς
γλύπτριας Ναταλίας Κωνσταντινίδη [-Μελᾶ]» (α' δημοσίευσις στὸ περιοδικὸν
«Ζυγός», 1963) Πηγή: «Δημήτρη Πικιώνη, Κείμενα», Μορφωτικὸ Ἴδρυμα
Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 2000, ISBN 960-250-176-6.)
Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε! Γιατί να
σου φαντάξουν τα λόγια του κάμπου και οι φωνές του; Γιατί να προτιμήσης του
κάμπου τα κατσίκια; Έχεις ό,τι χρειάζεσαι εδώ και για βοσκή και για οχείες και
κάτι παρά πάνω, κάτι που, μα τον Θεό, δεν ήκμασε ποτέ κάτω στους κάμπους -
έχεις εδώ την Λευτεριά!
Τα κρύσταλλα που μαζώχθηκαν και
φτιάξαν τον Κρυστάλλη, ο Διονύσιος Σολωμός ο Μουσηγέτης, ο Ανδρέας ο
πρωτόκλητος και πρωτοψάλτης Κάλβος, ο Περικλής Γιαννόπουλος που ελληνικά τα
ήθελε όλα κ' έκρυβε μέσα του, βαθιά, μια φλογερή ψυχή Σαβοναρόλα, ο μέγας ταγός
ο Δελφικός, ο Αρχάγγελος Σικελιανός που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων και
ανάστησε (Πάσχα και αυτό) τον Πάνα, ο εκ του Ευξείνου ποιητής ο Βάρναλης ο
Κώστας, αι βάτοι αι φλεγόμεναι, ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Νικήτας Ράντος, ο
Οδυσσεύς Ελύτης, που την ψυχή του βάφτισε στα ιωνικά νερά του Ελληνικού
Αρχιπελάγους, ο εκ Λευκάδος ποιητής, αυγερινός και αποσπερίτης, ο Νάνος
Βαλαωρίτης, αυτοί και λίγοι άλλοι, αυτοί που πήραν τα βουνά, να μην τους φάη ο
κάμπος, δοξολογούν τον οίστρο σου και το πυκνό σου σπέρμα, γιε του Πανός και
μιας ζαρκάδας Αφροδίτης.
(Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος, «Ὀκτάνα»·
κεφ. «Τοῦ αἰγάγρου», Γλυφάδα, 12-7-1960)
Ὁ Ἐλύτης γράφει ὅτι ἐδιάβασε (μιλεῖ
γιὰ τὸ 1934) καὶ τὸν Δραγούμη καὶ τὸν Γιαννόπουλο, σημειώνει ὅμως ὅτι οἱ δυὸ
συγγραφεῖς «ἦταν σχήματα ποὺ δὲ χωρούσανε στὴ σημερινὴ ζωή μας. Ἢ τουλάχιστον,
ἔτσι πίστευα τότε. [...] Ἢταν πολὺ νωρὶς γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ξεχωρίσω πίσω ἀπὸ τὸ
συγκεκριμένο πολιτικὸ σχῆμα στὸν πρῶτο, πίσω ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ στὸν δεύτερο, τὸ
αἰώνιο καὶ ὑγιὲς μέρος ποὺ ἔκλειναν οἱ ἀπόψεις τους.» (βλ. «Ἀνοιχτὰ χαρτιά»,
1974, σ. 281) Στὴν συνέχεια τῆς πιὸ πάνω περικοπῆς ὁ Ἐλύτης ἀποδέχεται τὴν
«γονιμοποιὸ δύναμη» τοῦ «αἰώνιου καὶ ὑγιοῦς μέρους τῶν ἀπόψεών τους», γράφει δὲ
ἀκόμη ὅτι «τὸ μήνυμά τους τὸ βαθύτερο μὲ ἄγγιζε καὶ τότε τὸ εὔρισκα ὡραῖο»
(ὅπ.π.) Ὅμως στὸ ἴδιο κείμενο, πιὸ κάτω (ὅπ.π. σ. 352), φαίνεται πολὺ καθαρὰ
πλέον ἡ ἐπίδραση ποὺ ἐδέχθη ἀπὸ τὸν Γιαννόπουλο (καὶ εἶναι ἀσφαλῶς ἐπίδραση
ὅταν ἀποδέχεται ἀκόμη καὶ ἐκείνη τὴν θέση ἑνὸς ἄλλου τὴν ὁποία οἱ ἄλλοι, καὶ
ἴσως μιὰ στιγμὴ καὶ ὁ ἴδιος, ἐθεώρησαν «ὑπερβολική»): «Ἔ λοιπὸν κι ἐγὼ θὰ τὸ
ἐξομολογηθῶ μὲ μιὰν εἰλικρίνεια ποὺ δὲν ἀξίζει νὰ τὴν εἰρωνευθεῖ κανείς: ἔνιωθα
ἕνας ἀριστοκράτης ποὺ εἶχε-ὁ μόνος ποὺ εἶχε- τὸ προνόμιο νὰ λέει τὸν οὐρανὸ
«οὐρανὸ» καὶ τὴ θάλασσα «θάλασσα», ἀκριβῶς ὅπως ἡ Σαπφώ, ἀκριβῶς ὅπως ὁ
Ρωμανός, ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια, καὶ μόνον ἔτσι νὰ βλέπω ἀλήθεια τὸ γαλάζιο
τοῦ αἰθέρος ἢ ν᾿ ἀκούω τὸ ρόχθο τοῦ πελάγους... Καμιὰ ὑπερβολὴ δὲν εἶχε πεῖ,
ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος.»
(Στέφανος Μπεκατῶρος, εἰσαγωγικὸ
σημείωμα στὸ «Ἐπίμετρο: ἐννέα ἐπιστολὲς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου στὸν Ἴωνα
Δραγούμη (1907-1910)», στὸ «Ἴων Δραγούμης - Τὸ ἀνθολόγιο τοῦ «Νουμᾶ»,
Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, 2002· Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἀνοιχτὰ χαρτιά», 1974)
Ἐρχόταν ἀντίθετα ἀπὸ μένα, λίγα
βήματα μᾶς χώριζαν. Στάθηκε ἄθελα, στάθηκα καὶ ἐγώ. Τὰ μάτια μας συναντήθηκαν.
Ἔβγαλε τὸ καπέλλο. Σὰν φωτοστέφανος ἔλαμψαν τὰ χρυσά του μαλλιά γύρω ἀπὸ τὸ
ἀγγελικὸ κεφάλι μὲ τὸν γαλάζιο οὐρανὸ στὰ μάτια. Τὸν κύτταξα ἀχόρταγα μὰ κι
αὐτὸς δὲν ξεκολλοῦσε τὰ μάτια του ἀπὸ τὰ δικά μου.
(Σοφία Λασκαρίδου, «Ἀπό τὸ
ἡμερολόγιό μου - Συμπλήρωμα: Μιὰ ἀγάπη μεγάλη», 1960, σελ. 35)
Ὁ γιὸς τοῦ Κωνσταντίνου Κατσίμπαλη,
ἐπιστήθιου φίλου τοῦ Γιαννόπουλου, ἦταν δέκα ἢ ἔντεκα χρονῶν ἀγόρι λίγο πρὶν
βουτήξει στὸν βυθὸ ὁ Γιαννόπουλος. Ὅταν πέρναγε ὁ κομήτης τοῦ Χάλεϋ ἦταν μαζὶ
σὲ κάποια παραλία - ἴσως σὲ αὐτὴν τοῦ Σκαραμαγκᾶ. Ὁ κόσμος ὅλος ἔτρεμε τὸ
επικείμενο τέλος· καὶ ὁ μικρὸς Γιῶργος φοβόταν. Ὁ Γιαννόπουλος τοῦ χάιδεψε τὸ
κεφάλι καὶ τοῦ κράτησε τὸ χέρι. Ὁ κομήτης πέρασε, καὶ δὲν ἔπαθαν τὸ παραμικρὸ
οὔτε ὁ μικρός, οὔτε ὁ κόσμος.
Ὁ Γιῶργος Κατσίμπαλης θὰ θυμᾶται
πάντα τὸ χάδι τοῦ ξανθοῦ Ἄδωνι τὴν ὥρα ποὺ ὁ κομήτης ἀπειλοῦσε νὰ ἀφανίσει τὸν
κόσμο ποὺ δὲν εἶχε προλάβει νὰ ζήσει. Σίγουρα αὐτὸ τὸ χάδι θυμόταν ὅταν ἔλεγε
στὸν ἐμβρόντητο Χένρυ Μίλλερ:
«Ὁ Γιαννόπουλος ἄξιζε πιὸ πολὺ ἀπὸ
τὸ δικό σας τὸν Ουίτμαν καὶ ὅλους τοὺς Ἀμερικάνους ποιητὲς μαζί. Ναί, ἦταν,
τρελλός, σὰν ὅλους τοὺς μεγάλους Ἕλληνες. Ἐρωτεύτηκε τὴν ἴδια του τὴν πατρίδα -
ἀστεῖο, ἔ; Ναί, μέθυσε τόσο μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, τὸν
ἑλληνικὸ οὐρανό, τὰ ἑλληνικὰ βουνά, τὴν ἑλληνικὴ θάλασσα, τὰ ἑλληνικὰ νησιά, ὣς
καὶ τὰ ἑλληνικὰ χορταρικά, ποὺ στὸ τέλος αὐτοκτόνησε.»
(Χένρυ Μίλλερ, «Ὁ κολοσσὸς τοῦ
Μαρουσιοῦ», μτφ. Ἀνδρέας Καραντώνης, Γαλαξίας, 1970, σελ. 6-7· ἀπὸ τὸ
Κώστας Γιαννόπουλος, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Πορτραῖτο ποὺ κάηκε στὸ φῶς»,
σειρὰ «Βίοι Ἁγίων (Ὑπόγειες διαδρομές)», Ἠλέκτρα, 2007)
[...] Παρ' όλες όμως τις δυσκολίες
και τις αντιξοότητες ενός τέτοιου έργου η γενιά αυτή νομίζω ότι έκανε με τη
σειρά της αρκετές γόνιμες μελέτες και αρκετούς χρήσιμους πειραματισμούς. Τον
δρόμο και για τους μεν και για τους δε μας έδειξε σε όλους από καιρό εκείνος
που στεκόταν στην αρχή αυτού του δρόμου, ένας αρχιτέκτων: ο Δημήτρης Πικιώνης.
Πράγματι, όπως ο Περικλής Γιαννόπουλος στον τομέα της Λογοτεχνίας, ο Δημήτρης
Πικιώνης στάθηκε στην περιοχή των Πλαστικών Τεχνών ένας άνθρωπος σεμνός, που
είχε συνείδηση μιας αποστολής με μοιραίες συνέπειες.
(Νικόλαος Χατζηκυριάκος - Γκίκας, «Ἀνίχνευση
τῆς Ἑλληνικότητος», 1974· Ἀστρολάβος/Εὐθύνη, 1985· ἀναδημοσίευσις περ.
«Ἄρδην», τ. 25-26, Ἰούν.-Αὔγ. 2000)
Γύρω ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου
Πάντα σ' εποχές εθνικών κρίσεων, το
έθνος στρέφεται ασυναίσθητα προς τον εαυτόν του, προς τις ανεξάντλητες
προγονικές ρίζες και αναζητεί εκεί τη δύναμη για την περαιτέρω πορεία του.
'Έτσι εξηγείται και η προθυμία με την οποία τα λογοτεχνικά σωματεία τής χώρας
επικρότησαν πριν χρόνια την πρωτοβουλία μιας ομάδας νέων για τον εορτασμό τού
έτους "Περικλή Γιαννόπουλου". Επειδή σε εποχή πού τα διεθνιστικά
κηρύγματα και "ρεύματα" απειλούν την εθνική μας υπόσταση, μόνο ή
επιστροφή στις εθνικές μας πηγές και μάλιστα με τρόπο έντονο, σαν αυτόν πού
διδάσκει ο Γιαννόπουλος, μπορεί να σώσει το γένος των Ελλήνων απ' τον
καταστροφικό δρόμο των "υπερεθνικών ενοτήτων" και να το καταστήσει
και πάλι άξιο της ιερής του αποστολής.
Το έργο του Γιαννόπουλου, αν και για
πολλά χρόνια έμεινε σκορπισμένο και για τούτο άγνωστο στους πολλούς, επέδρασε
αποτελεσματικά σε μία εκτεταμένη πλευρά τής πνευματικής ζωής τού τόπου. Εκτός
από το πλήθος εκείνων πού έμμεσα επηρεάστηκαν απ' αυτόν, το έργο του Αγγέλου
και της Εύας Σικελιανού είναι απόρροια των Γιαννοπούλειων ιδεών. Γιατί,
ακολουθώντας πιστά τη γραμμή του κηρύγματος του ο Σικελιανός, δέθηκε απόλυτα με
την γη των Δελφών, ένοιωσε το μυστικό της μήνυμα και δημιούργησε το δικό του
έργο, με αποκορύφωμα την εξανθρωπιστική ιδέα, πού ο Γιαννόπουλος είχε θέσει σαν
το Ελληνικό ιδανικό. Εκεί πάλι, στο έργο του Περικλή Γιαννόπουλου, έχει τις
ρίζες της και ή εθνική προσφορά τής Αγγελικής Χατζημιχάλη, η οποία οδήγησε τις
Ελληνίδες μακριά από τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά πρoτυπα βοηθώντας τες να επιστρέψουν
και να αντλήσουν δυνάμεις μέσα απ' τις αγνές και άδολες πηγές της λαϊκής μας
χειροτεχνίας. Στον Γιαννόπουλο, πού πρώτος είδε την αξία του, χρωστά πολλά και
ο Δημήτρης Πικιώνης, το δε αρχιτεκτονικό και ζωγραφικό, -όλο του το αισθητικό
έργο-, με την παγκόσμια αναγνώριση, στηρίζεται απόλυτα πάνω στις γραμμές που
είχε χαράξει εκείνος. Αλλά τόσο η δράση όσο και τα κείμενα του Ίωνα Δραγούμη
μιλάνε από μόνα τους για τον επηρεασμό του από την διδασκαλία του Περικλή
Γιαννόπουλου. Γεγονός άλλωστε ότι η ελληνολατρική γραμμή στη νεώτερη λογοτεχνία
μας ξεκινά απ' τον Γιαννόπουλο και ότι με το έργο του, που βρήκε άξιο συνεχιστή
στο πρόσωπο του Ίωνα Δραγούμη, κορυφώθηκε η ελληνική συνείδηση. Μέσ' απ' το
καταλυτικό κάθε σάπιας ιδέας έργο του Γιαννόπουλου, μέσ' απ' αυτή την άρνηση
τόσων παραδεδεγμένων και κατεστημένων εννοιών, βγήκανε και διαμορφωθήκανε
εθνικές πνευματικές άξίες, πού στήνουνε έναν ολάκερο πνευματικό πολιτισμό, ενώ
ή φωνή του θα δείχνει πάντα το δρόμο τής εθνικής αναγέννησης.
Ο εθνικισμός, πού κήρυκάς του έγινε
ο Περικλής Γιαννόπουλος και πού την φλόγα του φούντωσε μέσα στα στήθη τόσων
φωτισμένων πνευμάτων, πού κινήθηκαν γύρω του και σύμφωνα με τα διδάγματά του,
ήτανε κάτι το τέλειο διάφορο, όχι μόνον από τον μέχρι τότε, μα και από τον
σήμερα εννοούμενο. Ήταν ο ελληνικός εθνικισμός τα πλαίσια του οποίου αυτός
ξανατοποθέτησε στη σωστή τους βάση. Γιατί, με τον να καθορίσει σαν αποκλειστικό
σκοπό του Έλληνα τον εξανθρωπισμό τής Οικουμένης, απέδειξε ότι μόνο ο
εθνικισμός των Ελλήνων είναι σωστός, αφού αποβλέπει στο Πανανθρώπινο καλό και
για τούτο και η έξαρσή του αναγκαία. Τονίζοντας συνάμα και την ιστορική μας
συνέχεια, απ' τα βάθη των αιώνων, έδωσε μαζί με την ορθή ερμηνεία της και την
αναγνώριση τής μοναδικότητας της ελληνικής φύσης στην κατασκευή ανθρώπων, δηλαδή
ανωτέρων πνευματικών ατόμων, που έχουν σαν προορισμό το ξάπλωμα της αληθινής
γνώσης, του "Φωτός", σ' όλη τη γη. Με την προσφορά του αυτή διέστειλε
την έννοια του ελληνικού εθνικισμού απ' τον σωβινισμό, ο οποίος ταυτίσθηκε πια
με τον εθνικισμό των άλλων λαών, πού το φούντωμα και ή διατήρησή του απαιτούν
μόνο αίμα, μαζί με την καταστροφή και τον αφανισμό των άλλων. Ενώ, αντίθετα, ο
ελληνικός εθνικισμός, με σκοπό την πνευματική αναγέννηση του Έλληνα και
προορισμό τη μεταβολή του σε φωτιστή και δάσκαλο του κόσμου όλου, είναι ο
σωστός, ευεργετικός και για τούτο επιθυμητός απ' όλους τούς λαούς, αυτός πού
την έξαρση του αποζητά όλη η ταλαιπωρημένη ανθρωπότητα.
Όμως, αν και κήρυττε ότι: "Προορισμός
του Έλληνος εις τον κόσμον αυτόν ήτο και είναι εις κάθε εποχήν, ΣΗΜΕΡΑ και
ΑΥΡΙΟΝ: Ο Εξανθρωπισμός της Oικουμένης", εν τούτοις, η παρεξήγηση πού
τον συνόδευε σ' όλη του τη ζωή, εξακολουθεί και μετά το θάνατο του να συνοδεύει
τ' όνομα και το έργο του. Αναντίρρητα, δεν υπάρχει άλλη, περισσότερο
παρεξηγημένη νεοελληνική μορφή απ' αυτόν. Όσο ζούσε, ήταν ο μεγάλος
παρεξηγημένος των ημερών του, για να γίνει, μετά το τέλος του, o μεγάλος
παρεξηγημένος και αγνοημένος μαζί όλων των ημερών. Βέβαια, όταν ένας αγωνίζεται
μόνος εναντίον όλων, ακριβέστερα, όταν τον πολεμούνε όλοι χωρίς να αρκούνται
στο ν' αρνηθούν εκείνα πού τούς προσφέρει, κακή τοποθέτηση θεμάτων γίνεται
πάντα. Μα, σ' ότι αφορά το Γιαννοπούλειο έργο, η σφαλερή τοποθέτηση είναι ο
κανόνας και όχι η εξαίρεση.
Κάθε πού θα γίνει αναφορά στο
Γιαννόπουλο, είτε γενικά είτε ειδικά συμβεί αυτό και για οποιοδήποτε από τα
κοσμοθεωριακά και βιοθεωριακά θέματα πού αυτός τοποθετεί τόσο Ελληνικά, η λέξη
"σωβινιστής" έρχεται να σταθεί δίπλα στ' όνομα του, κι' αυτό με μία
σταθερότητα και επιμονή, πού, αν δεν δικαιολογείται από την άγνοια του έργου
του, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν αδικαιολόγητο πείσμα. Και τούτο, γιατί
όλο το έργο του Γιαννόπουλου στηρίζεται πάνω σε μία θεμελιώδη βάση. Όλη του η
προσπάθεια έχει ένα, θεμελιακά βασικό, σκοπό. Το ότι η νεοελληνική αναγέννηση
πρέπει να γίνει, το συντομότερο και σε τέλειο βαθμό, για να μπορέσει το
Ελληνικό Έθνος να προχωρήσει έπειτα στην εκπλήρωση του προορισμού του, του
καθήκοντος πού αιώνες τώρα και θεϊκά του έχει ανατεθεί: τον ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟ ΤΗΣ
ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ. Πάνω σ' αυτή, τη διαμετρικά αντίθετη προς την έννοια του σοβινισμού
αρχή, οικοδομήθηκε το εθνικό πολύτιμο έργο του. Μ' αυτό το γνώμονα έκρινε ο
Γιαννόπουλος κάθε πλευρά τής Ελληνικής ζωής, περασμένης και σύγχρονης. Είναι
κάτι, πού κανένας ούτε μέχρι σήμερα δεν το 'κανε, ίσως γιατί ούτε ένας δεν
κατόρθωσε να συλλάβει και να συνειδητοποιήσει το νόημα πού κρύβουνε οι λίγες
αυτές λέξεις, πού πρώτος εκείνος διετύπωσε. Ο Έλληνας, για το Γιαννόπουλο, δεν
μπορεί να είναι ΠΟΤΕ σωβινιστής. Είναι ΜΟΝΟ Εθνικιστής, με μοναδικό του σκοπό
όμως την μετάδοση των αληθινών φώτων, του αληθινού πολιτισμού, αυτού πού μόνο
οι Έλληνες μπορούν και πάλι να δημιουργήσουν, σε ΟΛΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ.
Πρόκειται για μία ιδεώδη συνύπαρξη
ιδεών, που μόνο ή μεγαλοφυΐα του Γιαννόπουλου μπορούσε να συλλάβει και πού
μέχρι σήμερα κανένας δε μπόρεσε να κατανοήσει. Συνύπαρξη, ή οποία θεωρείται
αδιανόητη και ανύπαρκτη, μία και το μυαλό μας συνήθισε να δουλεύει μέσα στα
στενά κάθε είδους ξενικά πλαίσια. Αν δεν συνέβαινε αυτό, θα μπορούσαμε να
διακρίνουμε ότι ο σωβινισμός έχει σα σκοπό την εδαφική και κάθε λογής υλική
ωφέλεια και για να ολοκληρωθεί μεταχειρίζεται όλων των ειδών τα καταστροφικά
και βίαια μέσα και ακόμη ότι για να διατηρηθεί, χρειάζεται το αίμα και τον
αφανισμό των άλλων λαών. Σωβινισμός δηλαδή είναι ο Γερμανικός, Ρωσικός και κάθε
-ικός εθνικισμός, όχι όμως και ο Ελληνικός. Και τούτο, γιατί ο Ελληνικός
Εθνικισμός με σκοπό την πνευματική αναγέννηση του Έλληνα και προορισμό τη
μεταβολή του σε φωτιστή και δάσκαλο του κόσμου όλου, είναι ευεργετικός για την
Οικουμένη και επιθυμητός απ' όλους τούς λαούς, αυτός πού την έξαρσή του αποζητά
όλη ή ταλαιπωρημένη ανθρωπότητα.
Την αναβίωση αυτή λοιπόν του
Ελληνικού Εθνικισμού, μέσα στα σωστά του πλαίσια, επεδίωκε ο Γιαννόπουλος και
αγωνιούσε βλέποντας την καθυστέρησή της. Γνώριζε πώς οι ζημιωμένοι ήσαν δύο.
Και οι Έλληνες μα και η ανθρωπότητα, πού απέμενε χωρίς πνευματικούς αρχηγούς.
Πιο αποκαλυπτική όμως των πεποιθήσεών του είναι η τοποθέτηση της Μεγάλης του
Ελληνισμού Ιδέας, πού μας δίνει σκορπισμένη μέσα στο έργο του και χωρισμένη σε
τρεις αναβαθμούς. Ο πρώτος, κατά σειρά, απαιτεί πνευματική αφύπνιση του Έθνους
και κατανόηση του προορισμού του. Ο δεύτερος την απελευθέρωση και συνένωση όλων
των υπόδουλων Ελληνικών εδαφών (όπου βέβαια υπάρχει ακόμη Ελληνισμός) και,
απόρροια και κύριος στόχος των άλλων δύο, ο τρίτος, την πραγματοποίηση πλέον
του εθνικού ιδεώδους, την προς τα έξω ακτινοβολία του Ελληνικού πνεύματος,
αυτού πού ονομάζει Εξανθρωπισμό της Οικουμένης. Ανατρέπει μόνος του λοιπόν ο
Γιαννόπουλος το χαρακτηρισμό πού οi αδιάβαστοι και ξενομαθημένοι του
προσάπτουν, τοποθετώντας ταυτόχρονα μέσα στα σωστά του πλαίσια και τον Ελληνικό
Εθνικισμό. Πλαίσια μεγάλα όσο και απλά, όπως έχουν όλα τα σπουδαία πράγματα
όλες oi μεγάλες ιδεολογίες. Κι' όσο για τις παρανοήσεις σχετικά με το έργο του,
την απάντηση μόνο οι στίχοι του Λασκαράτου, γραμμένοι για όποιον "δια
του πνεύματος ξεπεράσει οπωσούν την εποχή του", μπορούν να δώσουν:
"...
Δεν θάχη ειμή την άχαρην ελπίδα Νάλθη άλλη γενεά με νοημοσύνη, Νάν του κάμη μια
μέρα δικαιοσύνη."
Τον Γιαννόπουλο, πάνω απ' όλα τον
χαρακτηρίζει η πίστη του στο νέο ελληνικό πολιτισμό πού αυτός οραματίσθηκε και
που στον ερχομό του απέβλεπε και πίστευε ακράδαντα. Το έργο του έχει σαν
αφετηρία του τον ελληνισμό και περνώντας όλες τις εκδηλώσεις της ζωής μας μέσ'
απ' αυτό το εξαγνιστικό καμίνι καταλήγει και πάλι σ αυτόν. Μελέτησε όχι μόνο τα
ελληνικά κείμενα μα και κάθε τι το ελληνικό, απ' τη φύση μέχρι και το τελευταίο
αντικείμενο. Μεγαλοϊδεάτης από φυσικού του, με ακλόνητη πίστη στην αξία και τη
δύναμη της ελληνικής φυλής, συνέλαβε το όραμα του νέου ελληνικού πολιτισμού,
και έβαλε τα ιδεολογικά του θεμέλια τόσο γερά και βαθειά ώστε να μπορέσει αυτός
να πυργωθεί ψηλότερα και από τον αρχαίο, απ' τον οποίο γύρευε να
παραδειγματίσει τη φυλή, αλλά όχι και να την επιστρέψει σ' αυτόν. Λάτρης κάθε
ελληνικού είδε την καταστροφική ευρωπαϊκή επιρροή και έκανε σημαία του τον
αγώνα για την αποτίναξή της. Μετέτρεψε το "πας μη Έλλην βάρβαρος", σε
"πάς μη Έλλην ανθρωποειδές", και αγωνίστηκε για την διάδοσή του, μία
και η πίστη στις ιδέες του τού είχε επιτρέψει να δει αυτό που μόλις άρχισε
δειλά και όχι ξεκαθαρισμένα να παραδέχεται ή επιστήμη, την αυτοχθονία δηλαδή
των Ελλήνων, να προχωρήσει ακόμη πιο πέρα και να βροντοφωνάξει, αυτός πρώτος,
την πνευματική λόγω φύσεως, υπεροχή τους απ' όλους τούς άλλους λαούς. Ονομάζει
τούς Έλληνες πνευματική αριστοκρατία και ανθρωποποιούς ολόκληρης Οικουμένης και
καθιστά υπεύθυνο για την κατάντια του όλο τον Ελληνικό λαό και όχι μόνο την
ηγεσία του, ζητώντας την πραγματοποίηση βαθειάς πνευματικής επανάστασης, σαν τη
μόνη λύση πού μπορεί να ξαναβάλει το Γένος των Ελλήνων στο σωστό του δρόμο. Σε
εποχή εθνικής καταπτώσεως, μένοντας μόνος και αδιάφθορος αυτός πάλεψε για την
μετάδοση των ιδεών του και όρθωσε το αδαμάντινο ύψος του έργου του, ανάμεσα απ'
τις μικρότητες της εποχής του και όλων των κατοπινών, δημιουργώντας με τα χέρια
εκείνων πού μπορέσανε να τον αφομοιώσουν. Με γλώσσα μαστίγιο και ύφος
εξουσιαστού πού τη δύναμή του αντλούσε μέσα απ' την πίκρα για το χαμοκύλισμα
της φυλής και των ιδανικών της, χτύπησε την πνευματική κατάπτωση, τον
γραικυλισμό, την ξενομανία και κάθε πυορρούσα εθνική πληγή, χωρίς τον παραμικρό
δισταγμό. Χωρίς να παρατάσσει ξένες χρονολογίες, βιβλιογραφία ή ξένες γνώμες,
έκανε και εξέθεσε τη σύνθεση τής ελληνιστικής του αντίληψης, με τρόπο καθαρά
επιστημονικό. Στον ολέθριο διεθνισμό αντέταξε τον εθνικισμό και καθορίζοντας
τον εκπολιτιστικό και εξανθρωπιστικό ρόλο του ελληνικού εθνικισμού άφησε κάπου
να διαγραφεί και ή πίστη του στην αξία της κοινότητας για τη δημιουργία του
ελληνικού θαύματος.
Απόλυτος σε όλα του, σαν τέλειος
Έλληνας, έφυγε από τη ζωή σαν είδε πως δεν είχε έλθει ή στιγμή για να δεχτεί το
Έθνος το κήρυγμά του και να το μεταβάλει σε βίωμα. Φεύγοντας όμως άφησε πίσω
του πολύτιμο υλικό, και, πάνω απ' όλα, τη σωστή τοποθέτηση του ελληνικού
εθνικισμού, καθιστώντας τον έτσι απαραίτητο για όλη την οικουμένη. Η ζωή του,
το έργο του και ο τρόπος πού έφυγε, συμβάλλανε στο να παραμείνει σαν ο μεγάλος
παρεξηγημένος και αγνοημένος μαζί όλων των εποχών, αν και ήταν ο μεγαλύτερος προφητικός,
πολιτικός και αναγεννητικός εγκέφαλος πού γέννησε η νεώτερη Ελλάδα,
απαλλαγμένος απ' όλα τα καταστροφικά ελαττώματα του Έλληνα.
Σήμερα, που oι ιδέες του δεν
εξετάζονται πια σαν περίεργο φαινόμενο, μα έχουν αρχίσει να γίνονται συνείδηση
των πολλών, όλο του το οικοδόμημα θα στέκεται από δω και πέρα σαν το πρότυπο
τής ελληνικής νεολαίας, αυτής πού τόσο την αγάπησε και πού της αφιέρωσε όλο του
το έργο, όλη του την εξελληνιστική προσπάθεια με τα λόγια:
"Η όλη εργασία (μου) είναι
Αληθινή ΙΚΕΤΗΡΙΟΣ Έκκλησις. ΜΟΝΟΝ προς την Πανελλήνιον ΝΕΟΤΗΤΑ, την Αρσενικήν
και την Θηλυκήν, δια την οποίαν και έγινε και την οποίαν κυρίως αφορά, ως ούσα,
το ΑΥΡΙΟΝ και προς την οποίαν ολόκληρος αφιερούται... Διότι η ΝΕΟΤΗΣ θα είναι,
είτε η Σημερινή, είτε η Αυριανή, είτε η μεθαυριανή, η Σημαιοφόρος της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΩΣ."
Έστω και αν χρειάστηκε να περάσουν
δεκαετίες από τότε που ο "Απόλλωνας τής Αναγεννήσεως" πέρασε καβάλα
στο άλογο του, μέσα απ' τα κύματα της θάλασσας του Σκαραμαγκά, στεφανωμένος απ'
το φως του Ελληνικού Ηλίου, κι έφθασε κατάκοπος και απογοητευμένος στα Ηλύσσια
πεδία, η Ελληνική Νεολαία άρχισε ν' αντιλαμβάνεται την τεράστια αξία του έργου
του, πού με τα παραπάνω λόγια της αφιέρωσε και τής κληρονόμησε. Και την ώρα
αυτή, πού το ξαναγύρισμα στις εθνικές μας ρίζες άρχισε ασυναίσθητα να
συστηματοποιείται και να γίνεται όλο και πιο ουσιαστικό, οι γραμμές πού με οργή
και πόνο, πνιγμένος για όσα έβλεπε, μα ανίκανος ν' αντιδράσει, χάραζε ο
Περικλής Γιαννόπουλος, μιλήσανε βαθειά στην ψυχή τής Ελληνικής Νεότητας, πού
άρχισε να αναζητεί τη θέση της μέσα σ' αυτόν τον κόσμο και τον προορισμό της
πάνω στη γη. Κι' ήταν φυσική, φυσικότατη αυτή η στροφή και ή αναγνώριση, μετά
από τόσα χρόνια, του έργου Εκείνου, πού οι σημερινοί νέοι Έλληνες τον
κατατάξανε ανάμεσα στους Προφήτες του Ελληνισμού. Γιατί είναι ο Περικλής
Γιαννόπουλος που με το έργο του τούς προσδιορίζει τα πλαίσια μέσα στα οποία
πρέπει να εργαστούν, για να υψώσουνε και πάλι την παγκόσμια προσφορά τους, και
είναι ο Γιαννόπουλος που προβλέπει όλες τις αντιδράσεις των στενοκέφαλων και
των ξενομαθημένων, συντρίβοντάς τους, απ' τα βάθη του πανάλαφρου Αττικού
χώματος πού τον σκεπάζει, με τις μεγάλες κι άφθαρτες Ελληνικές Αλήθειες, πού
επιμένει "να τούς αδειάσει στο κεφάλι."
Γιατί δεν περιορίζεται μόνο στο να
υποδείξει στους Νεοέλληνες ότι "Προορισμός τού Έλληνος εις τον κόσμον
αυτόν, ήτο και εiναι εις κάθε εποχήν, ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΑΥΡΙΟΝ: Ο ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΤΗΣ
ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ", αλλά προσδιορίζει πώς για να φθάσουν σε κείνο το
υψηλότατο σημείο πνευματικότητας, πού θα τους επιτρέψει να πραγματοποιήσουν
αυτόν τον ιερό τους σκοπό, πρέπει να κατανοήσουν ότι οι άνθρωποι είναι
δημιουργήματα τής φύσης, εικόνες και ομοιώματά της τα οποία είναι αναγκασμένα
να εναρμονιστούν με αυτήν και να την εκφράζουν με όλες τους τις εκδηλώσεις, για
να μπορέσουν να ζήσουν. Κατά συνέπεια, οι Έλληνες πρέπει να έχουν για οδηγό την
Ελληνική τους φύση, να πιστεύουν εις αυτήν και να την λατρεύουν, σε σημείο
θεότητας ίσως, οπότε θα τους γίνει δυνατό να εκφράσουν στην ανθρωπότητα την
τέλεια Ωραιότητα κι' Ευγένεια τους, μ' ένα νέο είδος δημιουργίας. Απαραίτητη
όμως και βασική προϋπόθεση είναι να κατορθώσουν ν' αποτινάξουνε τον Ευρωπαϊκό
ζυγό, πού τούς έχει κυριολεκτικά παραστρατήσει, και να βυθιστούνε στον εαυτό
τους, εκφράζοντας τον εσωτερικό και εξωτερικό τους κόσμο ανεμπόδιστα, και
μπαίνοντας έτσι στη στράτα που οδηγεί στην Ελληνική ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ.
Αυτές εivαι οι γενικές γραμμές του
"Περικλογιαννοπούλειου" κηρύγματος και κάθε άλλο παρά περίεργο μπορεί
να θεωρηθεί σήμερα το γεγονός ότι έξω από μερικά πολύ φωτισμένα πνεύματα της
εποχής του, όπως o Παλαμάς, ο Δραγούμης, ο Ξενόπουλος κλπ. πού αγκαλιάσανε το
έργο του, οι υπόλοιποι το υποδεχτήκανε με αδιαφορία και χλευασμό. Κάθε άλλο
όμως παρά παράδοξη μπορεί πια να χαρακτηρισθεί και η στροφή της νέας γενιάς
προς ένα τέτοιο κληροδότημα σαν το έργο του Γιαννόπουλου, το τόσο πολύτιμο γι'
αυτήν στο καινούργιο της ξεκίνημα. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν υπάρχουν
ανεκτίμητοι συνδετικοί κρίκοι, άνθρωποι πού κάνανε πράξη τα λόγια του
Γιαννόπουλου, Έλληνες που εφαρμόσανε, ο καθένας στο τομέα του, το κήρυγμά του
και κρατήσανε άσβηστη την ελληνική φλόγα της καρδιάς τους, για να την
παραδώσουνε σε κείνους που έρχονται μετά απ' αυτούς... Εivαι όλοι αυτοί, με τις
μεγάλες εθνικές τους προσφορές, πού οδηγήσανε αργά αλλά σταθερά την Ελληνική
Νεότητα στο ξαναπλησίασμα του Γιαννόπουλου και στην αρχή για την αξιοποίηση τής
κληρονομιάς του, ώστε να εκπληρωθεί και η επιθυμία την οποία ο ίδιος είχε
εκφράσει λίγο πριν το θάνατό του με την φράση: "Μνήσθητί μου ΝΕΕ, όταν
έλθης εις την Ελληνικήν σου Βασιλείαν." Και οι Έλληνες νέοι όχι μόνο
τον θυμηθήκανε, μα και τον τιμάνε αντάξιά του...
Μετά λοιπόν από όλα όσα παραπάνω
διατυπώθηκαν, φαίνεται τώρα καθαρά και το πόσο άστοχη διαπίστωση κάνανε όσοι
υποστήριξαν ότι ο Περικλής Γιαννόπουλος ήταν "αισθητικός - και ίσως μόνο
αισθητικός." Άστοχη και επιζήμια, γιατί παρουσιάζει μία καθαρά εθνική
εργασία κάτω από άλλο πρίσμα. Μέχρι όμως πριν μερικές δεκαετίες ήταν τόσο λίγο
γνωστό το έργο του Γιαννόπουλου και μάλιστα σε σύνολο, ώστε τέτοιες αστοχίες να
δικαιολογούνται. Αν τα κείμενά του δεν είχαν μείνει τόσα και τόσα χρόνια
σκορπισμένα θα είχαν ασφαλώς μελετηθεί και θα είχαν φωτισθεί όλες oi
λεπτομέρειες της φιλοσοφίας του. Τότε, μαζί με άλλα πολλά, θα διαπιστωνότανε
-στο συγκεκριμένο θέμα- ότι αισθητική για το Γιαννόπουλο σημαίνει αναζήτηση και
μόνο των στοιχείων πού αποτελούνε τον πρώτο από τούς τρεις νόμους, πού διέπουνε
την πλήρη διανοητική ζωή του ανθρώπου. Των νόμων "του Καλού (Ωραίου), του
Αληθινού και του Αγαθού." Το σωστό λοιπόν είναι ότι ο Περικλής Γιαννόπουλος
ήτανε και αισθητικός, όπως ήτανε και τόσα άλλα "και" μα, πρώτ' απ'
όλα Έλληνας. Και Έλληνας πραγματικός, σωστός, πού δε δεχότανε συμβιβασμούς ούτε
έκανε υποχωρήσεις. Πού πίστευε στην καταγωγή του -στη μοναδικότητα της
καταγωγής του- και στην ιερότητα της αποστολής του. Για τούτο θέλησε να γίνει
και κριτικός, διδάσκαλος, καθοδηγητής, ουσιαστικός αναμορφωτής του Γένους του.
Ζητούσε, όπως έλεγε ο Γαβριηλίδης, "να εξελληνίσει το ρωμαίικο".
και, -τι σφάλμα και ποία ειρωνεία!- τον είπανε γι' αυτό του τον αγώνα
σωβινιστή, ενώ εκείνος αγωνιζότανε κι' αγωνιούσε για μία εθνική αναμόρφωση
τέτοια ώστε να μπορέσουνε μία μέρα oi Έλληνες να εκπληρώσουν τον προορισμό
τους, τον εξανθρωπισμό της Οικουμένης. Ήξερε πως ο Έλληνας δε μπορεί να εivαι
ποτέ σωβινιστής. Κι έτσι (πρέπει πια να γίνει κατανοητό) ζητούσε εθνική
αναγέννηση με πίστη και στόχο όμως στο εθνικό μας ιδανικό.
Απ' αυτή την αντίθεση και μόνο
φαίνεται το τι έχει συμβεί, γύρω στο έργο του και στον χαρακτηρισμό της
προσωπικότητάς του. Ο καθ' ένας πού μιλούσε ή έγραφε για τον Γιαννόπουλο
στηριζότανε σ' ένα μέρος του έργου του πού ή ανταποκρινότανε στο δικό του
εσωτερικό κόσμο ή, ακόμα χειρότερα, με το να θίγει τα κακώς κείμενα, τον
ενοχλούσε προσωπικά. Κι' από δω πηγάζει η πλημμυρίδα εκείνων πού πολεμήσανε το
έργο του και πνίξανε τη θύμησή του. Εδώ βρίσκεται και η εξήγηση της αρνητικής ή
και παθητικής στάσης εκείνων πού αυτός πίστεψε ότι μπορούσαν να δημιουργήσουνε
κάτι το αξιόλογο, ή απλώς τούς είχε εμπιστοσύνη - αν μπορεί να λεχθεί κάτι
τέτοιο. Λίγοι, πολύ λίγοι εiv' αλήθεια, τολμήσανε να εκφραστούνε δημόσια και να
υπερασπιστούνε το έργο και τη μνήμη του.
Έγραψε κάποτε ο Ξενόπουλος πως "για
τους ιδεολόγους του μέλλοντος κάθε φράσις τού Γιαννόπουλου είναι ικανή να
γεννήσει ολόκληρον βιβλίον." Και πραγματικά δεν είναι δυνατόν να
συμβεί διαφορετικά μ' ένα έργο πού ασχολείται τόσο διεξοδικά με την ανάλυση και
τη λεπτομερή εξέταση τής ελληνικής πραγματικότητας, για να καθορίσει έπειτα
δρόμους δημιουργικής ανασύνθεσης. Η πολυμέρεια αυτή είναι άλλωστε πού οδήγησε
και σ' όλες τις σχετικά μ' αυτόν και το έργο του παρεξηγήσεις. Ύστερα είναι
γεγονός ότι για να βρει κανείς τις αλήθειες του Γιαννόπουλου πρέπει στην αρχή
μόνο να μελετάει και να επιφυλαχθεί να βγάλει τα συμπεράσματά του πολύ
αργότερα. Παρουσιάζει τόσα και τόσα πράγματα ο Γιαννόπουλος, αλλά με νέα
εμφάνιση και άλλα, πολλά, τελείως καινούργια, έρχεται τόσες πολλές φορές σε
αντίθεση με τον δημιουργημένο μέσα μας κόσμο, μα απαντάει και σε τόσα -αν όχι
τα περισσότερα- από το εσωτερικά και εξωτερικά μας ερωτηματικά πού τουλάχιστον
σφάλμα θα ήτανε μία πρόωρη έκφραση γνώμης. Γιατί μετά από μία καλή μελέτη του
έργου του το πιο λίγο πού έχει κανείς να κάνει είναι να επαναλάβει τα λόγια του
Ίωνα Δραγούμη:
"Δεν ξέρω αν λεει σωστά
πράγματα ή στραβά το βιβλίον τού Γιαννόπουλου, μα όταν το διάβαζα ήταν σαν
άνεμος να φυσομανούσε μέσα μου τρομαχτικά και να συντάραζε τον ελληνισμό μου
όλον και να με ελευθέρωνε και αφού το διάβασα μου φάνηκε σαν το βορριά τον
παγωμένο πού μανιασμένος σαρώνει τούς βρώμιους από μικρόβια αέρηδες και από
κάθε βρώμα ή σκουπίδι καθαρίζει τον Κόσμο. Το βιβλίο του καθαρίζει τον Έλληνα
που ξέρει να το διαβάσει..."
(Δημήτρης Λαζογιῶργος - Ἑλληνικός,
εἰσαγωγὴ στὸ «Περικλῆ Γιαννόπουλου Ἅπαντα», ἐκδ. Νέα Θέσις, 1963)
Περικλῆς Γιαννόπουλος, ὁ Ἕλλην
Πεθαίνετε, διότι εσκοτώσατε το Πνεύμα.
Ενόσω δεν αναστηθή και αναστηλωθή το Πνεύμα,
αδύνατον να αρχίση η υπάρχουσα Ζωντανή Ελλάς.
(Περικλής Γιαννόπουλος)
Ενόσω δεν αναστηθή και αναστηλωθή το Πνεύμα,
αδύνατον να αρχίση η υπάρχουσα Ζωντανή Ελλάς.
(Περικλής Γιαννόπουλος)
Διά να είναι η Φυλή εις το χάλι που είναι,
φανερόν οτι οι τωρινοί Έλληνες είσθε οι χειρότεροι που υπήρξαν ποτέ.
(Περικλής Γιαννόπουλος)
φανερόν οτι οι τωρινοί Έλληνες είσθε οι χειρότεροι που υπήρξαν ποτέ.
(Περικλής Γιαννόπουλος)
Τό νά αυτοτιτλοφορείσαι
"Έλλην" καί τό νά έχης συνείδηση τί αυτή η έννοια σημαίνει, είναι δύο
διαφορετικά πράγματα. "Έλλην" δέν είναι νά έχης ταυτότητα καί
υπηκοότητα αυτού τού Κράτους πού θέλει, χωρίς νά τ' αξίζη, νά λέγεται "Ελλάς".
"Έλλην" σημαίνει Φώς καί Πνεύμα. Σημαίνει Ανθρωπος καί Εξανθρωπιστής.
Σημαίνει Αρετή καί Κάλος κι Ανδρεία. Σημαίνει Ελευθερία καί Δίκαιον καί σεβασμό
Ετεροδόξων. "Έλλην" σημαίνει Αρμονία καί Ήθος καί Έρως γιά τήν Φύση
καί τόν Κόσμο. Βαρύ τό φορτίο τής κληρονομιάς ενός τέτοιου ονόματος καί λίγοι
έχουν τό δικαίωμα νά τό φέρουν.
Ο Περικλής Γιαννόπουλος υπήρξε
Έλλην! Ελάτρευσε τήν έννοια "Ελλάς" σέ όλη τήν πληρότητά της,
τραγούδησε σέ μιά κοινωνία Κουφών αυτήν τήν Ελλάδα, έζησε μιά ζωή γεμάτη από
Ελλάδα καί πέθανε μ' έναν Ελληνοπρεπή, θυσιαστικό θάνατο -σάν Ηθοποιός Αρχαίας
Τραγωδίας- φωταυγάζοντας στούς τυφλούς καί κραυγάζοντας στούς κουφούς τήν
έννοια "Ελλάς". Γι' αυτά του τά εγκλήματα, καταδικάστηκε απ' αυτή τή
μικρόψυχη κοινωνία τών τυφλών καί κουφών καί τό Ανθελληνικό, Ρωμαίικο κράτος,
στή μέγιστη ποινή τής Λήθης, τήν οποία εκτίει ακόμη.
Οι Ιδέες του όμως ενέπνευσαν καί
επέζησαν μέσα από τά έργα τών φίλων του: τού Κωστή Παλαμά, τού Ανδρέα
Λασκαράτου, τής Μυρτιώτισας, τού Άγγελου Σικελιανού, τού Γρηγόρη Ξενόπουλου,
τού Ιωνος Δραγούμη, τού Βλάσση Γαβριηλίδη, τού Πικιώνη καί πολλών άλλων. Ιδέες
πού σημειοθέτησαν, εχάραξαν καί ευχήθηκαν αυτό που ο ίδιος έλεγε "Ελληνική
Αναγέννηση".
Ο Περικλής Γιαννόπουλος εγεννήθη
στήν Πάτρα, τόν Φεβρουάριο τού 1870. Ο πατέρας του ήταν Γιατρός καί κατήγετο
από τό Μεσολόγγι. Η Μητέρα του από τήν αρχοντική Βυζαντινή οικογένεια τών
Χαιρέτηδων. Μέλη αυτής τής οικογενείας, όπως ο παπούς του Θεόφραστος, έδωσαν τό
όνομά τους στήν Κρητική επανάσταση τού 1841 (επανάσταση Χαιρέτη). Τά παιδικά
του χρόνια στήν Πάτρα, ήταν χρόνια ευτυχισμένα κι ανέμελα, ενός παιδιού γεμάτου
κίνηση καί ζωή. Η αγάπη γιά τή ζωή καί η ορμητική, νεανική απόλαυσή της ήταν
και πάλι τό κύριο χαρακτηριστικό τών δύο χρόνων που σάν φοιτητής Ιατρικής,
έζησε στό πολύβουο, κοσμοπολίτικο Παρίσι. Η σωματική του διάπλαση καί τό όμορφο
πρόσωπο μέ τά γαλανά μάτια καί τό αγέρωχο, ανδροπρεπές ύφος, έκαναν τόση
εντύπωση, ώστε, παρομοιάζοντάς τον μέ άγαλμα τού Πραξιτέλους, τού κόλλησαν τό
παρατσούκλι: "le Dieu Apollon". Ο Αγγελος Σικελιανός έγραψε
γι' αυτήν τήν περίοδο τής ζωής του: "η νιότη του έπαιξε παράφορα, τόν
αυλό, γιά νά χορέψουν μύριοι Σάτυροι, που εξέβγαιναν μπροστά του, μεθυσμένοι
από τή ζέστα τού ήλιου". Μετά τόν θάνατο του πατέρα του καί τά
οικονομικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν, επιστρέφει στήν Αθήνα καί γράφεται
στή Νομική Σχολή, όπου όμως δέν φοίτησε ποτέ. Αρχισε διψασμένα καί μανιωδώς νά
διαβάζει -λές κι ήθελε νά αναπληρώση τά χαμένα χρόνια που επέρασαν κι αυτά που
θά 'ρχονταν καί δέν θά ζούσε. Έκανε μεταφράσεις Ευρωπαίων Κλασσικών καί κυρίως
μελετούσε Αρχαίους Συγγραφείς. Προσπάθησε νά βρή στ' Αρχαία κείμενα, αυτήν τήν
Ελληνουσία που γεννά Πνεύμα, γεννά Πολιτισμούς, γεννά Ανθρωποποιές αξίες.
Μάζευε υπομονετικά καί μεθοδικά όλα αυτά τά στοιχεία καί τά μετέπλαθε στίς
γνωστές "Περικλογιαννοπούλειες Ιδέες", πού άλλοι ειρωνεύτηκαν
καί άλλους - τούς Νοούντες - ενθουσίασαν.
Γιά τίς Ιδέες αυτές υπήρχαν πάντα
πρόθυμες στήλες στίς εφημερίδες καί τά περιοδικά τής εποχής, νά τίς
φιλοξενήσουν. Στόν Νουμά, τά Παναθήναια, τήν Ακρόπολη, τήν Εστία, τό Αστυ, κτλ.
Πολλά άρθρα τά υπέγραφε μέ τ' όνομά του. Αλλα μέ πολλά ψευδώνυμα, οπως:
Ονούφριος, Απολλώνιος, Λίνος, Μαίανδρος, κτλ. Τά τελευταία άρθρα του είχαν τήν
υπογραφή "Θ. Θάνατος". Τά σημαντικότερα έργα του είναι: "Κριτική",
"Ελληνική Γραμμή", "Ελληνικόν Χρώμα", "Σύγχρονος
Ζωγραφική", "Πρός τούς Καλλιτέχνας μας" καί τά
τελευταία του: "Νέον Πνεύμα" καί "Εκκλησις πρός τό
Πανελλήνιον κοινόν".
Τό ύφος τών άρθρων του ήταν πάντα
επιθετικό. Κεντούσε καί ξυπνούσε ναρκωμένες συνειδήσεις, αλλά κυρίως απέπνεε
"Ελλάδα". Γιά τά έργα του έγραψε ο Παλαμάς: "Μιά πνοή πνέει
μέσα τους πλατειά συνθετική. Ανοίγει παράθυρα, δείχνει ορίζοντες, σπέρνει
στοχασμούς, υποβάλλει ιδέες, κηρύχνει αλήθειες, ξυπνάει τήν Ιστορία, γαργαλίζει
τήν περιέργεια, τεντώνει τά μάτια τής Κριτικής. Η ρητορική του είναι καί η
Αρετή του καί η Αμαρτία του".
Τά πρώτα του έργα, όπως "Ελληνική
Γραμμή", "Ελληνικόν Χρώμα", κτλ., ήταν κυρίως
αισθητικά. Ηταν μιά Ιδεαλιστική θεώρηση τών Αξιών καί τών Τεχνικών που θά
έπρεπε νά διέπουν τήν Αρχιτεκτονική, τήν Ζωγραφική, τήν Γλυπτική. Μιά θεώρηση
τής ιδιαιτερότητος, τής Αρμονίας καί τής Πνευματόχρωας αισθητικής που μοναδικά
προβάλλει η Ελληνική Φύσις καί τό Ελληνικό Φώς.
Ο Γιαννόπουλος οραματίστηκε ένα
σύστημα Ελληνικής Κοσμοθεωρήσεως καί Βιοθεωρήσεως τό οποίο αγκαλιάζει κι
εξετάζει κάθε πτυχή τού Ελληνικού Βίου - Πνευματική, Ηθική, Αισθητική,
Πολιτική, ακόμη καί Μεταφυσική - καί χαράζει κατευθύνσεις εξελίξεων στό Μέλλον.
Ο Γρηγ. Ξενόπουλος γράφει σχετικά: "Καί ό,τι κάμνει διά τήν Ζωγραφικήν,
τό αυτό καί μέ τήν Αρχιτεκτονικήν, Γλυπτικήν, ποίησιν, Διήγημα, Δράμα, Γλώσσαν,
κτλ. Εξετάζει πώς είναι έκαστον καί μάς διδάσκει πώς έπρεπε νά είναι. Καί
ολίγον κατ' ολίγον, αρχίζων από τήν Τέχνην, περών εις τήν Γλώσσαν, προχωρών εις
τήν Κοινωνίαν καί καταλήγων εις τήν Πολιτείαν συμπληρώνει εν σύστημα καθολικής
Ελληνικής αναγεννήσεως, πάντοτε επί τη βασει τής ιδίας αρχής καί βάσεως, φύσει
δέ Μεγαλοϊδεάτης μέ πίστιν ακλόνητον εις τήν αξίαν καί δύναμιν τής αθανάτου
Φυλής, καταστρώνει τό μέγα σχέδιον καί ρίπτει τό στερεόν θεμέλιον τού
ονειρευμένου του Νεοελληνικού Πολιτισμού, μεγάλου ως ο Αρχαίος, μεγαλυτέρου από
κάθε άλλον σημερινόν." Περιφρονεί κάθε ξενόφερτο καί κάθε ξενομανές
καί μόνο μίσος, συμφέροντα κι εχθρότητα, βλέπει στή συμπεριφορά τών ξένων (πόσο
επίκαιρα καί σήμερα όλα αυτά, μετά από 80 χρόνια που τίποτε δέν άλλαξε!)
απέναντι τής Ελλάδος, τούς οποίους γενικά καλεί Φράγκους. "Οταν δέν
εκτελούμεν τόν εκπολιτιστικόν προορισμόν μας, μάς βρίζουν οι Φράγκοι. Οταν τόν
εκτελούμεν, τόν αρνούνται καί πάλιν μάς βρίζουν." Καί αλλού: "Ο
Ελληνισμός από καταβολής Κόσμου δέν είχε καμμίαν ημέραν ΣΚΟΤΕΙΝΗΝ καί ούτε ένα
δευτερόλεπτον δυνάμενον νά παραβληθή πρός τά Φραγκικά Μεσαιωνικά Σκότη. Ητο,
είναι καί θά είναι ολόκληρος πάντα καί εν αποσυνθέσει ακόμη, ΦΩΤΕΙΝΟΤΑΤΟΣ. Ο
Φραγκόκοσμος ατίμως ηθέλησε νά εξαπλώση τό δικό του Σκοτάδι καί εφ' ημών."
Πιστεύει ότι μόνη η Ελλάς μέ τίς αναλείωτες Αξίες τού Πολιτισμού της, είναι
δυνατόν νά παράγη ανθρώπους καί ότι η σχέσις Ελληνικής Γής πρός τόν Έλληνα
Ανθρωπο, δέν είναι σχέσις Φυσική, αλλά Μεταφυσική, Θεία, ανεξήγητη. Τό Μέγα
Θαύμα καί τό Μέγα Μυστήριον! Κι ο Εξανθρωπισμός τής Οικουμένης είναι η αποστολή
τής Ελληνικής Ψυχής. Τρείς είναι οι αναβαθμοί τών "Περικλογιαννοπούλειων"
Ιδεών, κατά τόν Δημήτριο Βεζάνη: Ο πρώτος, η αφύπνιση τού Εθνους, η προσπάθεια
δηλαδή ν' αποκτήση τό Έθνος συνείδηση εαυτού καί αποστολής του. Ο δεύτερος, η
δημιουργεία ενός μεγάλου Κράτους, που νά περιλαμβάνη όλους τούς Έλληνες καί όλα
τά Ελληνικά εδάφη. Κι ο τρίτος, η πρός τά έξω ακτινοβολία τού Ελληνισμού, που
ονομάζει Εξανθρωπισμό κι Εξελληνισμό τής Οικουμένης. Φωνάζει στούς πάντες: "Εχετε
υπεράνθρωπα καθήκοντα νά εκτελέσητε. Χωρίς νά τά εκτελέσητε δέν έχετε κανέν
δικαίωμα νά φέρετε τό όνομα ΕΛΛΗΝ."
Είχε βαθειά κι ακράδαντη πίστη ότι ο
Ελληνικός Πυρήν παραμένει ακέραιος στό βάθος κάθε Έλληνος, ακόμη κι αυτού τού
σημερινού τής καταπτώσεως. Έλεγε ότι καί μόνο η χρησιμοποίηση από τούς Έλληνες
τού υβριστικού επιθέτου "Ρωμηός", αρκεί γιά νά δείξη τό μέγεθος αυτής
τής καταπτώσεως. Επιτακτική ανάγκη λοιπόν γιά τό Έθνος, να ξαναγίνη ο
"Ρωμηός", Έλλην! [Σημ. Φ.Μ.: Εἶναι ἀνακριβές, πάντως, ἐὰν αὐτὸ ἐννοεῖ ὁ ἀρθρογράφος, ὅτι ὁ
Περικλῆς Γιαννόπουλος ὑποτιμοῦσε τὴν βυζαντινὴ καὶ χριστιανικὴ κληρονομιὰ τοῦ
Ἑλληνισμοῦ - ἀντιθέτως, τὴν θεωροῦσε τὴν μεγαλειωδέστερη περίοδο τῆς Ἑλληνικῆς
Ἱστορίας. Βλ. π.χ. τὸ ἄρθρον τοῦ
καθηγητοῦ Δ. Κιτσίκη, καθὼς καὶ
ἱστολόγιον Κρατύλος, «Δὲν σβήνει
ὁ Κεραυνός»,
28-1-2008.]
Λίγο πρίν από τόν θάνατό του, τόν
είχε κυριεύσει μιά μεγάλη απογοήτευση που δέν μπορούσε νά μεταδώση στούς
άλλους, τούς πολλούς, όπως ήθελε, αυτόν τόν ασίγαστο καί ακράτητο Έλληνισμό,
που έκαιγε μέσα του. Εκτός από λίγα φωτισμένα μυαλά, τό μεγάλο Κοινό αδιαφόρησε
γιά τό κήρυγμα καί τίς ιδέες του. "Πρέπει νά γίνω Πρακτικός"
έλεγε στούς φίλους του, "Πρέπει νά κάνω κάτι τό Πρακτικόν".
Καί τό έκανε.
Τό πρωΐ τής 10ης Απριλίου τού 1910,
έβρεχε πολύ. Ο Περικλής Γιαννόπουλος, ντυμένος στά ολόλευκα, πήγε μέ αμάξι στό
Σκαραμαγκά. Εκεί, αφού έφαγε σέ παρακείμενο Χάνι, εζήτησε από τόν αμαξά νά
ξεζέψη ένα λευκό άλογο. Τό καβάλησε, χωρίς σέλα καί αναβατήρες, καί προχώρησε
πρός τήν ακτή. Εκεί, αλείφτηκε αρώματα, στεφανώθηκε μέ αγριολούλουδα καί
κάλπασε πρός τά κύματα, μέσα στήν ανοιξιάτικη βροχή. Σάν έφθασε έτσι καβάλα στά
βαθειά, γύρισε τό άλογο πρός τήν ακτή καί κρατώντας μέ τό ένα χέρι τά
χαλινάρια, πυροβόλησε μέ τ' άλλο στόν κρόταφο καί χάθηκε μέσα στούς αφρούς τών
κυμάτων, ενώ τό άλογο ξαναγύριζε ρουθουνίζοντας στήν ακτή.
Μετά από δύο εβδομάδες, η θάλασσα
έβγαλε τό πτώμα του στήν Ιερή γή τής Ελευσίνας. Εκεί καί ετάφη, μέ
Πρωθυπουργική εντολή - όχι επειδή σκέφτηκαν ότι σ' αυτήν τήν ιερή γή, άρμοζε νά
ταφή ένας τόσο άξιος Έλληνας, αλλά γιά τόν φόβο πιθανών επεισοδίων (!) στήν
κηδεία του, στήν Αθήνα, από τούς φίλους του. Στό πορτοφόλι του βρέθηκε ένας
οβολός, που σάν Έλληνας θά πλήρωνε στόν Χάρο γιά νά τόν περάση από τήν λίμνη
Αχερουσία στά Ηλύσια πεδία!
Στόν χαμό του έκλαψαν οι Φίλοι του,
μέ τήν σπαράσουσα μά καί μελωδική δύναμη τού ποιητικού τους λόγου:
Ο Κωστής Παλαμάς:
"Πάει κι ο Αντίνοος έφηβος κι ο πιό λαμπρός που ζούσε
μέ τό όραμα ημερόφαντον ανάστασης ως πέρα
μιάς ομορφιάς Ελλήνισσας, απάνου από τά λόγια,
καί που γοργά τή ζήση του που ζούσε ανάμεσό μας,
καί ξαφνικά, τήν τράβηξε μέσ' από μάς καί φεύγει,
καθώς τραβάς τό χέρι σου νά μή σού τό μολέψη
τό χέρι κάποιου ανάξιου μέ τό χαιρετισμό του."
"Πάει κι ο Αντίνοος έφηβος κι ο πιό λαμπρός που ζούσε
μέ τό όραμα ημερόφαντον ανάστασης ως πέρα
μιάς ομορφιάς Ελλήνισσας, απάνου από τά λόγια,
καί που γοργά τή ζήση του που ζούσε ανάμεσό μας,
καί ξαφνικά, τήν τράβηξε μέσ' από μάς καί φεύγει,
καθώς τραβάς τό χέρι σου νά μή σού τό μολέψη
τό χέρι κάποιου ανάξιου μέ τό χαιρετισμό του."
Ο Μ. Μαλακάσης:
"Τώρα σ' ευλάβεια μνήμης, ω Απολλώνιε ζήσε,
Νέος μαζί κι Αρχαίος - μιά λύπη, μιά χαρά -
Σάν απ' τόν Πραξιτέλη μαρμαρωμένος νά είσαι
Καί σάν ζωγραφισμένος απ' τόν Αη Γκανταρά."
"Τώρα σ' ευλάβεια μνήμης, ω Απολλώνιε ζήσε,
Νέος μαζί κι Αρχαίος - μιά λύπη, μιά χαρά -
Σάν απ' τόν Πραξιτέλη μαρμαρωμένος νά είσαι
Καί σάν ζωγραφισμένος απ' τόν Αη Γκανταρά."
Η Μυρτιώτισσα:
"...Ευγενικέ μας φίλε, η ωραία μορφή σου
ήταν γιά μάς γλυκειά παρηγοριά,
κι ήξερε ν' ανασταίν' η δυνατή ψυχή σου
όλα τά νεκρωμένα μας ιδανικά.
...Ηρθα νά ιδώ τήν άνοιξη - μάς έλεγες στερνά -
γι' αυτήν μονάχα ήρθα στήν ζωή.
Τήν είδα, τήν κατάλαβα, τής ρούφηξα τά μυστικά,
τώρα ξαναγυρίζω στή σιγή."
"...Ευγενικέ μας φίλε, η ωραία μορφή σου
ήταν γιά μάς γλυκειά παρηγοριά,
κι ήξερε ν' ανασταίν' η δυνατή ψυχή σου
όλα τά νεκρωμένα μας ιδανικά.
...Ηρθα νά ιδώ τήν άνοιξη - μάς έλεγες στερνά -
γι' αυτήν μονάχα ήρθα στήν ζωή.
Τήν είδα, τήν κατάλαβα, τής ρούφηξα τά μυστικά,
τώρα ξαναγυρίζω στή σιγή."
Ο Αγγελος Σικελιανός:
"...Κι έφερε η φήμη (ας ήταν μέ τού στίχου
μονάχα τήν ευγένεια νά σηκώση
τού θανάτου τόν πέπλο) πώς καταίβη
σέ άλογο απάνω, στό καθάριο κύμα
καί πώς τό στόλισε μ' ανθούς, κι εκείνος
πώς μ' αγριολούλουδα νεκροστολίστη.
Καί μπροστά στού πελάγου τά ζαφείρια
καί μπροστά στήν αρίθμητην ανάσα,
τού αρμυρού καί ηλιόλουστου αγέρα,
τό άλογο εκέντησε μπροστά στό κύμα,
σά μπρός σ' εμπόδιο, π' άλλαζε τού ανέμου
η πλήθια πνοή καί που όσο άν απλωνόταν
συντριμμένο στόν άμμο, ολόρτο πάλι,
φουσκωμένον ανέβαινεν ορμώντας.
Φωτιά δέ θά ν' ανάψωμε, στόν όχτο
τόν έρμο τούτο, τού κορμιού τού ωραίου
τή στάχτη γιά νά πάρωμε. Τό κύμα
δέν τόν εξέβρασε, ως τόν αδελφό του
τόν Σέλεϋ, μές στών φίλων του τά χέρια.
Καί κανείς στή φωτιά δέ θά νά σκύψη,
μέ τολμηρό τό χέρι, τήν καρδιά του
νά ξεσηκώση μέσα από τή στάχτη
καί μέ σέβας Ιερό, νά τηνε δείξη
στό μοναχό της τόν κριτή, τόν Ηλιο!".
"...Κι έφερε η φήμη (ας ήταν μέ τού στίχου
μονάχα τήν ευγένεια νά σηκώση
τού θανάτου τόν πέπλο) πώς καταίβη
σέ άλογο απάνω, στό καθάριο κύμα
καί πώς τό στόλισε μ' ανθούς, κι εκείνος
πώς μ' αγριολούλουδα νεκροστολίστη.
Καί μπροστά στού πελάγου τά ζαφείρια
καί μπροστά στήν αρίθμητην ανάσα,
τού αρμυρού καί ηλιόλουστου αγέρα,
τό άλογο εκέντησε μπροστά στό κύμα,
σά μπρός σ' εμπόδιο, π' άλλαζε τού ανέμου
η πλήθια πνοή καί που όσο άν απλωνόταν
συντριμμένο στόν άμμο, ολόρτο πάλι,
φουσκωμένον ανέβαινεν ορμώντας.
Φωτιά δέ θά ν' ανάψωμε, στόν όχτο
τόν έρμο τούτο, τού κορμιού τού ωραίου
τή στάχτη γιά νά πάρωμε. Τό κύμα
δέν τόν εξέβρασε, ως τόν αδελφό του
τόν Σέλεϋ, μές στών φίλων του τά χέρια.
Καί κανείς στή φωτιά δέ θά νά σκύψη,
μέ τολμηρό τό χέρι, τήν καρδιά του
νά ξεσηκώση μέσα από τή στάχτη
καί μέ σέβας Ιερό, νά τηνε δείξη
στό μοναχό της τόν κριτή, τόν Ηλιο!".
"Τίς ήτο ο Περικλής
Γιαννόπουλος ο θαλασσοκτονήσας; Τίς δύναται νά τό ειπή; Ο γράφων, όστις τόν
εγνώρισε από εικσαετίας, τόσον ήτο εις θέσιν νά τόν καταλάβη, όσον ένας
γάϊδαρος γκαρίζων δύναται νά αντιληφθή Μπετόβεν. Δι' εμέ ήτο ο εξοχώτερος τών
νέων Ελλήνων."
Μέ αυτήν, τήν τελευταία,
επιγραμματική φράση τού Βλάσση Γαβριηλίδη, θέλω νά τελειώσω κι εγώ τήν δική
μου, σύντομη - καί σίγουρα ελλειπή - αναφορά μνήμης σ' αυτόν τόν σκόπιμα καί
υποβολιμαία άγνωστο γιά τούς πολλούς, "εξoχώτερο τών νέων Ελλήνων".
(Περιοδικὸν «Τετρακτὺς ἀείγνητος».)
Περικλῆς Γιαννόπουλος, Ἴων Δραγούμης, Παῦλος Μελᾶς
Εν τέλει μέσα και πέρα από όλα αυτά
ο Ίδας (Ιων Δραγούμης) μένει ένας λεβέντης, ένα παλληκάρι από ρίζα παλιά,
Ελλαδική. Ως γνωστόν οι λεβέντες και τα παλληκάρια δεν μπορούν να κάνουν τίποτε
στο χώρο της πολιτικής. Καμιά φορά το πολύ πολύ, στο χώρο της λογοτεχνίας ή του
λόγου και της σκέψης, γενικότερα μπορούν να φέρουν έναν αέρα αψύ, ξανασαστικό,
που καίει τα πλεμόνια και ξαναθέτει πρώτες ιδέες. Στα μεγαλύτερά της μεγέθη
αυτή η ποιότητα δίνει έναν Νίτσε ή έναν Κάρλαϋλ, και στις μικρότερές της
ποιότητες, στις εδώ διαστάσεις μας, έστω έναν Περικλή Γιαννόπουλο. Όταν οι
τύποι αυτοί βρουν αρκετή αυτογνωσία και μείνουν οι εαυτοί τους, ασυμβίβαστοι με
τους οχετούς, υπάρχει ελπίδα για αυτούς να δώσουν σε λόγο αυτή την πνοή που
οιστρηλατεί τη ζωή τους. Σε λόγο ή σε οτιδήποτε άλλο το δημιουργικό.
Είναι ένας μεγαλεξανδρισμός αυτή η
ποιότητα, είναι ακριβώς το ηρωίζεσθαι του Κάρλαυλ. Αλλά η ποιότητα αυτή ή θα
είναι η ανάσα μιάς γνήσια και ισχυρότατα ηγετικής στόφας που θα καταφέρη να
σύρει πίσω της επαρκείς απλούς Σάντσους, ώστε να αποτελούν αποδοτικό όργανο
κρούσης των πραγμάτων, και τότε θα δημιουργήσουν ιστορία, ή αλλοιώς είναι
χαμένοι για χαμένοι, αν δεν περιορισθούν στην απόλυτη προσωπική αποχή, και σε
αυτό που λέμε: κάθε λογής καλλιτεχνική δημιουργία.
Από τους τρεις - Περικλή
Γιαννόπουλο, Παύλο Μελά, Ίωνα Δραγούμη - ο Ίδας υπήρξε ο πιο αυτοσπαταλημένος
και αυτοαδικημένος. Πολύ σωστότερα ο Παύλος Μελάς, που ακριβώς δεν είχε την
πνευματικότητα του Δραγούμη και ούτε την αυτογνωσία του, με το ένστικτο όμως
βρήκε τι είχε να κάνη για να φερθή παλληκαρίσια και κατ'απόλυτη εξαίρεση από
όλους, σαν ένας ευγενής ταξικός λεβέντης, απομεινάρι δηλαδή φεουδαρχικού
Μεσαίωνα (αυτό είναι το ψυχολογικό του αρχέτυπο) και πάει εκεί να πιαστή με
τους βούλγαρους κομιτατζήδες, τρώγοντας όσους μπορούσε περισσότερους. Γίνηκε
έτσι ένα σωστό και στέρεο ίνδαλμα, σωστό και στέρεο πρόσταγμα, σύμμετρο δε εν
εσχάτη αναλύσει για κάθε προσωπική πατριωτική συνείδηση που θέλει μόνη της «να
καθαρίση» και να αναμετρηθή με ότι θεωρεί εχθρό.
Σύμμετρο δε πρόσταγμα, ακριβώς γιατί
η δύναμη τέτοιων παλληκαριών, που δεν έχουν τη στόφα του μεγάλου ηγέτη, έχουν
όμως τη λεβεντιά μέσα σε οποιαδήποτε παράταξη και αν βρεθούν, δεν είναι δύναμη
ικανή να πραγματώση περισσότερα από τέτοια έργα προσωπικού ηρωισμού. Και βέβαια
τα έθνη, οι λαοί, οι αγώνες, οι παρατάξεις, πάντα χρειάζονται πολλά τέτοια
παλληκάρια-θύματα και δίκαια τα τιμούν και τα ινδαλματοποιούν. Είναι λύκοι ή
μαντρόσκυλα αυτά, μιάς κοινότητας, είναι τίγρεις ατομικού αγώνα μέσα στα
πλαίσια του όποιου ομαδικού. Είναι η στόφα των μονομάχων, και υπάρχουν πάντα
πλαίσια στους ομαδικούς αγώνες που χωρούν και χρειάζονται τους μονομάχους.
Ένας εθνικός οργανισμός που
λειτουργεί σωστά, με υγεία, πάντα βρίσκει τον τρόπο και τα σχήματα και τα
πλαίσια, σε ειρήνη και σε πόλεμο να εντάξει τα παλληκάρια αυτά, τις τίγρεις,
τους μονομάχους, και να καρπωθή από τη λεβεντιά τους και να τιμήση τις
αυτοθυσίες τους. Όταν όμως είναι ανήμπορος ο εθνικός οργανισμός, ή όποια ομάδα
περιέχει αυτά τα παλληκάρια, να τα εντάξη και να τα καρπωθεί, τότε αυτά
εκτρέπονται συνήθως και μεγαλοανδρίζωνται ζητώντας να παίξουν ρόλο πρώτων
ηγετών, και πάνε χαμένα για χαμένα.
Στους καιρούς μας, εθνικοί
οργανισμοί που είχαν αυτή την υγεία και δύναμη πέτυχαν πάντα αυτές τις
εντάξεις: Να η Αγγλία με τους ήρωες της Ραφ της και του Ναυτικού της, να η
Γερμανία, με τους ήρωες της Λουφτβάφε και των μηχανοκινήτων της, να η Ιαπωνία
με τους ανθρώπους- τορπίλλες και τους καμικάζι, να η παληότερη Γαλλία, με την
Λεγεώνα των ξένων της, να όλες οι μονάδες κομάντος όλων των εθνών που είχαν
βιολογική υγεία και ισχύ κοινωνικών ορμών.
Εδώ ούτε θυσιαστήρια για τέτοιους η
νεοελληνική πραγματικότητα. Έτσι εκτρέπεται ο Δραγούμης, αυτοκτονεί ο Περικλής
Γιαννόπουλος και ζουν καλά οι μέτριοι, οι ανηρωικοί, χωρίς να κερδίζουμε και τίποτε
από τους ελάχιστους ηρωιζόμενους, μέσα σ' όποιους αγώνες ή παρατάξεις.
(Ῥένος Ἀποστολίδης, ἀνέκδοτο
σημείωμα, Μάιος 1978, ἀναγνωσθὲν ἀπὸ τὸν Χρίστο Γούδη στὴν ἐκδήλωσι τοῦ
Ἰνστιτούτου «Ἴων Δραγούμης» πρὸς τιμὴν τοῦ Ῥένου Ἀποστολίδη στὶς 11-3-2009.)
Ἡ διακόσμηση τῆς ἑλληνικῆς ἰδεολογίας
Χαιρέτης, Γιαννόπουλος, Δραγούμης
Ἡ ἐθνικὴ συνείδηση, καὶ μάλιστα
ἐξημμένη μετὰ τὴν ἔκβαση τοῦ πολέμου [1897], ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι τὸ ἰσχυρὸ
συστατικὸ τῆς νεοελληνικῆς ἰδεολογίας. Ὁλόκληρος ὁ Μακεδονικὸς ἀγώνας
[1904-1908] μαρτυρεῖ γιὰ τὴν μετάβαση ἀπὸ τὴ θεωρία στὴν πράξη· ἀλλὰ καὶ στὸ χῶρο
τῆς θεωρίας ἀποκλειστικά, τὸ πέρασμα, χωρὶς διακοπὴ καὶ χωρὶς παέκκλιση ἀπὸ τὸν
ἕνα στὸν ἄλλο αἰώνα, εἶναι πολὺ καθαρό. Τὴν πιὸ λαμπρὴ μαρτυρία τῆς συνοχῆς
αὐτῆς ἀποτελεῖ ἡ συσχέτιση δύο δημοσιευμάτων: «Ἐθνολογισμοὶ» τοῦ Ἐμ.
Χαιρέτη, τοῦ 1905, καὶ «Νέον Πνεῦμα» τοῦ ἀνιψιοῦ του Περικλῆ
Γιαννόπουλου, τοῦ 1906· ὁ πρῶτος ἀνήκει στὴν παλαιὰ φρουρά, γεννημένος τὸ 1838,
ὁ δεύτερος ἐκφράζει, μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο Μελᾶ, μὲ ἄλλους ἀξιωματικοὺς ποὺ
πολέμησαν στὸ Μακεδονικὸ ἀγώνα καὶ μὲ τὸν Ἴωνα Δραγούμη, τὴ γενιὰ τῆς νέας
ἐθνικῆς προσπάθειας, ἐκείνης ποὺ αἰσθάνθηκε τὴν ὁλοκλήρωση τῆς ἀποστολῆς της
μετὰ τὸν πόλεμο. Εἶναι δύσκολο νὰ ξεχωρίσει κανεὶς τὶς θέσεις τοῦ Χαιρέτη ἀπὸ
τὶς θέσεις τοῦ Γιαννόπουλου· ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον στὸ Δραγούμη ἡ διάκριση
γίνεται μᾶλλον μέσα ἀπὸ τὸ κατηγόρημα τῆς ἰδιοσυγκρασίας, τὴ διαφορὰ στὴν ἀγωγὴ
ἢ στὴ μόρφωση, στὶς διαφορετικὲς ἀναγνώσεις, παρὰ στὸ βασικὸ χῶρο, σὲ ἕνα
ἀρχέτυπο ἰδεολογίας πού, ἐκεῖνο, τοὺς εἶναι κοινό. Γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ θὰ εἶχε
κανεὶς τὴν ἀνάγκη νὰ προσφύγει (προκειμένου νὰ ἐξηγήσει διαφορὲς καὶ
ὁμοιότητες) στὸ χῶρο ὄχι τῶν ἀφηρημένων ἰδεῶν ἀλλὰ τῶν συγκεκριμένων
χαρακτήρων. Πάντως ἡ συγκέντρωση βολῆς τὴν ὁποία παρουσιάζουν στὴν Ἑλλάδα
ἐκείνη τὴν ὥρα «Ἐθνολογισμοὶ» (1905), «Νέον Πνεῦμα» (1906), «Μαρτύρων
καὶ Ἡρώων αἷμα» (1907), εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ ἔχει ἀντικειμενικὴ
βαρύτητα στὰ μάτια τοῦ ἱστοριογράφου.
Ἡ διερεύνηση τῆς συμβολῆς τοῦ
Δραγούμη στὴν πορεία τῆς ἑλληνικῆς ἰδεολογίας σωστὸ εἶναι νὰ γίνει κοντὰ στὴν
ὡριμότητά του· ταλαντευόμενος στὴ θεωρία, μὲ ετονη τὴν αἴσθηση τῆς ἀνθρώπινης
παρουσίας κοντά του, Περικλῆς Γιαννόπουλος πρίν, Ἀθανάσιος Σουλιώτης Νικολαΐδης
ὕστερα, φαίνεται, λίγο καιρὸ πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό του, νὰ προσανατολίζεται πρὸς
καινούργιες κοινωνικὲς ἀναζητήσεις. Ἐδῶ, σ᾿ αὐτὸ τὸ ξεκίνημά του μᾶς φτάνει νὰ
δεχτοῦμε τὰ λόγια του, ὅταν μαθεύτηκε ἡ αὐτοκτονία τοῦ Γιαννόπουλου (1910): «Μοῦ
φαίνεται πὼς τώρα ποὺ ἔφυγε κεῖνος, εἶναι ἀνάγκη νὰ φορτωθῶ ὅλα τὰ βάρη
ἐκείνου. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔχω πολλὴ δουλειά, πάρα πολλὴ δουλειά. Οὔτε μιὰ στιγμὴ
τῆς ζωῆς μου δὲν πρέπει νὰ χάσω.»
Στὸ Χαιρέτη, τὸν ὁποῖο καὶ σὲ τοῦτο
ἀκολουθεῖ ἀπὸ πολὺ κοντὰ ὁ Γιαννόπουλος, ὑπάρχει βασικὰ μιὰ ἀνθρωπογεωγραφικὴ
θεωρία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἐφαρμογὴ τῆς θεωρίας τοῦ περιβάλλοντος· ὁ γεωγραφικὸς
χῶρος καθορίζει τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν κατοίκων. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἡ ἔξαρση τοῦ
ἑλληνισμοῦ προβαίνει χωρὶς ὅρια. «Ἐγεννήθημεν καὶ καταγόμεθα», γράφει, «ἐκ
τῆς ἐπιφανεστέρας καὶ εὐγενεστέρας ἐπὶ τῆς γῆς φυλῆς.» Ἤ, ἀκόμη, εἰσάγοντας
τὴν ἔννοια τῆς θείας προνοίας, οἰκεία καὶ ἀπὸ παλαιότερα νεοελληνικὰ κείμενα
(βλ. τόμ. ΙΓ', σελ. 477), οἰκοδομεῖ μιὰ ἱστοριονομικὴ θεωρία: «Διὰ νὰ
γεννηθῇ δὲ ἡ φυλὴ αὕτη, νὰ διαλάμψῃ εἰς τὴν ἀρχαιότητα, καὶ καταυγάσῃ τὴν
ἀνθρωπότητα, νὰ ὑποκύψῃ κατόπιν εἰς τὰς δεινοτέρας τῶν περιπετειῶν, μετὰ τόσους
αἰῶνας νὰ ἀνακύψῃ πάλιν εἰς τὴν ζωήν, φέρουσα ὅλον τὸ ἀρχαῖον πνεῦμα μεθ᾿
ἑαυτῆς καὶ τὸ ἄπειρον σφρῖγος πρὸς ἀνάκτησιν τοῦ πάλαι μεγαλείου καὶ τῆς
πατρίου δόξης, φυλὴ τοιαύτη ἀναγκαίως ὀφείλει νὰ ἦναι πεπροικισμένη ὑπὸ τῆς
Θείας Προνοίας μὲ ἔξοχα καὶ μοναδικὰ προσόντα, καθιστῶντα αὐτὴν τὴν ἐξοχωτέραν
φυλὴν τοῦ κόσμου.» Καὶ γιὰ νὰ πλησιάσουμε στὸ πνεῦμα τῶν χρόνων κατὰ τοὺς
ὁποίους βγαίνει τὸ βιβλίο του, μποροῦμε νὰ σημειώσουμε δύο κρίσεις, μιὰ γιὰ τὸ
Βυζάντιο καὶ μιὰ γιὰ τὴ γλώσσα: τὸ Βυζάντιο εἶναι «δεύτερος περιφανὴς
σταθμὸς καὶ καθέδρα τοῦ νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ»· ὅ,τι λίγα χρόνια πρὶν ἔγραφε
ὁ Ψυχάρης. Ὅμως, ὅ,τι ἔλεγε καὶ ὁ Ἀγησίλαος Γιαννόπουλος Ἠπειρώτης «ἡ
ἐπιμονὴ εἰς τὴν δημοτικὴν γλῶσσαν εἶναι τέλειος ἀναχρονισμός».
Ἀκριβῶς ἀντίστοιχα εἶναι τὰ ὅσα
δίνει ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος ὡς πρὸς τὸν φυσικὸ ἑλληνικὸ κόσμο: ...«ἡ
Ἑλληνικὴ Γῆ ἐγέννησε ζῷον Ἑλληνικόν, τὸν Ἕλληνα, ΕΜΑΣ. Καὶ ὅπως συνέβη καὶ
ἔτυχνε ἡ Γῆ αὐτή μας, νὰ εἶνε ἡ ἡμερωτέρα, ἡ φιλανθρωποτέρα γῆ τοῦ πλανήτου
αὐτοῦ, καὶ τὸ Ζῶον αὐτὸ ποὺ ἐγέννησεν ἔτυχε νὰ εἶνε ὁ: ΑΝΘΡΩΠΟΣ». Ἴσως νὰ παρουσιάζει
μιὰ διάκριση ἀναφορικὰ μὲ τὰ θρησκευτικὰ ζητήματα, ἀλλὰ αὐτὴ ἀγγίζει τὸν κλῆρο
μᾶλλον καὶ τὶς μεταγενέστερες σχετικὲς ἐξελίξεις· δὲν ἀγγίζει οὔτε τὴν Ἐκκλησία
οὔτε τὸ Βυζάντιο.
Τὰ φτερά...
Τὸ καινούριο λοιπὸν ποὺ βγαίνει σ᾿
αὐτὴ τὴν τελευταία δεκαετία, ἡ ὁποία ἐξετάζεται ἐδῶ, δὲν παρουσιάζει θεμελιακὲς
διαφορὲς μὲ τὰ παλαιότερα: τὰ συστατικά, ἡ ἱεράρχηση, εἶναι ἐκεῖνα περίπου ποὺ
κληροδότησε ἡ πρώτη πενηνταετία τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ἀλλὰ μὲ δύο σημαντικὲς
ἀνελίξεις: ἡ μιὰ ἀναφέρεται στὴν ἔντονη ἐπιδίωξη κάποιου συγκερασμοῦ,
συγκρητισμοῦ, στὴν ἐκμετάλλευση δηλαδὴ ἀκέραιας τῆς κληρονομιᾶς τὴν ὁποία ἄφησε
ἡ τότε κατεστημένη ἰδεολογία. Γι᾿ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο τοῦτο τιτλοφορήθηκε «Ἡ
διακόσμηση τῆς ἑλληνικῆς ἰδεολογίας»: σημαίνεται ἔτσι ἡ θέληση, συνειδητὴ ἢ
ἀσυνείδητη, νὰ διαταχθοῦν, νὰ διακοσμηθοῦν μὲ κάποιο χρήσιμο τρόπο τὰ πρὶν
διάσπαρτα καὰ ἀσύντακτα συστατικὰ τῆς ἑλληνικῆς ἰδεολογίας. Ἡ ἄλλη ἀνέλιξη
εἶναι ἐπίσης σημαντική, καὶ πιὸ ἄμεσα ἀποδοτική, ἀφοῦ ὁδήγησε σὲ ἐνέργειες
ἐθνικὰ ἐποικοδομητικές. Εἶναι ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἰδέα καὶ τὴν θεωρία στὴν
πράξη: Τὸ 1909 ὁ Στρατιωτικὸς Σύνδεσμος ἐκφράζει, ἐμπρὸς σὲ ἄμεσους ἐθνικοὺς
κινδύνους, τὴ θέληση γιὰ μιὰ ἄμεση ἀναδιοργάνωση, ἡ ὁποία αὐτὴ τὴ φορὰ πραγματοποιεῖται
ταχύρρυθμα καὶ ὁδηγεῖ πρὸς τοὺς δύο νικηφόρους Βαλκανικοὺς πολέμους.
(Κ.Θ. Δημαρᾶς, κεφ. «Ἡ διακόσμηση
τῆς ἑλληνικῆς ἰδεολογίας» στὴν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», τόμος
ΙΔ', Ἐκδοτικὴ Ἀθηνών, 1977, σελ. 398-409, καὶ εἰδικῶς κεφ. «Χαιρέτης, Γιαννόπουλος,
Δραγούμης» καὶ «Τὰ φτερά...», σελ. 408-409)
Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας
[Σελ. 392] [...] τὸν Πατρινὸ Ἀνδρέα
Ρηγόπουλο (1821-1889), πού, δραματουργός, στιχουργός, ἐξημμένος πολιτικός,
πρόδρομος τοῦ Περ. Γιαννόπουλου, αὐτοκτόνησε στὰ νερὰ τοῦ Αἰγαίου.
[Σελ. 502-503] Ὅμως κι ἀργότερα
ἄλλες γενιὲς καὶ ἄλλοι λόγιοι, ποὺ ἀντιμετώπισαν μὲ συνείδηση καὶ ὑπεύθυνα τὰ
λογοτεχνικὰ μας πράγματα, ἐτίμησαν βαθύτατα τὸν Παπαδιαμάντη. Ἡ ἑλληνολατρικὴ
γραμμὴ ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο, δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ ἀγαπήσει
τὸν εὐαίσθητο ζωγράφο τῆς ἀτμόσφαιρας τοῦ ἑλληνικοῦ νησιοῦ, τὸν ὑμνητὴ τῆς
ἑλληνικῆς παράδοσης, τὸν περιφρονητὴ τῶν ξενόφερτων καινούργιων συρμῶν.
[Σελ. 523-524] Τὸ νοσταλγικὸ τοῦτο
ὅραμα μᾶς φέρνει στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ ἀνακαινιστικοῦ ἀγώνα τῆς ἐποχῆς, στὴν
καθαρὰ ἐθνικὴ προσπάθεια· στὰ ἴδια χρόνια ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος (1869-1910)
προσπαθοῦσε ἐπίσης νὰ ἀρτιώσει τὴν ἀκέρια μορφὴ τῆς Ἑλλάδας στηριγμένος στὴν
ἀγάπη του, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε λογῆς γνώση καὶ ἐμπειρία. Μελετάει τὴν ἱστορία, τὴν
τέχνη, τὸν χῶρο τὸν ἑλληνικὸ καὶ καταλήγει σ᾿ ἕνα ὅραμα τελειότητας.
Νέος πέθανε -αὐτοκτόνησε- ὁ
Γιαννόπουλος· δὲν μπόρεσε νὰ γράψει τὴν μεγάλη σύνθεση ποὺ ποθοῦσε. Ὅμως μὲ τὴν
προσωπικὴ ἀκτινοβολία ποὺ εἶχε, παίρνει μιὰ κεντρικὴ θέση μέσα στὴν ἱστορία τῆς
νεοελληνικῆς παιδείας· «ἡ ἐμφάνισή του», ἔγραψε ἀργότερα ὁ Σικελιανός, «ἀνάμεσα
στὴν ἀστικὴ Ἀθήνα, ἐφάνταζε. καθὼς ἡ εἰκόνα τῶν βουνῶν της, ποὺ ξεβγαίνει ἀπ᾿
ὅποιο δρόμο της κυττάξουμε». Ἀφήνοντας ἔξω ἀπὸ τὴν ἔρευνά μας ἄλλες
ἐκδηλώσεις σὲ ἄλλες μορφὲς τῆς τέχνης, περιορίζομαι ν᾿ ἀναφέρω ὅτι στὸ ξεκίνημα
τοῦ Ι. Δραγούμη καὶ τοῦ Ἄγγελου Σικελιανοῦ, ἡ σκέψη καὶ ἡ φαντασία τοῦ
Γιαννόπουλου ἔαιξαν ρόλο βασικό. Τὸν Σικελιανὸ τὸν συναντοῦμε ἀργότερα, στὴν
ἀκμή του· ὁ Δραγούμης γράφει στὸ ἡμερολόγιό του, ὅταν αὐτοκτόνησε ὁ
Γιαννόπουλος: «Μοῦ φαίνεται πὼς τώρα ποὺ ἔφυγε κεῖνος, εἶναι ἀνάγκη νὰ
φορτωθῶ ὅλα τὰ βάρη ἐκείνου. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔχω πολλὴ δουλειά, πάρα πολλὴ
δουλειά. Οὔτε μιὰ στιγμὴ τῆς ζωῆς μου δὲν πρέπει νὰ χάσω.»
[Σελ. 561] 1900-1912: Εἶναι ἡ ἐποχή,
καθὼς γνωρίζουμε, ὅπου ἡ ἑλληνικὴ συνείδηση κορυφώνεται: Γιαννόπουλος,
Δραγούμης.
(Κ.Θ. Δημαρᾶς, «Ἱστορία τῆς
Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας», 9η ἔκδ., γνώση, 1999, ISBN 960-235-638-3· 1η
ἔκδ., Ἴκαρος, 1949)
Ο άγιος της ελληνικής νεολαίας
Περικλής Γιαννόπουλος
ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΩΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΣ ΛΑΟΣ
κατά τον Περικλή Γιαννόπουλο (1870-1910)
Περικλής Γιαννόπουλος
ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΩΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΣ ΛΑΟΣ
κατά τον Περικλή Γιαννόπουλο (1870-1910)
Του Δημήτρη Κιτσίκη
Τακτικού Μέλους της Καναδικής Ακαδημίας, Καθηγητού Πανεπιστημίου Οττάβας
Τακτικού Μέλους της Καναδικής Ακαδημίας, Καθηγητού Πανεπιστημίου Οττάβας
(Περιοδικό
«Τρίτο Μάτι», τ. 107, Νοέμ. 2002)
«Κάτω η Ελλάς των ψήφων, των μισθών,
των χαρτοπαικτών και των βουλευτών!...»!
«Αναβαπτισθείτε εις το θείον φως της
γης σας και εις τα παραδείσια ελληνικά νερά. Θα εξέλθετε ζωντανοί και θα
εξέλθετε Έλληνες...»! έγραφε ο Περικλής Γιαννόπουλος στις αρχές του 20ού
αιώνα. Ο Ίων Δραγούμης το διάβασε και έγραψε το 1911 το «Όσοι ζωντανοί»...
Σήμερα ο Γιαννόπουλος δεν θα έγραφε
το ίδιο για την Ελλάδα των τηλεοπτικών παραθύρων και της τρομολαγνείας...;
«Σ' αυτού τον ρυθμό τη ζωή μου
τονίζω»! (Ι.
Δραγούμης)
Η συνειδητοποίηση της αλήθειας ότι ο
περιούσιος λαός είναι ο ελληνικός, κατέστη δυνατή χάρις εις το θεόπνευστο έργο
του Περικλή Γιαννόπουλου, που σαν μετεωρίτης διέσχισε, στις αρχές του εικοστού
αιώνος, το στερέωμα της ομηρικής γης και ανεγνωρίσθη άγιος της ελληνικής
νεολαίας! Γιατί είναι ο Γιαννόπουλος που είχε αναφωνήσει: «Μνήσθητί μου
Νέε, όταν έλθης εις την ελληνικήν σου βασιλείαν»!
Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΩΣ ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Είναι γνωστό ότι απ' αρχής κόσμου ο
«διανοούμενος της σειράς», παντού ανά την γην, για να δικαιολογήση την παντελή
έλλειψη δημιουργικότητος που τον διακρίνει- καταφέρεται κατά των αυθεντικών
δημιουργών, χλευάζοντάς τους ως ανισόρροπους και εξηγώντας, με ψευδοφροϋδικά
επιχειρήματα, τις ανησυχίες των δημιουργών αυτών, ως προϊόντα... αρρωστημένων
στερήσεων και ορμών!
Στην Σοβιετική Ένωση ο
αποτελεσματικώτερος τρόπος εξουδετερώσεως των σκεπτόμενων πολιτικών αντιπάλων
ήτο να τους ανακηρύξουν ψυχοπαθείς και να τους εγκλείσουν σε φρενοκομεία!
Οι ΗΠΑ ηκολούθησαν το σοβιετικό
παράδειγμα και μη δυνάμενες να αποκρούσουν τα επιχειρήματα του ρωμαιοκαθολικού,
πολωνικής καταγωγής Αμερικανού αγωνιστού-τρομοκράτου, γνωστού ως «ο
παμβοβιστής» (unabomber, university airline bomber), Θεοδώρου Καζύνσκι, που
είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο του με τίτλο, «Μανιφέστο: Το μέλλον της
βιομηχανικής κοινωνίας» (1996), τον ανεκήρυξαν παράφρονα (βλ. σχετικό άρθρο
μου στο τεύχος 9, φθινοπώρου 1998, του περιοδικού «Ενδιάμεση Περιοχή»).
Ο Γεώργιος Μαλούχος, σε άρθρο του
στην «Καθημερινή» (20-08-2002) με τίτλο «Μαρξ, Μπακούνιν ή Φρόυντ;»
επωφελήθη του θέματος της τρομοκρατικής οργανώσεως 17Ν για να γράψη τα εξής: «Καλές,
λοιπόν, οι ΠΑΜΚ, οι ΚΝΕ και οι διάφορες ΜΛ, ΛΜ, κοκ., αλλά εάν είχε βρεθή κι
ένας χριστιανός να τους πάη στον ψυχολόγο...»!
Εννέα ημέρες ενωρίτερα, η ίδια
σοβαρή εφημερίδα ετιτλοφορούσε άρθρο του Αντώνη Καρακούση για τον Γιωτόπουλο: «Οι
περίεργες συναντήσεις του παράφρονος της 17Ν», ο οποίος και έκλεινε το
άρθρο του με την εξής φράση: «Τα υπόλοιπα ανήκουν στην αρμοδιότητα του
ψυχιάτρου υπουργού Υγείας, κ. Στεφανή».
Ασφαλώς, δεν δικαιολογούμε τις
πράξεις του όποιου Γιωτόπουλου, αλλά επισημαίνουμε την μεθόδευση του
κατεστημένου να προβάλη ως παράφρονα κάθε αντίπαλό του.
Εν τω μεταξύ, δεκάδες εκατομμύρια
είναι οι νεκροί από την... σώφρονα, μη παράφρονα δράση του αμερικανικού κράτους
-καθοδηγητού της ελληνικής αντιτρομοκρατικής δράσεως- ως και της
αντιτρομοκρατικής δράσεως των εκπαιδευμένων από τους Αμερικανούς ανά τον
κόσμον! Π.χ. «κλεισμένοι σε μεταλλικό κοντέϊνερ, με τα οποία μετεφέροντο στο
βόρειο Αφγανιστάν, απέθαναν από ασφυξία τουλάχιστον χίλιοι μαχητές Ταλιμπάνοι,
όπως αναφέρει το αμερικανικό περιοδικό «Newsweek»... Οι αμερικανικές δυνάμεις
εγνώριζαν την κτηνώδη διαδικασία μεταφοράς αιχμαλώτων πολέμου, που
χρησιμοποιούσε ο φιλικώς προς αυτές προσκείμενος πολέμαρχος της Βορείου
Συμμαχίας, Αμπντούλ Ρασίντ Ντοστούμ» («Καθημερινή», 20-08-2002).
Η Ιστορία του ελληνικού κρατιδίου
στον Κ' αιώνα μας διδάσκει ότι η οικοδόμηση κατασταλτικών μέτρων κατά των
δημιουργών, οφείλεται πρωτίστως στους φιλελευθέρους και σοσιαλδημοκρατικούς
κύκλους! Σταθμός υπήρξε η δολοφονία το 1920, του Ίωνος Δραγούμη από τους
ασφαλίτες της αστυνομικής σκιάς του Βενιζέλου, του Παύλου Γύπαρη. Υπό την καθοδήγηση
των Άγγλων αφεντικών, οι οποίοι προηγήθησαν των Αμερικανών, το ελληνικό κατασταλτικό
οικοδόμημα των βενιζελογενών, από το 1924 μέχρι σήμερα -από τον
Παπαναστασίου μέχρι τον Σημίτη- ηκολούθησε την τακτική να εξομοιώνη όλους όσους
προσεπάθουν με βίαια μέσα να αμφισβητήσουν την «κοινωνία», δηλαδή το σύστημα,
με συμμορίτες και κοινούς εγκληματίες, από τους κομμουνιστές του μεσοπολέμου,
στους Απριλιανούς και τα μέλη της 17Ν σήμερα...
Η αρχή έγινε με το ΝΔ της
19/21-04-1924, της βενιζελογενούς κυβερνήσεως Παπαναστασίου «Περί συστάσεως
εν εκάστω νομώ επιτρόπων ασφαλείας», που «ενεπλουτίσθη» το 1926 από τον
Πάγκαλο και κατέληξε στο περίφημο «ιδιώνυμο» της κυβερνήσεως Βενιζέλου,
νόμος 4229 της 24/25-07-1929.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα
βενιζελογενών που εχρησιμοποιήθησαν από τους Αγγλοαμερικανούς για την καταστολή
των αντιπάλων του συστήματος, είναι η παρακάτω μαρτυρία του Ανδρέα Ιωσήφ,
υπουργού του Πλαστήρα το 1952 (στην εκπομπή της NET, 28 Μαρτίου 2002): «Ιωσήφ:
- Γιατί πρέπει να εκτελέσουμε τον Μπελογιάννη; Πλαστήρας: - Ξέρεις γιατί; Μου
μήνυσαν οι Αμερικανοί ότι θα με κρατήσουν πρωθυπουργό αν το κάνω.(!) Ιωσήφ: -
Ρώτησα τότε τον υπουργό Γεώργιο Καρτάλη, εάν σκοπεύη να παραιτηθή σε περίπτωση
εκτελέσεως του Μπελογιάννη. Καρτάλης: - Οι Αγγλοι μου είπαν να μείνω»!
Για δε το ανάστημα του Περικλή
Γιαννόπουλου, οι Έλληνες σοσιαλδημοκράτες, διανοούμενοι της σειράς, έγραφαν
στην εφημερίδα τους «Αυγή», στις 14 Σεπτεμβρίου 1976, για «έναν τύπαρο της
αθηναϊκής ζωής του 1905-1910, τον Περικλή Γιαννόπουλο... ενός ασήμαντου
προσώπου ως προς τις ιδέες του, το οποίο όμως πολύ θαυμάστηκε από τα
ολοκληρωτικά πνεύματα εν Ελλάδι»!
ΧΙΠΠΗΣ Ή ΔΑΝΔΗΣ;
Ο Ίων Δραγούμης (1878-1920) έγραψε
γι' αυτόν τον «τύπαρο»: «Δεν ξέρω αν λέει σωστά πράγματα ή στραβά το βιβλίον
του Γιαννόπουλου, μα όταν το διάβαζα ήταν σαν άνεμος να φυσομανούσε μέσα μου
τρομαχτικά και να συντάραζε τον ελληνισμό μου όλον και να με ελευθέρωνε και
αφού το διάβασα μου φάνηκε σαν τον βοριά τον παγωμένο που μανιασμένος σαρώνει
τους βρώμιους από μικρόβια αέρηδες και από κάθε βρώμα ή σκουπίδι καθαρίζει τον
κόσμο... Σ' αυτού τον ρυθμό τη ζωή μου τονίζω»!
Χίππης ή δανδής, Ζαν-Ζακ Ρουσσώ
(1712-1778) ή Αλφρέδος ντε Μυσσέ (1810-1857)... ΙΗ' ή ΙΘ' αιών... το λοφίο, η
χαίτη της περικεφαλαίας του αρχαίου Έλληνος, του Αμερινδιάνου ή της κόμης του
πανκ, του εκκεντρικού νέου των καπιταλιστικών μεγαλουπόλεων ως έκφραση
αντιεξουσιαστική... τέτοιος ήταν στον εικοστό αιώνα ο φοιτητής Περικλής
Γιαννόπουλος με τις αλλόκοτες «περικλογιαννοπούλειες ιδέες» του, τις
περικοκλάδες του, και το κομψό και ιδιόρρυθμο ντύσιμό του στον νυκτερινό κόσμο
των Παρισίων...
Ο νεαρός Γιαννόπουλος εφόρει
γραβάτες ιππασίας ή ετύλιγε τον λαιμό του με ένα φουλάρι κι έβαζε φανελλένια
κουστούμια. Ακραιφνής αναρχικός, ήθελε να πεθάνη ως Ιαπωνέζος σαμουράι, «νέος
και ορθός». Και μέσα από την έντονη καλλιτεχνική του διαίσθηση που οι
εγκάθετοι απεκάλουν τρέλα, σε μία ποιητική καθαρεύουσα, χρησιμοποιώντας
άκρως βίαιη γλώσσα -σαν τον Γάλλο επαναστάτη του 1789, τον Μαρά και την
εφημερίδα του «Ο Φίλος του Λαού» αντέκρουε την ελληνική μετριότητα του
ελληνικού κρατιδίου, το οποίο σήμερα συνεχίζεται ως έχει υπό την σημιτική του
παραλλαγή, εξαγγέλοντας στους λαούς του πλανήτου την υπερτάτη αλήθεια: «ότι
ο περιούσιος λαός της γης είναι ο Έλλην»!
Ο ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ:
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ, ΟΘΩΜΑΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΦΡΑΓΚΙΚΟ ΤΟΥ ΜΙΣΟΣ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ, ΟΘΩΜΑΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΦΡΑΓΚΙΚΟ ΤΟΥ ΜΙΣΟΣ
Όμως ο αναμφισβήτητα αρχαιολάτρης
Γιαννόπουλος δεν αποκλείει καμμία περίοδο της ελληνικής Ιστορίας! Δεν είναι ούτε αντιορθόδοξος, ούτε
αντιβυζαντινός, ούτε καν αντιοθωμανός. Δεν νοείται ο Έλλην να υπήρξε ποτέ
δούλος και στην αφάνεια της Ιστορίας. Μόνον ο εχθρός του ελληνισμού δύναται να
ισχυρισθή ότι ο Έλλην εγνώρισε 400 χρόνια τουρκικής σκλαβιάς. Ως άρχων του
κόσμου, ο Έλλην υπήρξε πάντα ελεύθερος και στην προχριστιανική Ρώμη και στο
μεταχριστιανικό Βυζάντιο και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία! Ο ελληνισμός
εκινδύνευσε μόνον μετά το 1821, με την επιβολή της Δύσεως, της Ευρώπης, των
βαρβάρων Φράγκων από το Παρίσι, το Λονδίνο και αργότερα από την Ουασιγκτώνα.
Ακριβώς, στην σημερινή Δύση
επικεντρώνει ο Γιαννόπουλος όλο του το μένος. Είναι υλιστής, υπό την
έννοια της Ορθοδοξίας, δηλαδή ότι όλα πηγάζουν από το σώμα, και η ψυχή είναι
απλώς η πνευματοποίηση του σώματος! Έτσι και ο ελληνισμός, που είναι το
αιώνιο σώμα του πλανήτου και που η ενότητα και διαχρονικότητά του καταστρέφεται
από την δυτικόφερτη μανία των νεωτερισμών.
Ναι στην Παράδοση αλλά όχι
στις προλήψεις. Συντηρητικότητα στην εξέλιξη για να μην κοπή το
διαχρονικό νήμα του ελληνισμού, από τον Όμηρο μέχρι τον Παπαδιαμάντη! Όχι
στην Δημοτική που «μεταφράζει» τον Σοφοκλή, αντί να τον αποδίδη
στο ύφος της νεοελληνικής, λες και η γλώσσα του Σοφοκλέους δεν είναι ελληνική
και ότι είναι δυνατόν να μεταφράζης από την ελληνική στην... ελληνική! Για τον
Γιαννόπουλο, αυτό σημαίνει: όχι στην Δημοτική (στα φραγκοχιώτικα
του Ψυχάρη και την μαλλιαρή του Δελμούζου) αλλά όχι και στην
υπερκαθαρεύουσα «που κρύπτει κάθε κενότητα πνεύματος»... Όχι στην
στάχτη των νεκρών προγόνων μας που μας εμποδίζει την αναπνοή· όχι στην χρήση
του πληθυντικού, την στιγμή που απευθυνόμεθα στον ίδιο τον Θεό στον ενικό...
Αρχαιολάτρης αλλά και
βυζαντινολάτρης: ο Γιαννόπουλος αποτελεί μάθημα ελληνικότητος στους σημερινούς
ανεγκέφαλους του δωδεκαθεϊσμού που μισούν Βυζάντιο και Ορθοδοξία, κατά το
πρότυπο της αρχαιολατρίας των Παρισίων και του Λονδίνου. Ο θρησκευτικός μας
κόσμος της Ορθοδοξίας, ο βυζαντινός -ισχυρίζεται ο Γιαννόπουλος- είναι το
κλειδί, είναι το ελληνικό πρότυπο όλων των ελληνικών εποχών, επειδή μας οδηγεί
από τα Προπύλαια του αρχαίου κόσμου στον Μυθολογικό, έως τον ιδανικό
ελληνικό κόσμο που δημιουργεί τον νέο οικουμενικό πολιτισμό. Αυτήν την
εξέλιξη ο Γιαννόπουλος ονομάζει Ελληνική Αναγέννηση για την σωτηρία
του πλανήτου από τον καταστροφικό καρκίνο του δυτικισμού. Αλλά προϋπόθεση
αυτού είναι η αποτίναξη του καταστροφικού ευρωπαϊκού πιθηκισμού.
Το 1821 όμως, οι κοινοί κλέφτες
έγιναν ήρωες και επέβαλαν επί του ξενομανούς ελληνικού βασιλείου την
αγραμματωσύνη, τον εγωισμό καλυπτόμενο ως φιλότιμο και την φιλαρχία ως αλβανική
μπέσα. Έτσι «Ελλάς» περίπου σημαίνει σήμερα «Λιμέρι, προς διαρπαγήν Γης,
Ζωής, Τιμής και περιουσίας του Ελληνισμού». Έτσι, μετά το 1861 κυβερνά ένας
ξένος αντισυνταγματικός βασιλέας ανεύθυνος, για να κυβερνούν αυτοί ως
συμμορία των κομμάτων, να προσκυνούνται οι ξένοι και να αποκτηνώνεται ο
λαός, προσηλωμένος στο χρήμα.
Η βουλευτοκρατία υπήρξε η μοναδική
σκλαβιά στην Ιστορία για τους Έλληνες, οι οποίοι επί 2.500 χρόνια δεν είχαν
ποτέ γνωρίσει σκλαβιά.
Ο Γιαννόπουλος αποκαλεί την Βουλή
των Ελλήνων «Ελλαδικό και Πανελλήνιο Βάραθρο». Το Πολυτεχνείο είναι ο
τάφος των ελληνικών τεχνών, το Ωδείο ο τάφος της ελληνικής μουσικής, το
Πανεπιστήμιο ο τάφος της ελληνικής παιδείας, βγάζοντας «γυαλιστάς
παπουτσιών»!
Κάθε διανοούμενος, που χειρίζεται
την παραδοσιακή συντηρητική ελληνική γλώσσα, αντιμετωπίζεται με ειρωνεία,
σκωπτικά, ως ξένος. Ελληνική Αναγέννηση σημαίνει να παύση ο Έλλην να
νομίζη ότι είναι ελεύθερος επειδή έχει ψήφο, σημαίνει να καταλάβη ότι η
ελληνική ιστορία που εδιδάχθη στα θρανία του Δημοτικού, του Γυμνασίου και του
Πανεπιστημίου περί Τουρκοκρατίας και Ελευθέρου Ελληνικού Κράτους μετά το 1821 είναι
φραγκικά ψεύδη που εξυπηρετούν φραγκικά συμφέροντα, όπως το δήθεν «κρυφό
σχολειό». [Σημ. Φ.Μ.:
Ὁ καθ. Κιτσίκης, ἀπὸ ὑπερβολικόν -μᾶλλον δικαιολογημένον- ἀντιφραγκισμόν,
φθάνει σὲ ὑπερβολικὸν -μᾶλλον ἀδικαιολόγητον- φιλοθωμανισμόν. Βλ. καὶ ἀπάντησιν Κ.
Τάταρη. Γιὰ τὸ
Κρυφὸ Σχολειὸ βλ. καὶ Γ. Κεκαυμένος, «Τὸ Κρυφὸ
Σχολειὸ κι ἡ Ἱστορία: Οἱ πηγές, οἱ μαρτυρίες, ἡ ἀλήθεια».] Διότι ο προορισμός του Έλληνος είναι μόνον ένας: ο
εξανθρωπισμός της Οικουμένης. Και ο Μ. Αλέξανδρος έδωσε στην φυλή μας την
φυσική και πνευματική της διέξοδο προς την Ανατολή, η οποία ωλοκληρώθη με την
Ορθοδοξία, επιβάλλοντας τον ελληνισμό ως πνευματική κοσμοκρατία. Ο Έλλην
είναι περισσότερο από χριστιανός: είναι χριστιανοποιός, ο οποίος και
εδημιούργησε τον χριστιανισμό για τον εξανθρωπισμό της Οικουμένης!
Ο ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΕΙ!
Όπως ένας άλλος λάτρης του
ελληνισμού, ο Γερμανός Νίτσε που αυτοκατεστράφη και απεβίωσε φρενοβλαβής, το
1900, δέκα χρόνια προ του Γιαννόπουλου, υπογράφοντας «Διόνυσος» - έτσι και ο
Γιαννόπουλος, που υπέγραφε «Θάνατος», ηθέλησε να κάψη όλα του τα έργα και όλες
του τις φωτογραφίες! Επί μίαν ολόκληρη ημέρα έκαιγε όγκους χειρογράφων του,
μεταξύ αυτών και το χαμένο για πάντα έργο του, «Αρχιτεκτονική»!
Ετριγύριζε τα βράδυα στην Αθήνα, ξαπλωμένος σε ανοικτή άμαξα γεμάτη από άνθη
πασχαλιάς. Από καιρό είχε την πρόθεση να αυτοκτονήση και το επραγματοποίησε
στις 10 Απριλίου 1910. Την προηγουμένη το βράδυ, πίνοντας μπύρα στο Σύνταγμα με
φίλους, τους εδιάβασε «Το τριαντάφυλλο και το αηδόνι», του Άγγλου Όσκαρ
Ουάϊλδ, που είχε μεταφράσει ο ίδιος.
Ας παρακολουθήσουμε την, απίστευτη
έως μυθική, σκηνή της αυτοκτονίας του όπως την περιγράφει -βασιζόμενος στις
περιγραφές των εφημερίδων των Αθηνών εκείνων των ημερών- ο Δ.
Λαζογιώργος-Ελληνικός, στον Πρόλογο των «Απάντων» του Π. Γιαννόπουλου
(1963): «Την επομένη, μ' όλη τη δυνατή βροχή, ο Γιαννόπουλος, ντυμένος στα
ολόλευκα, με άσπρη φανέλλα, κάλτσες καμωμένες στη Θεσσαλία και γάντια γκλασσέ,
πήρε ένα αμάξι και έφθασε στο Σκαραμαγκά. Εκεί, αφού έφαγε στο χάνι, ζήτησε απ'
τον αμαξά να ξεζέψη ένα άλογο. Το πήρε, καβάλλησε και προχώρησε στην ακτή.
Μπροστά στο κύμα αλείφτηκε αρώματα, στεφάνωσε με αγριολούλουδα το κεφάλι και
κάλπασε προς τα κύματα, μέσα στην ανοιξιάτικη νεροποντή, έχοντας πάνω του ένα
σακκουλάκι με βαρύδια. Σαν έφτασε έτσι καβάλλα, στα βαθειά νερά, γύρισε το
άλογο προς την ακτή και κρατώντας το με τονα χέρι πυροβόλησε με τ' άλλο στον
κρόταφό του και χάθηκε μέσα στα κύματα, ενώ το άλογο ξαναγύρισε αγριεμένο στην
ακτή. Μετά από δύο βδομάδες η θάλασσα έβγαλε το πτώμα του στην παραλία της
Ελευσίνας».
Στο ημερολόγιό του ο Ίων Δραγούμης
έγραψε αμέσως: «Μου φαίνεται πως τώρα που έφυγε κείνος είναι ανάγκη να
φορτωθώ [μέχρι τη δολοφονία του ιδίου το 1920], όλα τα βάρη εκείνου. Και
γι' αυτό έχω πολλή δουλειά, πάρα πολλή δουλειά. Ούτε μια στιγμή της ζωής μου
δεν πρέπει να χάσω»...
Βεβαίως και είχε συνεχιστές ο
Γιαννόπουλος, όπως ο Άγγελος και η Εύα Σικελιανού με την εξανθρωπιστική Δελφική
Ιδέα, όπως και ο αρχιτέκτων Δημήτρης Πικιώνης, οι οποίοι όμως δεν ηδυνήθησαν
ποτέ να τον φτάσουν.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, στην
εφημερίδα «Αθήναι», της 15ης Απριλίου 1910, πέντε μόλις ημέρες μετά την
αυτοκτονία του Γιαννόπουλου, υπενθύμισε τον σάλο που είχε δημιουργήσει το 1906,
η δημοσίευση του έργου του Γιαννόπουλου, «Νέον Πνεύμα». Μεταξύ των άλλων
ο μπουρλοτιέρης Γιαννόπουλος είχε γράψει: «Μη σας ξαφνίζει η χαμηλότης της
γλώσσης. Κανένα γλωσσικόν κατέβασμα δεν θα κατώρθωνε να ζωγραφίση την
ποταπότητα των ελληνικών πραγμάτων... Εσκοτώσατε την ελληνικήν νεότητα, και το
έθνος χωρίς νεολαίαν είναι άνοιξις χωρίς άνθη... Κάτω η Ελλάς των ψήφων, των
μισθών, των χαρτοπαικτών και των βουλευτών!... Ιδού η Ελλάς σας. Η Ελλάς
των δικηγορίσκων, υπαλληλίσκων και βουλευτών... Αναβαπτισθείτε εις το θείον φως
της γης σας και εις τα παραδείσεια ελληνικά νερά. Θα εξέλθετε ζωντανοί [εξ
ου και το βιβλίο του Δραγούμη του 1911, «Όσοι ζωντανοί»] και θα
εξέλθετε Έλληνες... Εάν ερωτηθήτε οι Ελλαδικοί, αυτή είναι η Ελλάς την οποία
ωνειρεύθησαν οι φουστανελάδες πάπποι σας; Θα απαντήσετε, βεβαίως όχι... Αλλά
όχι μόνον σεις, αλλά και τα έσχατα ψηφοφόρα και βουληφόρα καρατομήσιμα κτήνη,
εάν ερωτηθούν, θα σας απαντήσουν, όχι... Εφόσον υπάρχει βουλευτής, αδύνατον να
ύπαρξη νόμος»!
Ο Ξενόπουλος στο άρθρο του είχε
επισημάνει πως «όταν εφάνη το Νέον Πνεύμα το ανελύσαμεν... καθήκον μας τότε
να υψώσωμεν όσον ηδυνάμεθα την ασθενή φωνήν μας... και προ πάντων από τον
«Νουμάν», μολονότι δεν είμεθα τακτικοί συνεργάται του, ακριβώς διότι
εφοβούμεθα, ότι διά τα βιβλία του Γιαννόπουλου, ο οποίος αρκετά
εκακομεταχειρίσθη τον Ψυχάρην και Παλαμάν, δεν θα εγίνετο ο δίκαιος λόγος εις
το όργανον των ψυχαριστών». Πράγματι, ο Δημήτρης Ταγκόπουλος [Σημ. Φ.Μ.: Ὄχι ὁ Ταγκόπουλος· ὁ ὑπὸ
τὸ ψευδώνυμον «Κατακεφαλιᾶς» ἄγνωστος. Εἶχε ἀποδοθεῖ τὸ ἐπίγραμμα στὸν Μ.
Μαλακάση, ἀλλὰ διεψεύσθη ἀργότερα (βλ. «Ὁ Νουμᾶς», 22-8-1920) ἀπὸ τὸν ἴδιον.] στον Νουμά είχε γράψει το παρακάτω
επίγραμμα: «Γι' αυτό το Νέον Πνεύμα σου, σου πρέπει, Περδικλέα, ένα
μπουγαδοκόφινο, για περικεφαλαία!»
[Σημ. «Τ.Μ.»: Ο Περικλής
Γιαννόπουλος (1870 ή 69 · 1910) σαφώς και δεν ήταν μόνο λόγιος, λογοτέχνης και
δημοσιογράφος, όπως συνήθως τον παρουσιάζουν με ελάχιστα λόγια ελάχιστες
εγκυκλοπαίδειες. Ήταν ο οραματιστής του ελληνισμού, ο άγιος της ελληνικής
νεολαίας, το αηδόνι της ελληνικής γης! Όπως μας λέει ο ανηψιός του, γνωστός
συγγραφέας και ερευνητής Γιάννης Γιαννόπουλος, ο τάφος του υπήρχε μέχρι πριν
πέντε-έξι δεκαετίες στο νεκροταφείο της Ελευσίνας. Όταν όμως αποφασίστηκε η νέα
διαμόρφωση της πόλης, μια... μπουλντόζα ισοπέδωσε τον χώρο του νεκροταφείου για
να γίνει πλατεία. Στην «Ελλάδα των ψήφων, των μισθών, των χαρτοπαικτών και των
βουλευτών» ποιος θα ενδιαφερόταν νια τον τάφο του Περικλή Γιαννόπουλου;]
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΣΜΟΣ
Ο Γιαννόπουλος δεν υπήρξε ποτέ
εθνικιστής, όπως υποστηρίζουν κακώς οι Έλληνες εθνικιστές. Ποτέ δεν
υπεστήριξε οιοδήποτε ελληνικό εθνοκράτος. Στόχος του δεν ήτο η Μεγάλη Ιδέα
εξαπλώσεως του ελληνικού κράτους με διευρυνόμενα σύνορα. Δεν ήταν ο Ματζίνι του
ιταλικού εθνοκράτους, ούτε ο Χερτζλ του ισραηλινού εθνοκράτους. Διότι αυτό
θα εσήμαινε συρρίκνωση του ελληνισμού.
Ο ελληνισμός δεν φυλακίζεται μέσα σε
σύνορα, όσο και ευρεία να είναι τα σύνορα αυτά. Ο ελληνισμός είναι πολιτισμός, ο
παγκόσμιος πολιτισμός. Προς το παρόν -μέχρι που να έχωμε πρόσβαση σε άλλους
πλανήτες- προσωρινά σύνορα του ελληνισμού είναι τα σύνορα της γης. Ο
μελλοντικός εξωγήινος όταν θα ταξιδεύση στον πλανήτη μας θα έχη προφανώς στην
κωλότσεπη της στολής του μια ιστορία της γης, η οποία θα φέρη τον τίτλο «Ιστορία
της Ελλάδος», εφ' όσον προβλέπεται ότι η Γη θα μετονομασθή Ελλάς! Αλλά ο
εξωγήινος αυτός θα ανακαλύψη ότι ο ελληνισμός ξεπερνά κατά πολύ και τα σύνορα
του πλανήτου που θα επισκεφθή. Θα ανακάλυψη ότι ο θεϊκής εμπνεύσεως
ελληνισμός ταυτίζεται με το σύμπαν, εφ' όσον εκφράζει την αρμονία του
Σύμπαντος, διότι Ελληνισμός και Θεός είναι έννοιες ταυτόσημες. Γι' αυτό και
ο ελληνισμός δεν ανήκει στους Έλληνες. Πώς είναι δυνατόν το άθεο κρατίδιο
των Αθηνών να αντιπροσωπεύη τον ελληνισμό; Όποιος περάση τις εξετάσεις του
ελληνισμού, αυτός θα γίνη Έλλην! Οι αποτυχόντες θα παραμείνουν εκτός του
περιουσίου λαού.
Για να αποδείξη ότι οι Ελλαδίτες δεν
έχουν καμμία σχέση με τον ελληνισμό, ο Γιαννόπουλος καταφέρεται μετά μανίας
κατά του ελληνικού κράτους. Ο Φαναριώτης Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951), είπε
τα εξής χαρακτηριστικά για τον εκφραστή του ελληνικού παγκοσμισμού: «Ο
Περικλής Γιαννόπουλος υπήρξεν ο μεγαλείτερος ως τώρα, ο ευγλωττότερος και ο
φωτεινότερος απόστολος του κατά φύσιν ελληνικού ζην. Πεπεισμένος βαθύτατα, ότι
η ωραιότερα χώρα και η τελειότερα φυλή είναι η ελληνική, εμίσει θανασίμως κάθε
βάρβαρον ξενισμόν και ωνειρεύετο την Ελληνικήν Αναγέννησιν δια της επιστροφής
εις τα μεγάλα και αιώνια Πάτρια. Το ξένον, το ευρωπαϊκόν, εις το οποίον
δουλεύομεν απ' αιώνων, το ενόμιζε φύσει αταίριαστον προς τον Έλληνα, και
ηγωνίζετο να καταδείξη όχι απλώς και μόνον ότι το ελληνικόν είναι το μόνον
αρμόζον, αλλά και ποίον είναι αυτό το ελληνικόν... Ο Γιαννόπουλος επίστευεν
ακραδάντως εις το μεγαλείον και την αθανασίαν της φυλής. Είχε την ιδέαν, ότι
εξελληνιζόμενον ακόμη μίαν φοράν δι' αναβαπτισμού εις τας πηγάς του, το
ελληνικόν έθνος θα φώτιζε και πάλιν τον κόσμον... Κάθε φράσις του Γιαννόπουλου
είναι ικανή να γέννηση ολόκληρον βιβλίον. Διότι έχομεν την πεποίθησιν, ότι το
«Νέον Πνεύμα» θα έχη τεραστίαν επίδρασιν, υπό έποψιν μάλιστα αισθητικήν... Αλλά
πρέπει να περάση ακόμη καιρός. Το νέον πνεύμα, το ελληνικόν, συνθλίβει τώρα το
μάγγανον του ψυχαρισμού», δηλαδή του καπιταλιστικού ευρωπαϊσμού.
ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΗΣ
Ουδείς δημιουργός δεν ετραγούδησε
την ελληνική ομορφιά όπως ο Γιαννόπουλος. Έκτοτε, αρχιτέκτονες, μουσικοί,
γλύπτες, ζωγράφοι που ηγάπησαν την ελληνική γη, επηρεάσθηκαν βαθύτατα από τον
Γιαννόπουλο, σε σημείο να περιωρίσουν αδίκως την τεραστίαν του συμβολή, στην
αισθητική και μόνον. Τα έργα του, η «Ελληνική Γραμμή», ως και το «Ελληνικό
Χρώμα», που θεμελιώνουν πνευματική υπεροχή, λόγω φύσεως, των Ελλήνων έναντι
όλων των άλλων λαών, δεν είναι δυνατόν να αφήσουν τον ευαίσθητο αναγνώστη
ασυγκίνητο. «Οι Έλληνες», λέγει, «είναι η πνευματική αριστοκρατία των
λαών, είναι ο περιούσιος λαός».
Αλλά ποία είναι η ανώτερη ελληνική
γραμμή; «Είναι μία μόνη γραμμή -λέγει ο Γιαννόπουλος- σαν την παλαιάν
μας τέχνην όπου... όλα τα αγάλματα σαν δίδυμα αδέλφια και κανέν όμοιο με το
άλλο, σαν την βυζαντινήν μας τέχνην, σαν τα δημοτικά τραγούδια... Είναι μία
μόνη γραμμή καμπύλη. Παντού, μία απλούστατη, μαλακωτάτη καμπύλη, υγρά και
φευγαλέα σαν τας μεγάλας και ηρέμους αναπνοάς της θαλάσσης... Η ευθεία γραμμή,
μία ορθή γραμμή ενός μονοκοκκάλου Άγγλου, μιας λογχοειδούς Αγγλίδας, είναι
γραμμή προξενούσα δύναμιν, γεννώσα αντίστασιν, είναι γραμμή αποκρουστική. Μία καμπύλη
γραμμή λόφου, μαλακά καμπυλωμένος λαιμός γυναικός... Και είναι παραδοξότατον
ότι θαυμάζεται τόσον η ιδέα των καμπυλών του Παρθενώνος, διότι είναι φανερόν
ότι αληθής καλλιτέχνης έχων να υψώσει γραμμάς εις ένα λόφον της Αττικής δεν
είναι δυνατόν να λαβή ουδέν άλλο υπ' όψιν παρά ν' αρμονίσει τας γραμμάς του
προς την τριγύρω αρμονικήν καμπύλην... Μία μόνη γραμμή καμπύλη, περιφερική και
μουσικοτάτη».
Αντίθετα, «η ευρωπαϊκή γραμμή
είναι γέννημα φυσικόν και μοιραίον της ευρωπαϊκής φύσεως... Κάθε σπίτι κλεισμένον,
κάθε σώμα τυλιγμένον. Κάθε σπίτι καίει κοκ, κάθε σώμα καίει αλκοόλ... Και ούτε
αυτή η Ιταλία δύναται να αποσπασθή, ούτε αυτή η φωτεινή Ιταλία, η τόσον πλησίον
μας, όπου εσπάρη και εφυτεύθη ακόμη και τόσον ελληνικόν αίμα... Και η γραμμή
αυτή... είναι βάρβαρος... δεν έχει τίποτε να κάμη με ημάς, και η γραμμή αυτή
δεν χωρεί εδώ... Η ελληνική γραμμή, προβαλλόμενη προς την ευρωπαϊκήν, είναι
όπως ένας ωραίος πάνθηρ με μίαν καμήλαν»!
Και ο Γιαννόπουλος συμπυκνώνει το
σκεπτικό του περί περιουσίου ελληνικού γένους, στον χαρακτηρισμόν της ελληνικής
γραφής: «Λαός όστις να έγραψε την ελληνικήν γραφήν της γραμμής, δεν υπήρξε
έως τώρα ουδείς. Και ουδείς άνθρωπος, μη Έλλην... Παραδέχομαι ότι είναι δυνατόν
να υπάρξουν λαοί, οι οποίοι να ανέβουν εις την Σελήνην [ο Γιαννόπουλος το
γράφει αυτό το 1903!]. Αλλά να γράψουν την γραφήν αυτήν, μη όντες γέννημα
και θρέμμα της γης αυτής εδώ, ποτέ, μέχρι συντέλειας των αιώνων»!
Και ποίο είναι το ανώτερο ελληνικό
χρώμα (1904); «Παρατηρήσατε τα βουνό» -λέγει ο Γιαννόπουλος- «ελαφρότατα,
ελαστικώτατα, συστέλλονται, διαστέλλονται, υψώνονται, χαμηλώνουν, μεγαλώνουν,
μικραίνουν, κινούνται, περιπατούν, πηγαινοέρχονται. Τα βουνά της Αιγίνης
έρχονται ενίοτε εις το Φάληρον. Ο Υμηττός το πρωί φεύγει μακράν... Όλη η
γύρωθέν μας φύσις, η γήινη ύλη, χρωμάτων, πετρών, λόφων, βουνών, είναι τόσον
λεπτόγραμμος και λεπτόχρους ως εάν αριστοτέχνης ζωγράφος εξήγεν από ένα φυσικόν
τελειότατον τοπίον το ουσιώδες του γραμμικόν και χροϊκόν κάλλος και συνέθετεν
ένα μουσικόγραμμον και ηδονόχρουν αερογράφημα... Όλα τα χώματα, από των
χαμηλότατων υγρών άμμων των ακτών έως των υψηλοτάτων ξηρών βράχων Υμηττού και
Πεντελικού και Πάρνηθας, είναι ελαφρά σαν σύννεφα».
Η ελληνική γη θα αναπλάση τον τότε
και τον σημερινό γραικύλο: «Νέοι, νέοι, νέοι... ακούετε·, Δώσετε τα μάτια
σας εις ωραία χέρια να καθαρίσουν τους φακούς των με το ροδοπέταλον ύφασμα των
φιλημάτων δια να ιδήτε την ωραιότητα της ελληνικής γης. Όταν θα γίνη ο έξω
κόσμος, έσω κόσμος, της Νεότητας, τότε νέοι θα πετάξετε με φωτεινόν σώμα και
φωτεινόν πνεύμα προς τα φωτεινότατα ύψη σαν τάγματα αγγελικά... Όταν η
ξετσίπωτη γύφτισσα, η τωρινή Ρωμηοσύνη, πετάξη τα παληοχρώματά της και φορέση
τα χρώματα της γης της, τότε θα υπάρξη χροϊκώς: ΕΛΛΑΣ... Το ελληνικόν φως περνά
και κάθε χρωματιστόν γυαλί και κάθε χαρτί και κάθε πανί, δια να αποδεικνύη την
αλήθειαν των πραγμάτων».
Ο ΜΑΓΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Σε αυτά τα πρώτα χρόνια του εικοστού
πρώτου αιώνος ο ελληνισμός συνεχίζει να διανύει την σκοτεινότερη σήραγγα της
Ιστορίας του. Ενώ το ελληνικό σώμα διαπρέπει στον διεθνή αθλητικό στίβο, το
ελληνικό πνεύμα στενάζει υπό την ταφόπλακα του ανύπαρκτου ελληνικού
πανεπιστημίου, της συμμορίας των φιλολόγων (που κατεσκευάσθη από το αμαρτωλό
δίδυμο των Κακριδή-Κριαρά και τα γενιτσαρικά του στίφη) ως και του δημοσιοϋπαλληλικού
πνεύματος των αρχαιολόγων. Πυρηνική επιστήμη, αστροφυσική και αστρονομία είναι
ανύπαρκτες στην σημερινή «ισχυρή» Ελλάδα... Διαβάζοντας τον Π. Γιαννόπουλο,
έχουμε την αίσθηση ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει, μέσα σε εκατό χρόνια, από την
εποχή του. Ο κίτρινος ήλιος της διαφθοράς του κομματικού κράτους λάμπει
εκτυφλωτικά στο ελληνικό στερέωμα, τώρα όπως και τότε. Ας ακούσωμε και πάλι τον
Γιαννόπουλο: «Υπό το παρισινόν φόρεμα του τωρινού αρχοντοχωριάτου, του
ξιπασμένου που είναι ο κάθε τωρινός Έλλην, λάμπει ολοφάνερος δι' όλων των
σωματικών γραμμών, κινήσεων ψυχικών και διανοητικών και καλλιτεχνικών
εκφράσεων: ο κλέφτης. Όπως όλοι οι κλάδοι, όλη η Ελλάς, και όλαι αι τέχναι,
είναι διωργανωμέναι σαφώς κατά το κλεφτικόν σύστημα. Ο κλεφτισμός είναι όμοιος
εις την πολιτικήν, τον στρατόν, την παιδείαν, εις το κάθε τι και εις τας
τέχνας. Δεν υπάρχει ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική, μουσική· υπάρχει
κλεφτισμός ζωγραφικής, γλυπτικής, αρχιτεκτονικής, μουσικής. Δεν υπάρχουν τέχναι
συντεταγμένοι... Υπάρχουν λημέρια, οικόπεδα, θέσεις, τα οποία αρπάζονται
δυνάμει του δικαιώματος του ισχυρότερου». («Προς τους καλλιτέχνας μας»,
Φεβρουάριος 1903).
Παρά ταύτα, για την επιβολή των
ελληνικών ως παγκόσμια γλώσσα, ο Γιαννόπουλος οικοδόμησε την τρίτη κατά
σειράν κοινή ελληνική γλώσσα: Η πρώτη, αυτή που προήλθε από την
μεγαλεξανδρινή οικουμένη, εστολίσθη, προ Χριστού, με τους ποικίλους τόνους, ως
λουλουδοστέφανα, για να δυνηθούν οι ξένοι να μάθουν ευκολώτερα την ελληνική. Η
δεύτερη, της Καινής Διαθήκης, θεόπνευστη και διδακτική, οικοδομήθηκε από τους
Ευαγγελιστές για να διαδώσουν στους ξένους της ελληνικής οικουμένης της εποχής
του Χριστού το ορθόδοξο κήρυγμα. Η τρίτη, διαχρονική, αναρχική, συντηρητική και
επαναστατική, η γιαννοπούλειος ποιητική καθαρεύουσα ανεβίβασε τα
ψυχαρικά φραγκοχιώτικα της τοπικής διαλέκτου των γραικύλων -αυτή που ωνομάσθη
μονοτονική δημοτική- σε παγκόσμια γλώσσα για την πλανητική σκέψη, ποτισμένη από
την πολυχιλιετή ζωντανή, αθάνατη αρχαία ελληνική γλώσσα.
Γιαννόπουλε, η ελληνική νεολαία σε
ευχαριστεί για την προσφορά του πνεύματος και του σώματος σου για να αναγεννηθή
ο ελληνικός παγκοσμισμός!
Ο Περικλής Γιαννόπουλος για τη Δύση...
Έλθωμεν λοιπόν εις τα Μόναχα.
Εκεί ουρανός Κλειστός. Αιωνία
Συννεφιά. Αιωνία Μαυρίλα. Αιώνιον Πένθος. Αιωνία Ομίχλη, Αιωνία Πάχνη. Αιωνία
Υγρασία. Αιωνία Μούχλα. Αιωνία Σαπίλα. Καμπουρογραμμία Γης. Ξυλογραμμία
δένδρων. Και βάρος και πάχος και πύκνα αέρος. Και στούπωμα των πάντων με μπαμπάκια
ομίχλης. Ο Ουρανός κλειστός. Η Γη κλειστή. Ο Αέρας κλειστός. Το Σπίτι κλειστόν.
Το Ρούχον κλειστόν. Το Σώμα κλειστόν. Ο Άνθρωπος κλειστός. Το Πνεύμα κλειστόν.
Ο Ουρανός σκότος. Η Γη πένθος. Τα Φώτα λύπη. Τα Ζώα μελαγχολία. Ο Αέρας υγρά
πηκτή μαυρίλα. Όλος ο ΕΞΩ ΚΟΣΜΟΣ σπρώχνει τον Άνθρωπον εις ένα καταφύγιον, εις
ένα υπόγειον. Και εκεί ζη μίαν ζωήν τεχνητήν. Το Πνεύμα και αι Τέχναι είναι
Επιστήμαι, είναι Μηχανήματα, εμπορεύματα, βιομηχανήματα. Κάμετε μίαν εικόνα,
ένα άγαλμα, όπως και κάθε άλλη μηχανή και βίδα.
Και ζη εκεί με ένα ψεύτικον Φως,
μίαν ζωήν ψεύτικην. Ψεύτικον Φως. Ψεύτικον πνεύμα. Ψεύτικαι τέχναι. Γνωρίζει το
αληθινόν φως, το αληθινόν πνεύμα, την αληθινήν τέχνην από την Ελλάδα, την
Ιταλίαν, τα βιβλία. Ο Ευρωπαίος μιμείται την Εξωτερικήν Φύσιν με την Εσωτερικήν
του Φύσιν...
...Ένας Γερμανός, λόγου χάριν, με
Σώμα υλικής συστάσεως και γραμμικής λεπτότητος Πελασγικού βάθρου, με στόμαχον,
εις τον οποίον η μπίρρα αγωνίζεται να τρίψη τα δυνατώτερα λουκάνικα και τα
ξυλωδέστερα λαχανικά, με εγκέφαλον παχύν, βαρύν, πυκνόν, σκοτισμένον, ομιχλώδη,
λαβυρινθώδη από τους εσωτερικούς ατμούς των ζυμώσεων και στουμπωμένον ακόμη και
από τον πεπιεσμένον ατμόν εκατόν ατμοσφαιρών της ομιχλογερμανοσοφίας και ακόμη
από τους καπνούς της πίπας, μιμείται ό,τι βλέπει, πάντοτε... με ένα ζευγάρι
γυαλιά, συνήθως με δύο, όχι σπανίως με τρία, και εκφράζει διά της Τέχνης του
ό,τι είναι η Γη του και ό,τι είναι αυτός. Έπειτα το βλέπει, το ευρίσκει όμοιον,
του αρέσει κα έπειτα τρέχει, φορεί τη ρόμπα του, φορεί τη σκούφια του, ανάβει
την σόμπα του, κρεμιέται εις την πίπαν του, μένει εκεί οκτώ μήνες και σου πετά
32 τόμους Αισθητικής, όπου όλο το Ωραίον της οικουμένης εξηγείται, σχολιάζεται,
διορθώνεται, κατά την ρόμπα, την πίπα, την σκούφια και την βαρβαροσαπίλα κάθε
Φονπρίτς, Μπουρούμπρουμπούψ, Γκεμποργκενλιούχενχφστυξ.
Τί διάβολον θέλει ο Γερμανός, ο
Σουηδός, ο Παρισινός, ο Λονδρέζος να ομιλή διά πράγματα... που δεν βλέπει! Και
να νομοθετή επί πραγμάτων που δεν βλέπει. Αι γραμμικοί και χροϊκαί τέχναι όλαι
είναι Γραμμαί και Χρώματα. Και ο κάθε Γερμανός, Σουηδός, Παρισινός, Λονδρέζος
πηγαίνει... εις την Ιταλίαν δια να ιδή ουρανόν, αέρα, σύννεφα, γην, φυτά, ζώα,
δια να ιδή Γραμμάς και Χρώματα!
Εις τον τόπον του ο Γερμανός
ζωγράφος βλέπει: Μίαν πεδιάδαν ολόκληρον, ένα ουράνιον αλισιβωτόν χρώμα, του
οποίου η πάχνη, η ομίχλη, η καταχνιά, την πλακώνει, την στουμπώνει, πνίγει κάθε
κρότον, κάθε σχήμα, κάθε γραμμήν και την παρουσιάζει ένα πράσινον υγρόν
ομιχλόχρωμα. Τραβά λοιπόν δέκα πινελιές με πινέλο πλατύ Σοφατζή, από μπογιά
στάχτη της μπουγάδας, άλλες δέκα πράσινες από κάτου και η εικών του είναι
καμωμένη. Μία αγελάδα είναι εμπρός του και του κάνει κόρτε. Διότι και η αγελάδα
εκεί είναι κοντόφθαλμη, διότι και η αγελάδα εκεί διαβάζει φιλοσοφικά
συγγρόματα...
(Περικλής Γιαννόπουλος, «Ελληνική
Γραμμή»/«Ελληνικό Χρώμα»)
* * *
Αλληλογραφία
ΜΙΑ ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ Κο ΚΙΤΣΙΚΗ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ
ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΚΛΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟ
Κύριοι Π. Βουδούρη και Σ. Στίνη,
Χαίρομαι να διαβάζω το Τ.Μ. διότι
εκτός από περιοδικό αναζήτησης είναι ένα βήμα πλούσιου προβληματισμού, αφού σ'
αυτό αρθρογραφούν εκπρόσωποι σημαντικών τάσεων της ελληνικής κοινωνίας.
Ως Έλληνας Εθνικιστής με ιδιαίτερη
χαρά διάβασα το άρθρο για τον Περικλή Γιαννόπουλο -ένας από τους σημαντικότερους
θεωρούς της εθνικιστικής κοσμοθέασης-, άρθρο που εγράφη από τον Δ. Κιτσίκη, ένα
από τα πιο δυνατά μυαλά της αντισυμβατικής πολιτικής σκέψης.
Ως Έλληνας Εθνικιστής όμως θα ήθελα
για το συγκεκριμένο άρθρο, αλλά κυρίως με αφορμή το συγκεκριμένο άρθρο, να
επισημάνω στον κ. Κιτσίκη τα εξής:
Φοβούμαι ότι ο κ. Καθηγητής παρά τη
διαλεκτική κοσμοθέαση και την ελληνική του παιδεία, ερμηνεύει τον ελληνισμό
μονομερώς, δηλ. μόνο μέσα από τα βιώματα και της παραστάσεις που στον ίδιο
είναι περισσότερο οικείες και αγαπητές κι αποτελούν μοναδική(;) ερμηνευτική
μέθοδο της ελληνικότητας. Αν όμως ισχύει αυτό, εάν δηλαδή «βλέπει» τον
Ελληνισμό μόνο από την οπτική γωνιά, για παράδειγμα, του Γεννάδιου Σχολάριου,
σε τι διαφέρει -ως προς τη μονιστική πρόσληψη της ελληνικότητας- από εκείνους
που «βλέπουν» τον Ελληνισμό μόνον υπό την οπτική γωνία, για παράδειγμα, του
Γεωργίου Πλήθωνος-Γεμιστού;
Ο Ελληνισμός, όμως, προχωράει
μακρύτερα και από το σεβαστό Πατριάρχη, ξεπερνάει τις μονομέρειες και του ενός
και του άλλου μέσα από τους δύο μέσα από μία νέα Σύνθεση, όπως αυτή
«σχηματοποιήθηκε» στη Δημοτική μας Παράδοση και γενικότερα στο Νεοελληνικό μας
Μύθο - πολλές φορές ακατανόητο και για τους «δωδεκαθεϊστές» και για τους
«ρωμηοσυνιστές».
Υπό το πρίσμα αυτής της μονομέρειας
διατυπώνει -στο κατά τ' άλλα αξιόλογο, τελευταίο, βιβλίο του- απαράδεκτους
αφορισμούς για τον Τελευταίο Αυτοκράτορά μας και την Εποποιία της Ελληνικής
Επαναστάσεως. Υποβιβάζει τον υπαρκτό μύθο του Κ. Παλαιολόγου, ένα μύθο που
έθρεψε το φυλετικό μας ασυνείδητο για αιώνες, στο επίπεδο των
δυτικοεμπνευσμένων «θρύλων» και με την ίδια αφοριστική διάθεση αντιμετωπίζει τη
Μεγάλη Επανάσταση του 1821.
Όσον αφορά τον Κ. Παλαιολόγο θα
πρέπει να επισημάνω ότι από την απάντησή του στον Μωάμεθ τον Πορθητή (απάντηση
που ταιριάζει σ' ελληνορωμηό Ηγέτη και όχι σε φραγκολατίνο βασιλίσκο) και την
εθελούσια θυσία του έκανε πράξη τον ηρωικό τρόπο ζωής κι έδωσε την ευθανασία
που έπρεπε στη θνήσκουσα αυτοκρατορία και κάτι ακόμη: στο Εκούσιο Πάθος του
Μεγαλομάρτυρα Αυτοκράτορα εξακολουθεί να κοινωνεί σύμπασα η ελληνορωμέικη
Σύναξη, του Αυτοκράτορα που σήμερα κάποιοι αποκαλούν απλά και μόνον «αιρετικό»
και κάποιοι άλλοι («οι παγανιστές») απλά και μόνον... ορθόδοξο χριστιανό.
Στο μύθο της Θυσίας του σαρκώθηκε
και η Μεγάλη μας Επανάσταση που μέσα από τους πρωταγωνιστές της (τους οποίους ο
κ. καθηγητής με αμετροέπεια αποκαλεί «κοινούς κλέφτες» (τον πληροφορώ ότι και ο
Δραγούμης και ο Γιαννόπουλος διαφορετική θέση είχαν και για τον Αυτοκράτορα και
για την επανάσταση)) βλέπουμε να ανθίζουν όλα τα ελληνικά αρχέτυπα μέσα από την
ομηρική φυσιογνωμία ενός Καραϊσκάκη, ή τη βυζαντινή ενός Μακρυγιάννη και είναι
άδικο να θεωρήσουμε το βαυαρικό κατασκεύασμα ως τη φυσική συνέπεια της
Επαναστάσεως και όχι σαν τον τάφο των επαναστατικών οραματισμών.
Ξέρουμε πολύ καλά πώς φέρθηκε η
Βαυαροκρατία σ' έναν Νικηταρά Σταματελόπουλο κι έναν Μακρυγιάννη, που μπορεί να
μην ήταν Φαναριώτες (μεγάλο αμάρτημα) ήταν όμως από τους αυθεντικότερους
εκφραστές της λεγόμενης «Ανατολικής παράταξης».
Όσον αφορά στο συγκεκριμένο άρθρο,
συμφωνώ απόλυτα με τον κ. Κιτσίκη ότι ο Περικλής Γιαννόπουλος προσέγγισε την
προχριστιανική μας κληρονομιά αληθινά, δηλ. χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς
της δυτικής αναγεννήσεως. Συμφωνώ απόλυτα ότι «ο αρχαιολάτρης αλλά και
βυζαντινολάτρης Γιαννόπουλος αποτελεί μάθημα ελληνικότητας στους σημερινούς
ανεγκέφαλους του δωδεκαθεϊσμού που μισούν Βυζάντιο και Ορθοδοξία, κατά το
πρότυπο της αρχαιολατρίας των Παρισιών και του Λονδίνου».
Ελπίζω όμως ότι και ο κ. καθηγητής
να συμφωνήσει μαζί μου ότι ο Π. Γιαννόπουλος αποτελεί μάθημα ελληνικότητας και
για τους ανεγκέφαλους της «άλλης» πλευράς, που νοιώθουν τον Ελληνισμό μόνο μέσα
από το πάπλωμα του Χριστιανισμού τους, αφού έγραφε στην «Έκκλησή» του: «Κοντός
ψαλμός αλληλούια.: Πας παπάς αισθανόμενος ότι είναι πρώτα παπάς και δεύτερα
Έλλην ξουραφισθήτω» και αλλού: «Ελληνική Φυλή δεν σ' έσωσε ο
Χριστιανισμός, αλλά ο ελληνισμός σου και αυτός θα σε σώσει εις το μέλλον. Και
μόνον αυτός».
Ο Π. Γιαννόπουλος σε κανένα δε
χαρίστηκε, κανενός δε χάιδεψε τα αφτιά. Είναι κι αυτό δείγμα της μεγαλοσύνης
του.
Γράφει ακόμη ο κ. Κιτσίκης ότι «ο
Γιαννόπουλος δεν υπήρξε ποτέ εθνικιστής, όπως υποστηρίζουν κακώς οι Έλληνες
εθνικιστές. Ποτέ δεν υποστήριξε οιοδήποτε ελληνικό εθνοκράτος, Στόχος του δεν
ήτο η Μεγάλη Ιδέα εξαπλώσεως του ελληνικού κράτους με διευρυνόμενα σύνορα. Δεν
ήταν ο Ματζίνι του ιταλικού εθνοκράτους, ούτε ο Χερτζλ του ισραηλινού
εθνοκράτους. Διότι αυτό θα σήμαινε συρρίκνωση του ελληνισμού. Ο ελληνισμός δε
φυλακίζεται μέσα σε σύνορα... είναι ο παγκόσμιος πολιτισμός...».
Γνωρίζει καλώς ο κ. Κιτσίκης ότι
εμείς οι Έλληνες Εθνικιστές έχουμε τις καταβολές μας στη ριζοσπαστική πτέρυγα
της Αντιβενιζελικής παράταξης. Συνεπώς ούτε τότε είχαμε ούτε τώρα έχουμε τις
καλύτερες εντυπώσεις για τη βενιζελογενή πρόσληψη της Μεγάλης Ιδέας - χωρίς
αυτό να σημαίνει ότι δεν αποτιμούμε τον πρέποντα σεβασμό στα ιερά οστά των
Μαρτύρων της Μικρασιατικής Καταστροφής και των ηρώων στρατιωτών μας.
Γνωρίζει επίσης καλώς ο κ. Κιτσίκης
ότι ο αντιβενιζελικός Δραγούμης, ο έχων ανατολικό προσανατολισμό, μόχθησε τα
μάλα για να περιληφθεί στα διευρυνόμενα σύνορα του ελληνικού εθνοκράτους η
προγονική του Μακεδονική γη και ότι χωρίς να αναιρέσει το «Ανατολικό Ιδεώδες»
(χωρίς όμως και να ταυτίζεται πλήρως με το Σουλιώτη-Νικολαΐδη - μια προσεκτική
ανάγνωση του «Ὅσοι Ζωντανοί» το αποδεικνύει) έδινε μεγάλη σημασία στην
ύπαρξη του Εθνικού Κράτους ως «ορμητηρίου της φυλής».
Και βέβαια, σήμερα το Εθνικό Κράτος
-το οποίο, βεβαίως, πρέπει να απαλλαγεί από τη γραικυλική του κατάπτωση- είναι
το τελευταίο «πλαίσιο» άμυνας, ασφάλειας κι αυτεξουσίας του Ελληνικού λαού και
η μοναδική βάση για οιονδήποτε άλλον οραματισμό.
Πέρα όμως από τη συζήτηση περί
«τεχνητών ορίων», η ελληνίδα γη -η απόλυτη πραγματικότητα κατά τον Π.
Γιαννόπουλο- αυτοοριοθετείται αν όχι από τα «σύνορα» από την ίδια τη φυσική
πραγματικότητα. Για να το πω «τραβηγμένα», η Ελληνίδα γη -συνεπώς και οι κατ'
εικόνα και ομοίωση ελληνικές αλήθειες- δεν υφίσταται εκεί που αρχίζουν η
Αραβική Όαση και Έρημος, οι ομίχλες του Βαλκανικού Βορρά ή τα βάθη της Ασίας,
δεν υφίσταται ακόμη και στην κοντινή Ιταλία από την οποία απουσιάζει «η
ελληνική καμπύλη γραμμή», συνεπώς «ούτε και αυτή η Ιταλία δύναται να
αποσπασθεί (από την ευθεία γραμμή της δύσης), η τόσον πλησίον μας, που εσπάρη
και εφυτεύθη ακόμη και τόσον Ελληνικόν αίμα». Δηλ. ο Π. Γιαννόπουλος
οικοδομεί την Ελληνική αλήθεια με βάση την ελλαδική πραγματικότητα της γης και
όχι την οικουμενικότητα της Ρωμανίας - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ρωμέικη
έκφραση του ελληνισμού δεν έχει τη βαρύτητα που πρέπει στο έργο του.
Η ελλαδική γη δημιουργεί κατ' εικόνα
και ομοίωση τον Έλληνα άνθρωπο, ο οποίος δημιουργώντας στους κόλπους της τις
κοινότητες του, πλάθει κατ' επέκταση τις υπόλοιπες ελληνικές αλήθειες που
μπορεί να διαφέρουν -πρέπει να διαφέρουν- από άλλες γαίες και άλλες... αλήθειες.
Αυτό είναι το Α και το Ω της σκέψης του Γιαννόπουλου.
Εάν χαθεί η ταύτιση με την Πατρώα
γη, η συνείδηση της φυλής, η αλήθεια της κοινότητας, τότε οιοσδήποτε
κοσμοπολιτισμός -κι ελληνικός ακόμη- έχει ημερομηνία λήξης.
Ο Νίκος Καζαντζάκης στο «Ταξιδεύοντας
– Μοριάς» γράφει τα εξής εύστοχα σχολιάζοντας την αλεξανδρινή παρακμή: «...Κι
έτσι φτάσαμε στην άπιστη, ρεαλιστική, χωρίς υπερατομικό ιδανικό ελληνιστική
εποχή... τα φοβερά μυθολογικά οράματα γίνονται διάκοσμος, γδύνεται η Αφροδίτη
σαν απλή γυναίκα, ο Δίας αποκτάει τσαχπινιά και κομψότητα και ο Ηρακλής
ξαναγυρίζει στο κτήνος... χάθηκε η πίστη στην πατρίδα, ο ατομικισμός
θριαμβεύει. Πρωταγωνιστής πια δεν είναι ο θεός ή ο εξιδανικευμένος έφηβος, παρά
ο πλούσιος πολίτης με τις ηδονές και τα πάθη του, υλιστής, σκεπτικιστής και
χαροκόπος. Το ταλέντο είχε αντικαταστήσει τη μεγαλοφυΐα, και τώρα η καλαισθησία
αντικαθιστά το ταλέντο. Και γεμίζει η τέχνη παιδιά και γυναίκες κοκέτες, σκηνές
ρεαλιστικές κι ανθρώπους κτηνώδεις ή διανοούμενους...».
Τα ανωτέρω, ασφαλώς, δεν σημαίνουν
ότι ο ελλαδισμός και ο ελληνισμός βρίσκονται σε διαλεκτική μεταξύ τους σχέση.
Οι ακτίνες του ελλαδικού ήλιου πρέπει να φωτίζουν και να εξανθρωπίζουν όλους
τους λαούς -όπως σ' όλους ανήκουν οι ακτίνες του φυσικού Ήλιου. Ο «Ηλιακός Δίσκος»
όμως του ελληνισμού «ανατέλλει» και «δύει» στην ελληνική γη κι αυτό χωρίς ίχνος
μικροσωβινισμού.
Θέλω να γνωρίζει ο κ. καθηγητής ότι,
παρά το γεγονός ότι κάποιοι αφορισμοί του για υπαρκτούς ελληνικούς μύθους (κι
όχι για συζητήσιμα θέματα όπως το «κρυφό σχολειό») μας εκνευρίζουν τα μάλα,
διαβάζουμε πάντοτε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα άρθρα και τα βιβλία του. Τον
θεωρούμε «έντιμο πνεύμα», μία γενναία εξαίρεση στο γκρίζο και αποπνικτικό
καθηγητικό κατεστημένο, είμαστε κοινωνικοί σε πολλούς προβληματισμούς του κι
έχουμε την ίδια αγωνία να επανακτήσει ο ελληνορωμηός τη χαμένη του αξιοπρέπεια
και να σταματήσει να ερμηνεύει τον εαυτό του μέσα από τους παραμορφωτικούς
δυτικούς φακούς. Σεβόμαστε το γεγονός ότι αυτός, ένας Κολωνακιώτης στην
καταγωγή, είναι σήμερα ο πιο σκληρός και σοβαρός επικριτής του
αθηναϊκο-κολωνακιώτικου κατεστημένου, των διανοούμενων της σειράς, και του
βενιζελογενούς φιλελεύθερου και σοσιαλδημοκρατικού κατεστημένου. Δεχόμαστε
πολλές από τις επισημάνσεις του, ότι π.χ. ο αντισημιτισμός είναι μία δυτική
ψύχωση άγνωστη στον ψυχισμό του Έλληνα ανθρώπου (στο Εθνικιστικό καθεστώς του
Ιωάννη Μεταξά ο αντισημιτισμός ήταν άγνωστη λέξη) και ότι «Η αγάπη διευρύνει
ενώ το μίσος συρρικνώνει». Ακόμη και την «τουρκοφιλία» του τη θεωρούμε γνήσια
και ειλικρινή, μη έχουσα καμία σχέση με την «ελληνοτουρκική φιλία» του Υπ. Εξ.,
των Ιπεκτσίδων και λοιπών δυτικόστροφων διεθνιστών. Ότι ακόμα και η θέση του
για την Ενδιάμεση περιοχή δεν απορρίπτεται ασυζητητί αλλά -μ' όλες της
ενστάσεις μας και τους επιμέρους προβληματισμούς μας- θεωρείται ως αφετηρία
ενός γόνιμου προβληματισμού.
Καλά θα κάνει όμως και ο ίδιος όταν
αναφέρεται στους Έλληνες εθνικιστές να μην τους συγκρίνει με τους Ιταλιάνους
του Ματζίνι, ούτε με οποιουσδήποτε άλλους, γιατί οι Έλληνες εθνικιστές βιώνουν
και λειτουργούν την κοσμοθεωρία τους διαλεκτικά μέσα από το τρισυπόστατον και
αλληλοτριομορφοδίαιτον της γης, της φυλής και της κοινότητας, θεωρώντας την
υπερτροφία του ενός σε βάρος του άλλου (π.χ. της φυλής σε βάρος της γης - δηλ.
υπερτροφικός φυλετισμός) ως ανεπίτρεπτο μονισμό και «αίρεση».
Και κάτι τελευταίο: η ελληνική
αλήθεια είναι πολύ πιο σύνθετη για να ερμηνεύεται αποκλειστικά και μόνο με βάση
«δωδεκαθεϊστικές», «ρωμαίικες» και πολύ περισσότερο «φράγκικες» αναλύσεις.
Εκτός από το δημοτικισμό των Κριαρά - Κακριδή υπάρχει και ο δημοτικισμός του
Δραγούμη· και ο Π. Γιαννόπουλος την τελευταία νύχτα της γήινης παρουσίας του
ανέγνωσε στους φίλους του το, μεταφρασμένο από τον ίδιο, ποίημα του Όσκαρ
Ουάλντ «το τριαντάφυλλο και το αηδόνι» - που σημαίνει ότι επηρεάστηκε
αρκετά από τον Ευρωπαϊκό Ρομαντισμό. Αυτό δεν τον καθιστά λιγότερο ελληνορωμηό
ούτε μειώνει στο ελάχιστο την εγκυρότητα των αντιδυτικών του επιχειρημάτων.
Με φιλικούς χαιρετισμούς,
Κων/νος Τάταρης
Δικηγόρος
Λάρισα
Κων/νος Τάταρης
Δικηγόρος
Λάρισα
Υ.Γ. Πετυχημένο το εξώφυλλό σας
Φίλε κε Τάταρη και το ΤΜ χαίρεται
που έχει ενημερωμένους και προβληματισμένους αναγνώστες. Επειδή το ενδιαφέρον
γράμμα σας ήλθε ελάχιστες μέρες πριν την εκτύπωση αυτού του τεύχους, η απάντηση
του καθηγητή Δ. Κιτσίκη θα δημοσιευτεί στο επόμενο.
Φιλικά,
ΤΜ
ΤΜ
* * *
«Τρίτο
Μάτι», τ. 109, Ιαν. 2003
Αλληλογραφία
Ο ΘΡΥΛΟΣ, Ο ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Ακολουθεί η απάντηση του καθ. Δ.
Κιτσίκη στην επιστολή του κ. Τάταρη, για τον Περικλή Γιαννόπουλο, που
δημοσιεύτηκε στο προηγούμενο τεύχος.
Ευχαριστώ τον κ. Τάταρη για το
ενδιαφέρον που έδειξε στο άρθρο μου για τον Περικλή Γιαννόπουλο και βασικά
συμφωνώ με τις επισημάνσεις του. Ίσως όμως οι παρακάτω παρατηρήσεις θα του
φανούν χρήσιμες:
Για να υπάρξη συνεννόηση πρέπει κάθε
έννοια που χρησιμοποιείται να αναφέρεται σε έναν κοινό ορισμό. Για τον λόγο
αυτό σε άρθρα μου στο ΤΜ (βλ. τεύχη 100, 103 και 104) και στο βιβλίο μου, «Το
Βυζαντινό Πρότυπο», σ. 36-37, ορίζω την έννοια του μύθου, ειδικά σε
σχέση με την έννοια του θρύλου. Προσωπικά δίδω τεραστία σημασία στον μύθο
και τον θεωρώ απαραίτητο συστατικό στην διαμόρφωση της ιστορικής προσωπικότητος
ενός πολιτισμού.
Παρά την ελληνική προέλευση της
λέξεως και την σημασία της ελληνικής μυθολογίας, στην Ελλάδα η έννοια του μύθου
δεν έχει επιστημονικά επαρκώς μελετηθή και γι' αυτό ο Έλλην αρέσκεται να
χρησιμοποιή την λέξη με την καθημερινή της έννοια.
Την διαλεκτική σχέση ελληνικού
εθνοκράτους και ελληνικού παγκοσμισμού, την εξήγησα στο ένατο κεφάλαιο του
Βυζαντινού προτύπου. ως εξής: «Εάν όμως είναι σωστό να λέγεται πως ο
ελληνισμός είναι παντού και δεν επεκτείνεται από κάποιο κέντρο, η ελληνική
διαλεκτική (εφ' όσον ο Θεός μας εχάρισε την διαλεκτική σκέψη για να πορευώμεθα
προς την αλήθεια) μάς διδάσκει πως όπως ο Θεός είναι συνάμα σύμπαν και κέντρο
(ως πρόσωπο), έτσι και ο ελληνισμός δεν παύει ως σύμπαν να είναι και κέντρο.
Αυτό το γεωγραφικό κεντρικό πρόσωπο του ελληνισμού επεκτείνεται μεταξύ
Αδριατικής και Καυκάσου.» (σ. 145).
Και ο Δραγούμης -εμπνεόμενος εις όλα
από τον Γιαννόπουλο- αποδίδει κορυφαία σημασία στην γη, για το ελληνικό
γίγνεσθαι: «Ένας Έλλην να 'μενε και όλοι οι άλλοι να πέθαιναν και να
ήρχονταν Σουηδοί ή Ιρλανδοί ή Αιγύπτιοι να κατοικούσαν στην Ελλάδα, στα νησιά
και στην λεκάνη του Αιγαίου, θα γίνονταν Έλληνες.» («Ο Ελληνισμός μου
και οι Έλληνες», σ. 3).
Όσο για την ελληνική, δεν υπάρχει
αρχαία, ευαγγελική, καθαρεύουσα ή δημοτική, παρά μόνον στα παραμορφωμένα
φραγκικά μυαλά, αλλά μία διαχρονική και αθάνατη ελληνική γλώσσα, από τον Αδάμ
μέχρι την Δευτέρα Παρουσία και δεν ημπορείς να μεταφράζης από τα ελληνικά στα
ελληνικά.
Τον Αισχύλο δεν τον μεταφράζεις,
απλώς αποδίδεις το γλωσσικό του ύφος στο ύφος το νεοελληνικό, και μόνον η
Εκκλησία μας, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, σέβεται την μία και μοναδική ελληνική
γλώσσα, χρησιμοποιώντας όλα τα ύφη και ιδίως την γραπτή πολυτονική γλώσσα, παρά
τις μερικές εξαιρέσεις μοδέρνων παπάδων που γελοιοποιούνται όταν θέλουν να
είναι in με την νεολαία. Τον ταλαίπωρο αστυνομικό δεν τον ψέγεις όταν σε ερωτά
ποίο είναι -όχι το έτος γεννήσεώς σου- αλλά το έτος γέννησης! Απλώς γελάς να
τον βλέπης γλωσσικώς ενδεδυμένο καραγκιόζη επειδή υποχρεούται να ακολουθή τα
φραγκοχιώτικα του Σημίτη.
Δημήτρης Κιτσίκης
(Δημήτρης Κιτσίκης, «Ὁ ἅγιος τῆς
ἑλληνικῆς νεολαίας Περικλῆς Γιαννόπουλος», «Τρίτο Μάτι», τ. 107, Νοέμ.
2002· Κωνσταντῖνος Τάταρης, «Μιὰ ἐθνικιστικὴ ἀπάντηση στὸν κ. Κιτσίκη μὲ
ἀφορμὴ τὸ ἄρθρο του γιὰ τὸ Περικλῆ Γιαννόπουλο» (ἀλληλογραφία), «Τρίτο
Μάτι», τ. 108, Δεκ. 2002· Δημήτρης Κιτσίκης, «Ὁ θρῦλος, ὁ μῦθος καὶ ἡ
Ἑλληνικὴ Γλῶσσα» (ἀλλλογραφία), «Τρίτο Μάτι», τ. 109, Δεκ. 2003)
Ἰδανικοὶ αὐτόχειρες
Σελ. 57:
Ο φίλος του Παύλος Νιρβάνας ονομάζει
τον Γιαννόπουλο «ξανθόν ιππότη» και θυμάται με θαυμασμό τον τρόπο με τον
οποίο μιλούσε εκείνος:
Ο Γιαννόπουλος μπορούσε να μιλή ώρες
ολόκληρες, χωρίς να ξέρεις στο τέλος τι σου είπε. Είχα όμως την αίσθηση πάντοτε
μιας γοητείας, που δεν μπορούσες να καταλάβης αν ήτανε από τα λόγια που άκουσες,
απ' τη μελωδία της φωνής του ή από κάποια άλλη μυστική ενέργεια, που
ακτινοβολούσε ο εσωτερικός παλμός του λόγου του.
«Ο Γιαννόπουλος ήταν ένας ωραιότατος
νέος», θυμάται ο
συνομήλικός του, θεατρικός συγγραφέας και χρονογράφος Σπύρος Μελάς,
λεβέντης κυπαρισσόκορμος,
αλαβάστρινος, με θαυμάσια σαγηνευτικά, γαλανά μάτια, ένας αρχαίος Έλληνας με
περιβολή δανδή, δικής του συνθέσεως, ζακέττα γκρι-περλ, χιονάτο πλαστρόν, που
διετηρείτο πάντοτε άσπιλο και, αντί άνθους, ένα... γαϊδουράγκαθο στην κομβιοδόχη.
Ήταν μια εμφάνιση άφθαστα κομψή, φυσικά εντυπωσιακή και παρ' όλη την
ιδιορρυθμία της αντρίκια κι' επιβλητική.
Σελ. 52:
Ο Γιαννόπουλος συζητούσε συχνά με
τους φίλους του για τον θάνατο, που τον έβλεπε ως «μίαν μετάβασιν [...] εις
την φύσιν από την οποίαν προήλθομεν σαν παρακλάδι τυχαίο». Σε συνέντευξή
του με δημοσιογράφο της εποχής, ο ιστοριοδίφης της νεότερης Αθήνας και Έφορος
εκείνο τον καιρό της Εθνικής Βιβλιοθήκης Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου, στον
οποίον οφείλεται η πιο πάνω κουβέντα του Γιαννόπουλου, αφηγείται τα ακόλουθα
σχετικά με την αυτοκτονία του φίλου του:
Τον είδα, ολίγας ημέρας προτού
τελέση τους γάμους του με την νύμφην της γαλανής όχθης, και του ωμίλησα και
πάλιν περί θανάτου. Τον είδα να λαμβάνει την στάσιν των κλασσικών αναγλύφων, η
όψις του εχρωματίσθη, τα μάτια του ανέδωσαν αστραπάς και ήρχισε να μου
περιγράφη το ιδεώδες του θανάτου τον οποίον είχε σκεφθή. λέγων τα εξής:
«Να πάρης ένα άτι ωραίο και
κάτασπρο, χωρίς σέλλα, χωρίς χάμουρα και τις άλλες αηδίες. (Ο αποθανών ήτο
δεινός ιππεύς.) Να το καβαλικεύσης και να το πιάσης από τη χαίτη του με το ένα χέρι,
ενώ από το άλλο να κρατής υψωμένο το πιστόλι. Έχων δύο βάρη στα πόδια σου να το
κτυπήσης δυνατά και να μπης μαζί του με όλη την ορμή στη θάλασσα. Όταν δης ότι
δεν μπορείς να προχωρήσης πλέον, να γυρίσης τότε και να πυροβολήσης εις τον
κρόταφον. Το άλογο, αφού σε ξεφορτωθή, μην ανησυχής. Κολυμπώντας αυτό θα βγη
έξω. Και ο αναβάτης θα χαθή μέσα στο βάθος της ωραίας θαλάσσης, χωρίς να φανεί
τίποτα.»
Και λέγεται ότι επανελάμβανε συχνά
με πάθος: «Το άλογο! Το άλογο! Αυτός είναι ο θάνατος! Να καβαλικέψης ένα
άλογο και να πηδήσης από τη μια ζωή στην άλλη!»
Σελ. 54:
Η αυτοκτονία του ιδιόρρυθμου,
μοναχικού και συνάμα πολύ κοινωνικού μέλους της αθηναϊκής διανόησης προκάλεσε,
όπως ήταν φυσικό, μεγάλη εντύπωση. Ο Παλαμάς τον θρήνησε με γλώσσα που θυμίζει
το περίπλοκο ιδίωμα του χαμένου ελληνολάτρη:
Πάει κι ο Αντίνοος έφηβος κι ο πιο λαμπρός που ζούσε
με το όραμα ημερόφαντον ανάστασης ως πέρα
μιας ομορφιάς ελλήνισσας απάνου από τα λόγια
και που γοργά τη ζήση του που ζούσε ανάμεσά μας,
και ξαφνικά, την τράβηξε μες από μας και φεύγει.
με το όραμα ημερόφαντον ανάστασης ως πέρα
μιας ομορφιάς ελλήνισσας απάνου από τα λόγια
και που γοργά τη ζήση του που ζούσε ανάμεσά μας,
και ξαφνικά, την τράβηξε μες από μας και φεύγει.
Και ο νεαρός Σικελιανός, το ίδιο
θερμά και μεγαλόστομα (η αρχή μακροσκελούς ποιήματος με τον τίτλο «Απολλώνιος
Θρήνος»):
Κλάψτε τον ώριο Ιππόλυτον! Ω νιάτα,
που κρατάτε καθάρια μιαν Ελλάδα σκαλισμένη
στα μάρμαρα, ή της Πάρου
ή της Πεντέλης, στης γυμνής Αθήνας
το φως, ή μες στης πλούσιας Ολυμπίας
τα νερά και τα δέντρα, εδώ ζυγώστε.
που κρατάτε καθάρια μιαν Ελλάδα σκαλισμένη
στα μάρμαρα, ή της Πάρου
ή της Πεντέλης, στης γυμνής Αθήνας
το φως, ή μες στης πλούσιας Ολυμπίας
τα νερά και τα δέντρα, εδώ ζυγώστε.
Στίχους για τον Γιαννόπουλο έγραψε
και ο Μιλτιάδης Μαλακάσης με τον τίτλο «Μνημόσυνο στον Περικλή Γιαννόπουλο»:
Τώρα σ' ευλάβεια μνήμη, ω Απολλώνιε ζήσε,
Νέος μαζί κι αρχαίος -μια λύπη, μια χαρά-
Σαν απ' τον Πραξιτέλη μαρμάρινος να είσαι
Και σαν ζωγραφισμένος απ' τον Αη-Γκανταρά.
Νέος μαζί κι αρχαίος -μια λύπη, μια χαρά-
Σαν απ' τον Πραξιτέλη μαρμάρινος να είσαι
Και σαν ζωγραφισμένος απ' τον Αη-Γκανταρά.
Επίσης η Μυρτιώτισσα, με τίτλο «Στον
φίλο που μας έφυγε», δημοσιευμένο στη συλλογή ποιημάτων της «Κίτρινες
Φλόγες». Το παραθέτω ολόκληρο, καθώς αναφέρεται στην ιδέα του θανάτου, που
απασχολούσε τον Γιαννόπουλο ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, ίσως με αφορμή τον
θάνατο του Μωρεάς.
Στη φύση εμέ θα με θυμάστε μόνο,
είπες, κι απ' το πλευρό μας ξέφυγες γοργός
και τώρ' ακολουθεί τον υστερνό σου δρόμο
θλιμένος και βαρύς ο λογισμός.
είπες, κι απ' το πλευρό μας ξέφυγες γοργός
και τώρ' ακολουθεί τον υστερνό σου δρόμο
θλιμένος και βαρύς ο λογισμός.
Ευγενικέ μου φίλε, η ωραία μορφή σου
είταν για μας γλυκειά παρηγοριά,
κ' ήξερε ν' ανασταίν' η δυνατή ψυχή σου
όλα τα νευρωμένα μας ιδανικά.
είταν για μας γλυκειά παρηγοριά,
κ' ήξερε ν' ανασταίν' η δυνατή ψυχή σου
όλα τα νευρωμένα μας ιδανικά.
Και το κορμί σου υψώνονταν σα στήλη αρχαία
και μ' Απριλιάτικη η φωνή σου έμοιαζε βροχή...
είσουν αδέρφι εσύ με όλα τ' απαλά και ωραία
και είσουν το τρανό στολίδι μας εσύ.
και μ' Απριλιάτικη η φωνή σου έμοιαζε βροχή...
είσουν αδέρφι εσύ με όλα τ' απαλά και ωραία
και είσουν το τρανό στολίδι μας εσύ.
Ήρθα να ιδώ την Ανοιξη -μας έλεγες στερνά-
γι' Αυτήν μονάχα ήρθα στη ζωή.
Την είδα, την κατάλαβα, της ρούφηξα τα μυστικά,
τώρα ξαναγυρίζω στη Σιγή.
γι' Αυτήν μονάχα ήρθα στη ζωή.
Την είδα, την κατάλαβα, της ρούφηξα τα μυστικά,
τώρα ξαναγυρίζω στη Σιγή.
Και ο Ίων Δραγούμης στο ημερολόγιό
του τον θρηνεί μ' έναν τρόπο που θυμίζει ερωτικό ποίημα ή, μάλλον,
πεζοτράγουδο, σαν κι εκείνα που έγραφε κάποτε ο πεθαμένος φίλος του:
Είναι όμορφη η Αττική νύχτα μα δεν
είναι ο Γιαννόπουλος εδώ να την ιδεί, λάμπουν μάταια τα άστρα, μάταια
ευωδιάζουν οι πορτοκαλιές του κήπου, και το αηδόνι μάταια τραγουδεί. [...] Και
τα δειλινά, η θλίψη της ομορφιάς των χρωμάτων με πιάνει στο λαιμό, με πνίγει.
Γιατί χάθηκε; Γιατί δεν τα βλέπει πια; Τι λόγο έχουν και υπάρχουν τα πράγματα
που αγάπησε αυτός, αφού αυτός που τ' αγάπησε δεν είναι πια εδώ να τα ιδεί; Τι
λάμπει το άστρο άσκοπα; Τι φέγγει το φεγγάρι; Τι καίει ο ήλιος; Τι φυσάει τ'
αεράκι τα μεσημέρια; Και βιάζομαι, βιάζομαι τρομερά για να φύγω κ' εγώ εκεί που
πήγε κείνος να κατοικήσει. Μ' αρέσει ο θάνατος, τον ερωτεύομαι. Τόσο τον αγαπώ
που όλα τ' άλλα μου φαίνονται σαχλά και ανούσια και μέτρια, οι άνθρωποι και τα
μικροσυμφέροντά τους και τα μικροκαμώματά τους και όλη τους η μικρότητα και
φρονιμάδα. Βία τρελλή με παίρνει κατά το θάνατο. Πότε να τελειώσω τις δουλειές
μου όλες, όσες ανάγκασα τον εαυτό μου να φορτωθεί; Πότε να τελειώσω για να
φύγω; Τι όμορφος που είναι ο θάνατος! Πώς με τραβά! Αισθάνομαι αηδία για τα
πράματα της ζωής. Και όμως την αηδία αυτή θέλω να νικήσω. Θέλω να ζήσω.
Είναι φανερό ότι ο Δραγούμης, όπως
και πολλοί διανοούμενοι της ρομαντικής εποχής του Γιαννόπουλου, δεν
αντιμετώπιζαν την ιδέα του θανάτου με φόβο και την αυτοκτονία σαν κάτι το
άρρωστο ή το ατιμωτικό. Κι ένας ωραίος θάνατος -η ευθανασία των αρχαίων-
ταίριαζε με την ελληνολατρία του Γιαννόπουλου, που τη συμμερίζονταν άνθρωποι
του πνεύματος όπως ο Δραγούμης, ο Σικελιανός, ο Παλαμάς και η Μυρτιώτισσα. «Και
ήμουν μεθυσμένος και φόρεσα λουλούδια», συνεχίζει ο Δραγούμης στο
ημερολόγιό του,
γιατί λουλούδια και κείνος θα
φορούσε αν ζούσε, και θα ήθελε και κείνος να μη γιορτάσει κανείς το θάνατό του
αλλοιώς παρά με λουλούδια και με γέλια και χαρά. Μα η χαρά εκείνη η τρισμεγάλη,
η βαθύτατη, η ηδονική, η τραγική χαρά της μέθης του θανάτου, είναι ο πόνος, ο
πόνος που φτάνει ως την ηδονή!
Θὰ ἀποτολμοῦσα τὰ ἐξῆς συμπεράσματα
γιὰ τὸ ἔργο καὶ τὴν ὅλη πνευματικὴ παρουσία τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου.
Πρῶτον: ἀναμφισβήτητα τὸ ἔργο του ἀποτελεῖ
καταγγελία, γελοιοποίηση καὶ σύγκρουση μὲ ὁλόκληρη τὴν κοινωνία τῆς ἐποχῆς του,
τύπου καὶ ἐπιπέδου Ὄσκαρ Οὐάιλντ. Ὁ ἰδιόρρυθμος βίος τοῦ Γιαννόπουλου ἀποτέλεσε
μιὰ πρόκληση γιὰ τὴν συντηρητικὴ κοινωνία τῆς ἐποχῆς του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν διὰ
τοῦ τρόπου ζωῆς του ἀπόρριψη καὶ ἀποστασιοποίησή του ἀπ᾿ αὐτήν.
Δεύτερον: ἡ πρωτοτυπία τοῦ Γιαννόπουλου
ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἐπιλέγει τὴν μέθοδο τῆς πολιτικῆς κριτικῆς, ἀλλὰ
μιὰ μέθοδο συνολικῆς κριτικῆς, σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς νεοελληνικῆς ζωῆς, μὲ
αἰχμὴ τὴν αἰσθητική.
Τρίτον: ὁ Γιαννόπουλος εἶναι ἕνας μεγάλος
σουρεαλιστής, πρὶν τὴν ἐμφάνιση τοῦ σουρεαλισμοῦ. Ὅλη ἡ δομη τῆς σκέψης του
ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος γραφῆς του παραπέμπουν στὸν σουρεαλισμὸ ἢ προλέγουν τὸν
σουρεαλισμό, καθὼς καὶ παρεμφερεῖς ἐπαναστατικὲς κινήσεις στὸν χῶρο τῆς
λογοτεχνίας, π.χ. ἡ αὐτόματη γραφή. Σουρεαλιστικὴ ἦταν ἐπίσης ἡ ἐμφάνιση καὶ ὁ
βίος του.
Τέταρτον: ὁ Γιαννόπουλος εἶναι ὁ εἰσηγητὴς
τοῦ Ἑλληνοκεντρισμοῦ, ἀλλὰ ὁ ἑλληνοκεντρικὸς χαρακτήρας του προκύπτει ἀπὸ τὶς
εὐρωπαϊκὲς ἐμπειρίες του, καὶ ἀρνητικά, διότι ἦσαν τραυματικὲς γι᾿ αὐτόν, καὶ
θετικά, διότι ἦρθε σ᾿ ἐπαφὴ μὲ τὴν εὐρωπαϊκὴ πνευματικὴ πρωτοπορία τῆς ἐποχῆς
του.
Πέμπτον: κανεὶς ἄλλος νεοέλληνας
διανοούμενος δὲν διατύπωσε τὸσο σκληρὴ κριτικὴ στὸν σύγχρονο Εὐρωπαϊκὸ
πολιτισμὸ ὅσο ὁ Γιαννόπουλος καὶ μάλιστα ὄχι ἀπὸ βαλκανικὴ- ἀνατολίτικη-
ἐπαρχιώτικη σκοπιὰ ἀλλὰ μὲ πλήρη αὐτοπεποίθηση γιὰ τὴν συγκριτικὴ ὑπεροχὴ τοῦ
(διαχρονικοῦ) ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ.
Ἕκτον: ὁ Γιαννόπουλος παρουσιάζει, πάλι
πρὶν ἀπὸ τὴν ἐποχή του, μία οἰκολογικὴ ἀντίληψη στὰ ἔργα του. Ὄχι μόνον τὰ
κείμενά του, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ ζωή του εἶχε οἰκολογικό, καὶ μάλιστα μὲ τὴν
σημερινὴ ἔννοια, χαρακτῆρα. Καὶ πρακτικά, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι πέρναγεμεγάλο
μέρος τῆς ζωῆς του στὴν ὕπαιθρο, ἀσχολούμενος μὲ τὰ φυτά, τὰ λουλούδια κ.λπ.
καὶ πεθαίνοντας ἔφιππος στὴν θάλασσα. Ἀλλὰ καὶ θεωρητικά, διότι θεώρησε ὅτι ἡ
ἀνθρώπινη δράση καὶ δημιουργία, ἡ πολιτικὴ καὶ ἡ τέχνη πρέπει νὰ ἀποτελοῦν
ἐποικοδόμημα τῆς φύσης, τῶν φυσικῶν δεδομένων κάθε τόπου. Καὶ τὴν ποιότητα τῆς
ἑλληνικῆς τέχνης συνέδεσε μὲ τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ ἑλληνικοῦ τοπίου.
Ἕβδομο: τὸ ἀνεφάρμοστο τῶν ἰδεῶν τοῦ
Γιαννόπουλου προκύπτει ἀπὸ τὴν πικρὴ ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἑλλάδα ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν
Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση δὲν ἦταν ἕνα αὐτόνομο κράτος ποὺ μποροῦσε νὰ
αὐτοπροσδιορισθεῖ πολιτικά, κοινωνικὰ καὶ πολιτιστικά, ἀλλὰ μιὰ ἐξαρτημένη
ἀποικία τῶν «προστατιδῶν δυνάμεων», ποὺ ἐλεγχόταν πλήρως σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα,
πρᾶγμα ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ συμβαίνει καὶ σήμερα.
(Μελέτης Μελετόπουλος, «Περικλῆς
Γιαννόπουλος: Βίος, ἔργο καὶ αὐτοκτονία», περ. «Νέα Κοινωνιολογία», τ. 39,
Φθινόπωρο 2004, σελ. 137-178)
Δοκίμιο
Το ιλαρόν φως του Περικλή Γιαννόπουλου
Η καθαρότητα των γραμμών του ελληνικού τοπίου
Η καθαρότητα των γραμμών του ελληνικού τοπίου
ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Περικλής Γιαννόπουλος. Πορτραίτο που κάηκε στο φως
ΣΕΙΡΑ «ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ (ΥΠΟΓΕΙΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ)»
«ΗΛΕΚΤΡΑ»
ΣΕΛ. 182, ευρώ 15
Περικλής Γιαννόπουλος. Πορτραίτο που κάηκε στο φως
ΣΕΙΡΑ «ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ (ΥΠΟΓΕΙΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ)»
«ΗΛΕΚΤΡΑ»
ΣΕΛ. 182, ευρώ 15
«Εις του Αιγαίου τα ονειρώδη
ρεύματα, σπασμένα κοσμοθραύσματα, [...] υψούνται υπό των κυμάτων, πολύμορφα
συμπλέγματα ορέων, άλλα περιδέραιον Ελλάδος, άλλα περιδέραιον Ασίας, άλλα χοροί
ανάμεσον αυτού, αι πολυάριθμοι και πολύφημοι νήσοι...»
Όσοι από μας συλλαμβάνουμε την
ποίηση μονομερώς, σαν μια κατάσταση υπερβατική, νομίζω πως το ανωτέρω απόσπασμα
από το κείμενο του Περικλή Γιαννόπουλου «Νύμφες του Αιγαίου»* συνηγορεί
για να εισχωρήσουμε εμφαντικά και στο γήινο μέρος της ποιητικής γλώσσας, καθώς
απεικονίζει ευδιάκριτα ακριβώς αυτή την αναλογία γλώσσας και τοπίου. Η απόδοση
της σαφήνειας και της καθαρότητας των γραμμών που μεταφέρει το ελληνικό τοπίο,
ήταν ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν τη σκέψη του Π.Γ., συμπληρωματικά με
τις ιδέες του κάλλους και του φωτός, δυο γήινες και ταυτοχρόνως υπερβατικές
«ελληνικές» πραγματικότητες.
Ο Γιαννόπουλος αναφερόταν στο
ελληνικό φως, χρησιμοποιώντας την αρχαία του ονομασία: φάος. Το αγάπησε
παράφορα και το εγκατέστησε στο κέντρο των αισθητικών και φιλοσοφικών του
αναλύσεων. Το συνέδεσε με την υπαρξιακή ισορροπία της ελληνικής φυλής και την
ιστορική της ταυτότητα, το αντιδιέστειλε με το σκότος του Βορρά, το αναγνώρισε
ως ρέουσα πραγματικότητα στην ανάδειξη μιας ελληνικής χρωματικής γκάμας μέσα
στα έργα της ζωγραφικής.
Στην ιδιαίτερη αγάπη του για το
τοπίο και τον ηθικό προσανατολισμό του, αναγνωρίζει κανείς την επίδραση του
Τζον Ράσκιν και του Ιππόλυτου Ταιν (θεωρία για το περιβάλλον). Το ίδιο εμφανείς
είναι άλλωστε και οι επιδράσεις του από τον Ουόλτερ Πέιτερ, τον Τιμπονέ, τον
Νίτσε, τον Μπερξόν. Ωστόσο, παρά τον έρωτά του για το φως, ο Γιαννόπουλος είναι
αυτός στον οποίον οφείλουμε την πρώτη ελληνική μετάφραση του «Κορακιού»
(του σκοτεινού αριστουργήματος του Πόε). Μαζί με την εργασία του για τη «χαμένη
κόρη που οι άγγελοι αποκαλούν Λενόρ», παράλληλα μετέφραζε «Το αηδόνι και
το τριαντάφυλλο» του Ουάιλντ: η προφάνεια της αντίθεσης, σκιαγραφεί,
νομίζω, και το ψυχικό πορτρέτο του Π.Γ.
Στην προσωπική του λογοτεχνική
παραγωγή αποδεικνύεται εξαιρετικά ολιγογράφος: μόνο δεκαπέντε πεζά ποιήματα. (Ο
Απόστολος Σαχίνης τα συμπεριέλαβε στη μελέτη του για την Πεζογραφία του
Αισθητισμού.) Το υπόλοιπο έργο του, συμπυκνωμένο σε οκτώ άρθρα αισθητικής και
πολιτικής κατεύθυνσης, περιέχει τις νέες ιδέες, χάρη στις οποίες αναγορεύτηκε
(μαζί με τον Ιωνα Δραγούμη), ως ο Έλληνας θεωρητικός του εθνικισμού.
Σήμερα, ο οξύς και επιθετικός τόνος
της «ελληνικότητας» του Γιαννόπουλου, ιδωμένος από την ασφαλή απόσταση ενός
μεταγενέστερου, αποκαλύπτει εύκολα την ιστορική του σκοπιμότητα: αποτέλεσε έναν
μηχανισμό πυροδότησης της αυτοσυνειδησίας, μια απάντηση στη φλέγουσα
αναγκαιότητα ωρίμανσης της ελληνικής ψυχής. Ο Π.Γ. (όπως ακριβώς ο Νίτσε, ο
Φίχτε, ο Έμερσον, ο Ράσκιν, ο Καρλάιλ), ήταν ένας «ταραχοποιός» που ανέλαβε
ρόλο κήρυκα, διαφωτιστή και μεταρρυθμιστή. Εργαλεία του: η ελληνική φύση, η
ελληνική γραμμή, το ελληνικό πνεύμα. Μέσα σ' αυτό το τρίπτυχο αναπτύσσεται ο
«εθνικισμός» του. Ωστόσο ο Ξενόπουλος έγραψε (1908): «Ο Γιαννόπουλος είναι
πρώτον και κύριον -και ίσως δεν είναι τίποτε άλλο από αισθητικός.» [Σημ. Φ.Μ.: Οὐδεμία ἀντίφασις· ἀπὸ
τὴν ἑλληνικὴ φύσι, ἀκριβῶς, πηγάζει ὁ ἐθνικισμὸς τοῦ Γιαννόπουλου, γι᾿ αὐτὸ καὶ
εἶναι φυσικός, γνήσιος καὶ γερὰ θεμελιωμένος, καὶ ὄχι ἐπίπλαστο, ξενόφερτο
ἰδεολόγημα.]
Από κοντά, ο Παλαμάς θα συμπληρώσει
για τον Γιαννόπουλο: «Η ρητορική του ήταν και η αρετή του και η αμαρτία του.»
(Ας μου επιτραπεί η ειρωνεία: το ίδιο ακριβώς ίσχυσε και για τον Παλαμά.) Παρά
ταύτα, θα ήταν λάθος να σταθεί κάποιος στις υπερβολές και στις ακρότητες της
γλώσσας του Γιαννόπουλου, της οποίας η υπόσταση δεν προσδιορίζεται μόνο από την
αισθητική της χροιά, αλλά και από τον τόνο ενός βαθύτερου ψυχικού σημείου που
ενώνεται κατευθείαν με τους κραδασμούς της ελληνικής γης. Έχω την αίσθηση ότι ο
τόνος αυτός μεταφέρει το ρεύμα μιας μυστικής ζωής που μας αφορά - και δεν
αναφέρομαι στην ειδική προσωπικότητα του Γιαννόπουλου αλλά σε κάτι πιο χθόνιο
και ταυτοχρόνως ουράνιο, ως περίληψη της ιστορίας και της ευαισθησίας ενός λαού
που αισθητικοποιείται και εγγράφεται σ' έναν ποιητικό καθρέφτη, για να μπορεί
να διαθλά, όχι μια εμμονή παρελθοντολογίας, αλλά τη μαγιά μιας νέας
πραγματικότητας.
Ίσως αυτό ακριβώς να είχε σκεφτεί ο
Ελύτης όταν έγραφε για τον Δραγούμη και τον Γιαννόπουλο: «Ήταν πολύ νωρίς
για να μπορέσω να ξεχωρίσω [...] το υγιές μέρος που έκλειναν οι απόψεις τους.
[...] Βέβαια ερχόντανε και τότε στιγμές που το μήνυμά τους το βαθύτερο με
άγγιζε και τότε το έβρισκα ωραίο».
Ο Ελύτης, λοιπόν. Να κάποιος που δεν
έκρυψε την επιρροή του από τον Γιαννόπουλο («Ανοιχτά χαρτιά»). Ένα έργο
κρίνεται σημαντικό όταν μπορεί να διαχυθεί μέσα σε άλλα έργα για να γεννήσει
σπινθήρες ζωής, κινήσεις ιδεών, αισθημάτων, εμπνεύσεων, αντιδράσεων,
καινοτομιών, καταστροφών. Ο Π.Γ. έχει επιδράσει· και δεν εννοώ βεβαίως τους
λογής λογής εθνικιστές (αρχαιότερους και νεόκοπους) [Σημ. Φ.Μ.: Ἡ ἀρθρογράφος ἐννοεῖ,
προφανῶς, σωβινιστές· διότι, ἐθνικιστές, κάθε ἄλλο παρά... χοντροκομμένοι,
εἶναι ἀσφαλῶς καὶ ὁ Γιαννόπουλος καὶ ὁ Δραγούμης καὶ ὁ Σικελιανός καὶ ὁ
Παλαμᾶς.], παρά άλλα
πνεύματα περισσότερο εκλεπτυσμένα. Ο Άγγελος Σικελιανός, για παράδειγμα, του
χρωστάει την πρώιμη ποιητική ματιά του. Αλλά μήπως και ο Παλαμάς στον «Δωδεκάλογο
του Γύφτου» ή ο Θεοτοκάς στις «Μέρες Αργίας» δεν μοιάζουν να τον
ακολουθούν κατά πόδας, παρά τις ενστάσεις τους και την επικριτική τους διάθεση;
Αν δεν είχε προϋπάρξει ο συγγραφέας
της «Ελληνικής Γραμμής», ίσως ο Σεφέρης να μην είχε «κοιτάξει» μ' αυτό
τον τρόπο το ελληνικό φως για να του αποδώσει «μια λειτουργία ενανθρωπισμού» («Μια
σκηνοθεσία για την "Κίχλη"»). Ο Γιαννόπουλος, όσο κι αν μοιάζει
ιδεοληπτικός, ακραίος, «ρομαντικός», απροσάρμοστος, είναι βέβαιο ότι, ως φύση
μυστικιστική, κατέχει το κλειδί μιας απόλυτης διαύγειας. Έτσι, μεταγγίζει τον
έρωτα για το φως στη γενιά του '30, μέσα από μια οργανική συνέχεια, η οποία δεν
σχετίζεται με ζητήματα αισθητικής τάξεως αλλά απαντά σ' ένα αιτούμενο ψυχικής
διάρθρωσης.
Αισθάνομαι ότι ο Σεφέρης, καθώς
καταθέτει τις ιδέες του για την ελληνικότητα, διαγράφει το ίδιο το πρόσωπο του
Γιαννόπουλου: «Όλο το ζήτημα είναι πόσο βαθιά και πόσο αληθινά ο Έλληνας θα
ατενίσει τον εαυτό του και τη φύση του, που δεν μπορεί να μην είναι μέσα στη
μεγάλη φύση, την ελληνική. Κι εδώ βέβαια οι δρόμοι είναι σκοτεινοί, μήτε φελάν
οι συνταγές.» (από το «Διάλογο» με τον Κ. Τσάτσο). (Είναι ξεκάθαρο
ότι ο «ορθός λόγος» του Σεφέρη δεν θα μπορούσε να πληγεί από τη
«φαντασιοπληξία» του Γιαννόπουλου, ή την ακραία πολιτική του στάση, όμως
εμβολιάζεται μ' ένα γνήσιο μεταφυσικό αίσθημα που εισχωρεί εντός του για να
ισχυροποιήσει το πεδίο εκείνο, ακριβώς πριν την απομάγευση του κόσμου.)
Ο Σεφέρης, βεβαίως, εν αντιθέσει με
τον Κατσίμπαλη, αρνείται την όποια ιδεολογική συνάφεια με τον συγγραφέα της «Ελληνικής
Γραμμής» («Δοκιμές Β»). (Από τον Ρόντερικ Μπήτον, στην πρόσφατη
βιογραφία του για τον Σεφέρη, μαθαίνουμε πως ο τελευταίος είχε κρατήσει
σημειώσεις για να γράψει μια «δοκιμή» και για τον Γιαννόπουλο.)
Συμπληρώνω δυο λόγια για το θέμα της
«ελληνικής ανωτερότητας» του Π.Γ. Αν θα ήθελα να μιλήσω με ψυχολογικούς όρους,
θα τόνιζα ότι εκείνος που επιμένει να φωνασκεί την ανωτερότητά του, το κάνει
ακριβώς γιατί αισθάνεται κατώτερος. Ο Γιαννόπουλος, ταυτισμένος με την ελληνική
συνείδηση του καιρού του, η οποία μετέφερε αυτήν ακριβώς τη μειονεξία σε σχέση
με την ευρωπαϊκή της ταυτότητα, αναλαμβάνει έναν πολύ συγκεκριμμένο ρόλο: να
μεταλλάξει και να μετουσιώσει τη χαμηλή αυτοεικόνα του Ελληνα. Έτσι, τον
προσκαλεί να εισχωρήσει στο λαμπερό αρχαίο κέντρο του -το αληθινό του είναι-,
για να προσδιοριστεί ξανά, μέσ' από μια νέα αυτοσυνείδηση. Αλλά πώς μπορείς να
συγκεντρωθείς στον «εαυτό», παρά σε αντιδιαστολή με το «έτερο», μ' εκείνο που
βρίσκεται «εκτός»; Ιδού ο λόγος για τον οποίον ο Π.Γ. θέτει το «ελληνικό εγώ»
(τα μέτρα και τα σταθμά του) απέναντι στο «ευρωπαϊκό εγώ», με τόσο επιθετικό
τρόπο. (Δεν χρειάζεται βέβαια να πω ότι, εάν το εγώ, μετά τον αυτοπροσδιορισμό
του, δεν διανοιχθεί οικεία βουλήσει στο έτερο -για να συνδιαλλαγεί, να
συναιρεθεί, να συνδημιουργήσει-, τότε γίνεται αυτοπαθές, αρτηριοσκληρωτικό και
βάναυσο.)
Ο Κώστας Γιαννόπουλος, συγγραφέας
της παρούσης μονογραφίας, επιχειρεί να διατρέξει τη ζωή και την εποχή του ήρωά
του αναπτύσσοντας μια συναισθηματική σχέση μαζί του, η οποία, ενίοτε, καταλήγει
ως αφήγηση του δικού του ψυχισμού και των δικών του εμμονών. Πιστός στο
ρομαντικό κλίμα του Π.Γ, επίγονος και τρυφερός θαυμαστής, ανασυνθέτει εδώ την
ατμόσφαιρα εκείνου με τόνους λυρικούς, παρουσιάζοντας την ερωτική σχέση
Γιαννόπουλου - Σοφίας Λασκαρίδου, αλλά και τα περί την αυτοκτονία του,
συρράφοντας προσεκτικά όλα τα δημοσιογραφικά και λογοτεχνικά δεδομένα με τις
ιδιαίτερες διαδρομές του βιογραφούμενου, χωρίς ωστόσο να αποφεύγονται κάποια
μελοδραματικά κρεσέντα.
* Ο Κατσίμπαλης το «απαγγέλλει» στον
«Κολοσσό του Μαρουσιού».
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 12/10/2007
(Κλεοπάτρα Λυμπέρη, «Τὸ ἱλαρὸν
φῶς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου», «Βιβλιοθήκη», ἐφημ. «Ἐλευθεροτυπία»,
12-10-2007 (Βιβλιοκριτικὴ στὸ Κώστας Γιαννόπουλος, «Περικλῆς Γιαννόπουλος:
Πορτραῖτο ποὺ κάηκε στὸ φῶς», σειρὰ «Βίοι Ἁγίων (Ὑπόγειες διαδρομές)»,
Ἠλέκτρα, 2007))
Ἀστρικὴ προβολή
Ήταν ίσως η πρώτη βροχή του
Φθινοπώρου. Μετά από ένα αρκετά ζεστό καλοκαίρι χωρίς ούτε στάλα βροχής και το
εκτυφλωτικό φως του ήλιου του Αττικού, ήρθε η βροχή με μια αλλαγή του σκηνικού
σχεδόν τρομακτική, όπως είναι το ταξίδι από τον ήλιο στο σκοτάδι. Μια ημέρα
θανάτου συγκρινόμενη με την χθεσινή που ήταν λουσμένη στο φως.
Βγαίνοντας το πρωί στο μπαλκόνι σε
κάποιο δυτικό προάστιο της Αθήνας, αντικρίζοντας τα μαύρα σύννεφα που είχαν
σκεπάσει την Πεντέλη και τον Υμηττό, ένιωσα συντετριμμένη. Έκατσα αμήχανα σε
μια από τις καρέκλες έχοντας στραμμένο το βλέμμα προς τις σκοτεινές πλαγιές της
Πεντέλης, ενώ η βροχή άρχισε πάλι να πέφτει κάνοντας ένα χαρακτηριστικό απαλό
θόρυβο που βοηθούσε τα πρώτα στάδια του διαλογισμού που σε λίγο θα
μετατρέπονταν σε κάτι άλλο.
Το στοιχείο του νερού και ο τόπος
ήταν τόσο έντονα, ώστε δεν χρειάστηκε ούτε καν το καθιερωμένο αστρικό κλειδί
για την αρχή του ταξιδιού. Κλείνοντας τα μάτια και τοποθετώντας νοητικά τους
προστατευτικούς δοκούς πίσω μου, δεξιά και αριστερά μου -αυτομάτως μάλλον παρά
ενσυνείδητα- και αναπνέοντας βαθιά από το στήθος, άρχισα πολύ γρήγορα να νιώθω
τον αέρα να με χτυπά στο πρόσωπο. Για δευτερόλεπτα είδα το μπαλκόνι και το
σπίτι να χάνονται προς τα κάτω...
Σε λίγο εμπρός μου προβάλει η γέφυρα
του Ουρανίου τόξου έντονα κόκκινη, κίτρινη και μπλε. Πρέπει να την περάσω. Σε
κάθε πλευρά της γέφυρας υπάρχουν γιγαντιαίες φλόγες που δεν με αγγίζουν. Από
πάνω, έντονα λαμπερά αστέρια, τόσο λαμπερά που σε θαμπώνουν. Κάτω από την
γέφυρα αρχίζει να φαίνεται η γη πολύ μακριά. Και στο τέλος της γέφυρας η Πύλη.
Ποια να 'ναι αυτή τώρα; Της Asgard ή του Vanaheim; Δεν θέλω όμως τόσο μακριά.
Θέλω να επιστρέψω στη γη, στο παρελθόν, μια ίδια βροχερή ημέρα πριν από κάμποσα
χρόνια...
Όλα φαίνονται σαν όνειρο. Δεν είναι
όμως. Γιατί εξακολουθώ να υπακούω στους φυσικούς νόμους. Η εμπειρία είναι
αληθινή, μέρος του υπαρκτού κόσμου αλλά όχι του κόσμου που ξέρουμε. Η εμπειρία
είναι υπό έλεγχο. τελειώνει η γέφυρα, η πύλη έχει εξαφανιστεί. Η γη δεν
φαίνεται μακριά αλλά γύρω μου. Βρίσκομαι στη γη σε μια έρημη ειδυλλιακή
τοποθεσία πίσω στα χρόνια.
Το νερό της βροχής είναι πυκνό και
έντονο, είναι μάλλον μια ανοιξιάτικη μπόρα. Ένα απαλό κύμα από τη θάλασσα χτύπα
την ακτή αλλά ο ήχος του σβήνει από τον θόρυβο που κάνει η βροχή πέφτοντας. Η
γαλήνη του τοπίου σπάει από μια έντονη σκηνή. Ένας καβαλάρης με αγγλικές
περικνημίδες και λευκή φανέλα ιππεύει ένα περήφανο άλογο χωρίς χαλινάρια και
σέλλα, κρατώντας με το αριστερό χέρι τη χαίτη του αλόγου, και τρέχει πάνω-κάτω
την ακτή με άψογο ιππικό τρόπο.
Τα πόδια του κολλημένα στην κοιλιά
του αλόγου δείχνουν να μην έχουν ανάγκη τους αναβολείς, που άλλωστε δεν
υπάρχουν. Το στήθος του ιππέα σε παράλληλη γραμμή με τον λαιμό του αλόγου και
το στόμα του κινείται σαν να συνομιλεί με το άτι, σαν να το προειδοποιεί γι'
αυτό που μέλλει να συμβεί. Το άλογο ξαναμμένο και υπακούοντας τις κινήσεις των
ποδιών του ιππέα, ξαφνικά αλλάζει διεύθυνση: γυρίζει έχοντας αντιμέτωπες την
ακτή και την θάλασσα, δεν τρέχει πλέον σε παράλληλη γραμμή μ' αυτήν.
Απέχει από την θάλασσα γύρω στα
εκατό μέτρα. Ο αναβάτης γυρίζει το κεφάλι του δεξιά, αριστερά και πίσω, σαν να
θέλει να κρατήσει την εικόνα του τοπίου. Το βλέμμα του αγκαλιάζει το
περιβάλλον, τη βροχή και το χώμα, τα δέντρα που λικνίζουν από τον αέρα. Μια
βαθιά αναπνοή τον βλέπω και παίρνει, πριν κεντήσει το άλογο μ' όλη του την
δύναμη για να τρέξει προς τη θάλασσα. Εκείνο ξέφρενο από το κέντισμα και την
φωνή του ιππέα ξεχύνεται καλπάζοντας προς το υγρό στοιχείο.
Δεν καταλαβαίνω τι πάει να κάνει.
Καθώς περνά σχεδόν δίπλα μου βλέπω επίσης το κεφάλι του ιππέα είναι στολισμένο
με αγριολούλουδα. Άλογο και αναβάτης είναι πλέον ένα. Η εικόνα κενταύρου περνά
γρήγορα από το νου μου, για μια στιγμή. Βλέπω με έκπληξη την στιγμή που
αγγίζουν την θάλασσα. Είναι ακριβώς η στιγμή που η ανοιξιάτικη μπόρα σταματά.
Κάποια σύννεφα παραμερίζουν και μερικές αχτίδες εισχωρούν και βάφουν το τοπίο.
Δεν σταματούν. Άνθρωπος και ζώο, ορμούν στην θάλασσα. Η ακτή αρκετά αβαθής στην
αρχή, επιτρέπει στο άλογο να προχωρήσει αρκετά. Όχι όμως για πολύ.
Βλέπω τώρα τη θάλασσα να αγγίζει τον
λαιμό του αλόγου και την μέση του αναβάτη. Το δεξί χέρι του ιππέα υψώνεται
κρατώντας ένα μικρό αντικείμενο. Δεν καταλαβαίνω αμέσως τι είναι. Την στιγμή
που αρχίζω να κατανοώ ακούγεται ένας πυροβολισμός. Το δεξί χέρι του αναβάτη που
είχε αγγίξει τον δεξιό κρόταφο πέφτει και αμέσως ο ίδιος εξαφανίζεται στο νερό
της θάλασσας. Το άλογο φοβισμένο και ρουθουνίζοντας επιστρέφει σώο. Τρέχει λίγο
πάνω-κάτω στην ακτή και μετά σταματά. Η αρχέγονη στιγμή και ο τρόπος του τέλους
ενός ταξιδιού και της αρχής ενός αλλού με συγκλονίζουν. Τίποτε δεν μαρτυρά την
προηγούμενη στιγμή, το κύμα συνεχίζει να κτυπά την ακτή, το άλογο ήρεμο πια
αναζητά τροφή, και ο αναβάτης πουθενά. Η βροχή αρχίζει να ξαναπέφτει.
Κινδυνεύω να χάσω τον έλεγχο των
αισθήσεων μου, επικρατεί κάποια σύγχυση και φόβος. Η χειρότερη συνταγή για μη
ασφαλή επιστροφή. Βλέπω σύννεφα να περνούν γρήγορα δίπλα μου. Η μορφή του
καβαλάρη με τα αγριολούλουδα στο κεφάλι είναι διάχυτη. Μεγάλη ανακούφιση όταν
συνειδητοποιώ απόλυτα ότι δεν ήμουν εγώ! Μορφές από πολεμιστές Βίκινγκς και
αέρινες οπτασίες από ξανθομαλλούσες με λευκές εσθήτες και λουλούδια στα μαλλιά,
μου λένε ότι είμαι στο δρόμο της επιστροφής...
Οι κορυφές της Πεντέλης εξακολουθούν
να είναι εμπρός μου και τις συνειδητοποιώ με ευχαρίστηση. Ο σκύλος μου κάνει
χαρές και εγώ εξακολουθώ να έχω μέσα μου την εικόνα του αυτόχειρα με το
ευγενικό πρόσωπο, τα γλαύκα μάτια και τις πρόωρες λευκές τρίχες των μαλλιών,
την ηρεμία και την αποφασιστικότητα της μορφής και την υπερήφανη αρχέγονη
έκφραση.
Πλησίαζε Πάσχα του 1910. Στην μάλλον
μικρή κοινωνία των λογοτεχνών της Αθήνας είχε γίνει αισθητή η εξαφάνιση του
Περικλή Γιαννόπουλου. Μόλις όμως χθες κατόρθωσαν οι δικοί του να πειστούν ότι
αυτοκτόνησε. Την περασμένη Παρασκευή είχαν βρεθεί στην ακτή του Σκαραμαγκά
κοντά στο φυλάκιο, το αδιάβροχό του και δύο επιστολές, μια στον επίλαρχο Κρίτσα
και μια προς εκείνους που θα έβρισκαν τα ανωτέρω στο φυλάκιο. Στο γράμμα προς
τον εξάδελφό του, ο Περικλής του έλεγε ότι φεύγει για «μακρινό ταξίδι»,
καλύπτοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον θάνατό του, άφηνε παραγγελία για τα
πράγματα που άφησε και παρακαλούσε τον επίλαρχο όπως επαναρρίψει το πτώμα του
στη θάλασσα αν τυχόν αυτό ήθελε εκβρασθεί. Με την άλλη επιστολή παρακαλούσε τον
επίλαρχο και όπως μην μετακινήσει κανείς το πτώμα του αν βρισκόταν στην ακτή. Ο
Επίλαρχος μόλις έλαβε την επιστολή κατέβηκε στον Πειραιά και από κει με
ατμάκατο κατευθύνθηκε προς το Σκαραμαγκά, όπου άρχισε να ερευνά επιμελώς την
θαλασσινή περιοχή, κυρίως του φυλακίου. Οι έρευνές του όμως δεν κατέληξαν να
βρουν κάτι.
Οι λόγοι που ώθησαν τον Π.
Γιαννόπουλο να αυτοκτονήσει παραμένουν ανεξήγητοι για εκείνους που δεν
εγνώριζαν τον ιδιόρρυθμο του χαρακτήρα και την πρωτοτυπία των σκέψεων του. Η
ιδέα της αυτοκτονίας του είχε καταστεί έμμονη ιδέα και πολλές φορές χαριτολογών
έλεγε ότι προσεχώς μεταβαίνει σε μακρινό ταξίδι. Υπήρξε δημοσιογράφος και
λόγιος. Τα δύο τελευταία του βιβλία το «Νέον Πνεύμα» και «Έκκλησις
προς το Πανελλήνιον κοινόν» δημιούργησαν πολύ θόρυβο. Υπήρξε ένας εκ των
ωραιότερων αθηναϊκών τύπων. Είχε αντίληψη του Ελληνισμού μέχρι τα τρίσβαθα της
ψυχής του και είχε αναγάγει σε δόγμα την προνομιούχο ύπαρξη του Ελληνικού
Κυττάρου.
Το τελευταίο επεισόδιο προ της
αυτοκτονίας του συνέβη μεταξύ αυτού και του ζεύγους Κατσίμπαλη με τους οποίους
υπήρξε στενός φίλος. Την περασμένη Τετάρτη τους επεσκέφθη και κατά τις δέκα
πήγαν στον κινηματογράφο. Εκεί ο Περικλής ήταν εύθυμος και μιλούσε στον καθένα,
μάλιστα άρχισε μία συζήτηση με ένα λαϊκό τύπο, και τα γέλια τους ήταν τόσο
δυνατά που τους πρόσεξαν όλοι. Μετά τον κινηματογράφο, η παρέα των τριών μπήκε
σε μια μπυραρία η οποία ήταν έρημη πελατών και ξαφνικά ο Περικλής, ψάχνοντας
στις τσέπες του, βρήκε ένα φύλλο χαρτιού όπου είχε μεταφράσει το ποίημα του Όσκαρ
Ουάϊλντ το «Τριαντάφυλλο και το Αηδόνι» και τους το διάβασε. Συγκίνηση
τον κατέλαβε όταν εννόησε πως τον συνέδεαν μυστικοί δεσμοί με τον πτερωτό ήρωα
του Ουάϊλντ, το αηδόνι, το οποίο εδέχθη να καρφώσει την καρδιά του στο αγκάθι
μιας τριανταφυλλιάς, μόνο και μόνο για να βάψει με το αίμα του ένα άλικο
τριαντάφυλλο. Αφού το διάβασμά του τελείωσε, τους είπε: «Αύριο θα κάνω μια
εκδρομή...» Αλλά δεν είπε που θα πήγαινε. Κατόπιν αγόρασε από 'κει φαγητό
για την εκδρομή και μπύρα. Όταν αποχωρίστηκαν, το ζεύγος των φίλων του ανελύθη
εις δάκρυα από ένστικτο. Μάντευαν ότι κάτι τρομερό θα συνέβαινε, το οποίο δεν
ήταν δυνατόν να προλάβουν. Την επομένη, από συγκεντρωμένες πληροφορίες τα
γεγονότα έλαβαν χώρα ως εξής στον Σκαραμαγκά: ο Γιαννόπουλος έφθασε με άμαξα
και ραγδαία βροχή. Πίσω από την άμαξα είχε δεθεί ένα άλογο, αυτό με το οποίο
συνήθιζε να κάνει ιππασία. Στο μικρό φυλάκιο κάθισε κάθισε, έφαγε, ήπιε μπύρα
και ακολούθως έλυσε το άλογο. Άφησε τον χαρτοφύλακά του, το αδιάβροχό του, το
καπέλο του και το καλαθάκι του φαγητού στο φυλάκιο.
Ήταν πλέον έτοιμος. Ελούσθη με
αρώματα και χτενίστηκε με επιμέλεια, όπως ακριβώς και οι αρχαίοι Σπαρτιάτες προ
του θανάτου των. Ακολούθως ίππευσε το άλογο για το τελευταίο της ζωής του
ταξίδι. Η κοινωνία των Αθηνών πάγωσε όταν έμαθε τον θάνατό του. Όταν ερωτήθησαν
οι φίλοι του, είπαν ότι προσπαθούν να μην στενοχωρούνται αφού αυτή ήταν η
επιθυμία του Περικλή, να μην δώσουν άλλη έννοια στο θάνατο απ' αυτήν που έδινε
ο ίδιος, μια μετάβαση δηλαδή «εις την Φύσιν από την οποία όλοι προερχόμαστε».
Λίγο πριν αναχωρήσει για τον
Σκαραμαγκά, ο Γιαννόπουλος καίει όλη την λογοτεχνική του εργασία. Μεγάλη
απώλεια υπήρξε η καταστροφή της «Αρχιτεκτονικής» του, που ήταν
λογοτεχνική εργασία ανέκδοτη. Έλεγε όμως πάντοτε ότι όλα του τα βιβλία τού τα
είχε εμπνεύσει η ατμόσφαιρα των Αθηνών και η αττική ομορφιά και κατά τον ίδιο
τρόπο θα τα εμπνεύσει και σε άλλους!
Όταν έβαζε τα λευκά του γάντια και
ανέβαινε στην Ακρόπολη κρατώντας άνθη για να προσευχηθεί στον ναό της ύπατης
ομορφιάς, όπως έλεγε, προσέθετε ότι τούτο έπρεπε να ήταν καθήκον όλων μας. Μετά
ακριβώς δώδεκα ημέρες από την ημέρα της αυτοκτονίας του, το πτώμα του Περικλή
που το έσπρωχναν τα κύματα ήλθε και πάλι στην ακτή, πίσω στη μητέρα Γη. Χωρικοί
ανήγγειλαν στον αστυνόμο Ελευσίνας ότι εξεβράσθη στο σημείο εκείνο πτώμα
αγνώστου. Ο αστυνόμος πήγε αμέσως επί τόπου και παρέλαβε το πτώμα, το οποίο και
μετέφεραν εις το Νεκροταφείο της Ελευσίνας προς αναγνώριση. Ήξερε ήδη ότι
πιθανώς το πτώμα ανήκε στον Περικλή Γιαννόπουλο, της αυτοκτονίας έχοντας γνώση
από τις ειδήσεις των εφημερίδων. Ειδοποιήθηκαν τηλεγραφικώς οι αρχές των
Αθηνών, όπως επίσης και οι συγγενείς, ενώ ανεχώρησαν από την Αθήνα με το
μεσημεριανό τραίνο ο επίλαρχος Κρίτσας και ο επιστήθιος φίλος του Κατσίμπαλης.
Ο Αστυνόμος τους ανέμενε στον σταθμό και τους οδήγησε στο θάλαμο του
νεκροταφείου όπου αμέσως ανεγνώρισαν το πτώμα.
Εκείνο που έκανε εντύπωση στους δύο
άνδρες, ήταν ότι το πτώμα το είχαν περιποιηθεί κάποιοι, το είχαν τυλίξει σε
σεντόνι, είχαν βάλλει στο κεφάλι του στεφάνι από άνθη και το είχαν περιλούσει
με μύρα. Ο αστυνόμος τους εξήγησε ότι με το πρωινό τραίνο είχαν φθάσει δύο
κυρίες από το εξωτερικό, οι οποίες μετέβησαν στο νεκροταφείο όπου απέθεσαν
πολλά άνθη τα οποία έφεραν από την Αθήνα και ακολούθως εμύρωσαν το πτώμα. Το πρόσωπα
του πτώματος διετηρείτο λευκό. Οι οφθαλμοί έλειπαν, αλλά αυτό δεν φαινόταν αφού
τα βλέφαρα είχαν συμπτυχθεί. Είχε ουλή στο δεξιό κρόταφο και άλλη κοντά στον
αριστερό οφθαλμό, σημεία της χρήσεως του περιστρόφου.
Το πτώμα παρουσίαζε κατάστασιν
αγαλματώδη, γιατί οι σάρκες είχαν προσκολληθεί στα ρούχα λόγω της παραμονής στο
νερό. Έφερε περικνημίδες αγγλικού τύπου, φανέλα λευκή και γάντια. Επάνω του
βρέθηκε το ρολόι του, το οποίον έδειχνε 11 και 3 λεπτά. Μέσα στην τσέπη της
φανέλας βρέθηκε ένα ήδη οξειδωμένο δεκάλεπτο. Ήταν τα μόνα χρήματα που είχε
μαζί του -ενώ τα άλλα τα είχε αφήσει στα πράγματά του στο φυλάκιο- γιατί ο
Περικλής ήταν αρχαίος Έλλην μέχρι μυελού οστέων. Το δεκάλεπτο αυτό ήταν το
τίμημα των ελληνικών πορθμείων για τον Χάροντα, ο οποίος θα τον έφερε δια της
Αχερουσίας εις τα Ηλύσια, όπου πήγαιναν οι ωραίες και ευγενικές Ελληνικές
Ψυχές.
Οι δύο φίλοι του, όπως και οι
άγνωστες κυρίες, επέμεναν ότι έπρεπε να ρίξουν το πτώμα πάλι στη θάλασσα.
Έφθασαν όμως εντολές του Νομάρχου της Αθήνας, το πτώμα να ενταφιασθεί στην
Ελευσίνα -ούτε καν να μεταφερθεί στην Αθήνα- και τελικά έτσι έγινε.
Παρουσιάστηκε ένας ιερέας ο οποίος και έψαλε την νεκρώσιμη ακολουθία. Επιφανής
κυρία της Ελευσίνας έφερε πολύτιμη λινομέταξη σινδόνη στην οποία περιετυλίχθη
το πτώμα. Ακόμη περιελούσθη ο νεκρός με νερό από υδρία, ενώ απετέθη εντός του
τάφου.
Η ταφή έγινε στο νεκροταφείο της
Ελευσίνας μεταξύ δύο γραφικών λόφων. Κοντά την ώρα της ταφής ο επίλαρχος
Κρίτσας απήγγειλε το παραμύθι του βασιλέως της Θούλης, του βασιλέως ο οποίος
προτού κλείσει τα βλέφαρά του εμπιστεύτηκε το χρυσό ποτήρι της ευτυχίας του στο
μυστήριο των κυμάτων. εκείνες τις στιγμές οι δύο κυρίες παρακολουθούσαν από
κάπως μακρινή απόσταση τον ανθοστεφή Αθηναίο να εξαφανίζεται δια παντός.
Ο Περικλής Γιαννόπουλος, στο βιβλίο
του «Έκκλησις προς το Πανελλήνιον Κοινόν» που εκδόθηκε το 1907, έχει,
σαν ένα είδος προμετωπίδας, το εξής απόσπασμα: «Ένα τιποτένιο παιδί, τρέχον
στων γλυκών βουνών της Αττικής τα Αδώνια φώτα, είδε, στων κατάλαμπρον
μεσημεριών τα καταγάλανα ουράνια, να περνά το ολόλευκο άτι της αναγεννήσεως της
Ελλάδος με τα τρισμέγιστα κάτασπρα πτερά. Και ετόλμησε, εχύθη, έβαλε το χέρι
του στην ρίζα των πτερών του, τα κράτησε λευκόφλογα ορθά. Άνθρωπος και άλογο
κατέβηκαν, πάτησαν στην Γη. Νέοι και νέες της Ελλάδος με κλώνους ελαίας και
άνθη δαφνών, στρώσατε τον δρόμον, ντύσατε και στολίσατε βασιλικά την Μητέρα
Ελλάδα για το ταξίδι προς το φως. Με το πρώτο δυνατό τέντωμα των πτερών του, με
την ωραία μητέρα προς το φως, το αέρινο παιδί κτυπημένο από το πλευρό του θα
πέσει νεκρό». να θεώρησε άραγε ως την αρχή της αναγεννήσεως της Ελλάδος την
επανάσταση της 15ης Αυγούστου 1909 και να εσκέφθη ότι ήλθεν ο καιρός «να
πέσει το αέρινο παιδί» το οποίον ήτο ο ίδιος;
Πριν μερικά χρόνια έκανα μια
προσπάθεια να βρω τον τάφο του Περικλή Γιαννόπουλου που σημειωτέον ήταν θείος
του πατέρα μου. Νόμισα ότι θα ήταν αρκετά εύκολο, έτσι ξεκίνησα βέβαιος ένα
πρωινό πηγαίνοντας στην Ελευσίνα και επισκεπτόμενος το νεκροταφείο της.
Εντύπωση μου έκανε αρχικά ότι ήταν μικρό. Σύμφωνα βέβαια με την πόλη που είχα
να επισκεφθώ πολλά χρόνια και η οποία είχε επεκταθεί πάρα πολύ. Έκανα μια βόλτα
και πρόσεξα ότι δεν είχε παλαιούς τάφους. Παρατήρησα επίσης ότι ο πιο παλιός
ήταν της δεκαετίας του '40 και αφορούσε τον ήρωα Λάσκο του 1940.
Απογοητευμένος ρώτησα. Μου είπαν ότι
αυτό δεν είναι το παλαιό νεκροταφείο. Τούτο βρίσκεται εδώ από το 1958, το δε
παλαιό όπου βέβαια είχε εναποτεθεί και η σορός του Περικλή, δεν υπάρχει πλέον.
Ευρίσκεται κάτωθι της κεντρικής πλατείας της Ελευσίνας! Στην αρχή δεν κατάλαβα.
Πώς δηλαδή βρίσκεται κάτωθι της κεντρικής πλατείας της Ελευσίνας; Εκεί
καθημερινώς κάνουν τον κύκλο εκατοντάδες αυτοκίνητα. Πώς είναι δυνατόν; Κι όμως
όλα είναι δυνατά σ' αυτήν την ταλαίπωρη χώρα. Είναι βλέπετε θέμα...
μπουλντόζας! Έτσι και εκεί, ένα πρωινό, όταν αποφασίστηκε το παλαιό
νεκροταφείον να πάψει να υπάρχει, ήλθαν οι μπουλντόζες, το ισοπέδωσαν και από
επάνω έφτιαξαν την σημερινή πλατεία.
Λεπτομέρειες δεν μπόρεσα να βρω,
τουλάχιστον εκείνη την ημέρα. Ήμουν απογοητευμένος. Όχι βέβαια μόνο για την μη
ανεύρεση του τάφου, όσο γιατί όλο και κάποια απομεινάρια, κάποια κοκκαλάκια θα
βρίσκονται ακόμη εκεί, κάτω από τα μηχανικά τέρατα. Τι έκανε η μπουλντόζα δεν
μπόρεσα να μάθω ακριβώς. Σκέφθηκα ότι από το 1910 μέχρι το 1958 μεσολαβούσαν 48
ολόκληρα χρόνια.
Μήπως είχε γίνει ανακομιδή των
οστών; Ήξερα ότι όταν λαμβάνει χώρα κάτι τέτοιο, εκτός του ότι χρειάζεται άδεια
από τον Δήμο στην δικαιοδοσία του οποίου βρίσκεται το νεκροταφείο, χρειάζεται
και κάποια μικρή γραφειοκρατία. Τηρείται κάποιο αρχείο. Καμιά όμως ικανοποίηση
δεν έλαβα από τον Δήμο, καθ' όσον μου είπαν ότι αν υπάρχουν τέτοια αρχεία θα
βρίσκονται στην... Μάνδρα. Αφού η Μάνδρα ήταν μεγαλύτερη της Ελευσίνας και οι
αρμόδιες υπηρεσίες βρίσκονταν σ' αυτήν!
Κοινή η μοίρα λοιπόν των εκλεκτών
τέκνων της Ελλάδος. Αν εγώ δεν βρήκα τον τάφο του Π. Γιαννόπουλου, τι να πω για
τους τάφους των ηρώων της Επαναστάσεως του '21, των Στρατηγών του αγώνα που δεν
ξέρουμε ούτε καν πού έχουν ταφεί. Την ιστορία του Στρατηγού Νικηταρά του
Τουρκοφάγου και του θανάτου του θα την πούμε μια άλλη φορά. Δυστυχώς...
(Ἰωάννης Θ. Γιαννόπουλος, «Ἀστρικὴ
προβολή», στὸ «Μυστικὴ Ἀθήνα καὶ Ἀττική», ἐκδ. Ἔσοπτρον, 1998, ISBN
960-7228-50-4, σελ. 132-138.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου