Η σκέψη και η σχολή του Αριστοτέλη δεν συνάντησαν μεγάλη απήχηση κατά την ελληνιστική και ελληνορωμαϊκή περίοδο, ούτε και κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο.
Εξαίρεση αποτέλεσαν οι εργασίες σχολιαστών όπως του Σιμπλίκιου, του Θεμιστίου κ.ά.
Στους κόλπους, όμως, της σχολαστικής φιλοσοφίας, τα αριστοτελικά κείμενα αποτέλεσαν επίσημα κείμενα και θεωρήθηκαν η επιτομή της φιλοσοφίας ύστερα από την επεξεργασία και την ερμηνεία τους σύμφωνα με τα δόγματα της παπικής Εκκλησίας από τον Θωμά τον Ακινάτη.
Η αρχή της γνωριμίας της δυτικής Ευρώπης με τον Αριστοτέλη ανάγεται στις αραβικές επιδρομές, με τον χριστιανικό κόσμο της Δύσης να έρχεται σε επαφή με αραβικές μεταφράσεις των αριστοτελικών κειμένων.
Την περίοδο αυτή χρονολογούνται και ορισμένα μεγάλα υπομνήματα (εβραϊκά και αραβικά) του Αβικέννα και του Μαϊμονίδη.
Στα χρόνια του ουμανισμού και της Αναγέννησης η αριστοτελική φιλολογία υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική, καθώς και η διαμάχη «αβερροϊστών» (Αράβων σχολιαστών, οπαδών του
Αβερρόη) και «αλεξανδρινών», ιδιαίτερα στα πανεπιστήμια της Πάντοβα και της Μπολόνια.
Ο αριστοτελισμός αποτέλεσε και το επίκεντρο της διαμάχης γύρω από τη νέα άποψη για τον κόσμο του Γαλιλαίου.
Στους νεότερους χρόνους το φυσικό και αστρονομικό σύστημα του Αριστοτέλη θεωρείται πλέον εσφαλμένο, όμως η σύγχρονη μέθοδος και η φιλοσοφία δεν παύουν να κάνουν αναγωγές στην αριστοτελική παράδοση.
Ο Αριστοτέλης υπήρξε μάρτυρας της παρακμής της πόλης-κράτους και διέβλεψε μια νέα εποχή, το ξεκίνημα του εξελληνισμού του μεσογειακού κόσμου.
Από την άλλη, ως παιδαγωγός μετέδωσε στον Αλέξανδρο την ουσία του «πολιτισμού του άστεως», δηλαδή την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν πολίτες ενός κράτους αφού έχουν την ίδια φύση, ενώ η εξουσία από την πλευρά της οφείλει να εκφράζει όχι μια κάστα ή έναν λαό, αλλά έναν πολιτισμό.
Ως ιδρυτής του Λυκείου, ο Αριστοτέλης κατάδειξε ότι η εξειδικευμένη έρευνα (φυσική, ιστορική, φυσιοδιφική), δηλαδή η εργασία του επιστήμονα, πρέπει να εδράζεται σταθερά στην καθολικότητα της ιδέας και της φιλοσοφίας, δηλαδή στην άποψη που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του και τον κόσμο μέσα στον οποίον ζει.
Κάθε φιλόσοφος είναι άνθρωπος του καιρού του, αλλά ο Αριστοτέλης κατείχε αυτή τη σοφία της επίγνωσης και γι’ αυτό παρουσίασε συνειδητά το σύστημά του μέσα σε μια δεδομένη πολιτιστική εξέλιξη.
Έτσι, δεν είναι υπερβολική η άποψη ότι ο Αριστοτέλης υπήρξε ο μεσολαβητής μεταξύ του κλασικού ελληνικού κόσμου και του μεσαιωνικού-νεότερου στοχασμού.
Εξαίρεση αποτέλεσαν οι εργασίες σχολιαστών όπως του Σιμπλίκιου, του Θεμιστίου κ.ά.
Στους κόλπους, όμως, της σχολαστικής φιλοσοφίας, τα αριστοτελικά κείμενα αποτέλεσαν επίσημα κείμενα και θεωρήθηκαν η επιτομή της φιλοσοφίας ύστερα από την επεξεργασία και την ερμηνεία τους σύμφωνα με τα δόγματα της παπικής Εκκλησίας από τον Θωμά τον Ακινάτη.
Η αρχή της γνωριμίας της δυτικής Ευρώπης με τον Αριστοτέλη ανάγεται στις αραβικές επιδρομές, με τον χριστιανικό κόσμο της Δύσης να έρχεται σε επαφή με αραβικές μεταφράσεις των αριστοτελικών κειμένων.
Την περίοδο αυτή χρονολογούνται και ορισμένα μεγάλα υπομνήματα (εβραϊκά και αραβικά) του Αβικέννα και του Μαϊμονίδη.
Στα χρόνια του ουμανισμού και της Αναγέννησης η αριστοτελική φιλολογία υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική, καθώς και η διαμάχη «αβερροϊστών» (Αράβων σχολιαστών, οπαδών του
Αβερρόη) και «αλεξανδρινών», ιδιαίτερα στα πανεπιστήμια της Πάντοβα και της Μπολόνια.
Ο αριστοτελισμός αποτέλεσε και το επίκεντρο της διαμάχης γύρω από τη νέα άποψη για τον κόσμο του Γαλιλαίου.
Στους νεότερους χρόνους το φυσικό και αστρονομικό σύστημα του Αριστοτέλη θεωρείται πλέον εσφαλμένο, όμως η σύγχρονη μέθοδος και η φιλοσοφία δεν παύουν να κάνουν αναγωγές στην αριστοτελική παράδοση.
Ο Αριστοτέλης υπήρξε μάρτυρας της παρακμής της πόλης-κράτους και διέβλεψε μια νέα εποχή, το ξεκίνημα του εξελληνισμού του μεσογειακού κόσμου.
Από την άλλη, ως παιδαγωγός μετέδωσε στον Αλέξανδρο την ουσία του «πολιτισμού του άστεως», δηλαδή την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν πολίτες ενός κράτους αφού έχουν την ίδια φύση, ενώ η εξουσία από την πλευρά της οφείλει να εκφράζει όχι μια κάστα ή έναν λαό, αλλά έναν πολιτισμό.
Ως ιδρυτής του Λυκείου, ο Αριστοτέλης κατάδειξε ότι η εξειδικευμένη έρευνα (φυσική, ιστορική, φυσιοδιφική), δηλαδή η εργασία του επιστήμονα, πρέπει να εδράζεται σταθερά στην καθολικότητα της ιδέας και της φιλοσοφίας, δηλαδή στην άποψη που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του και τον κόσμο μέσα στον οποίον ζει.
Κάθε φιλόσοφος είναι άνθρωπος του καιρού του, αλλά ο Αριστοτέλης κατείχε αυτή τη σοφία της επίγνωσης και γι’ αυτό παρουσίασε συνειδητά το σύστημά του μέσα σε μια δεδομένη πολιτιστική εξέλιξη.
Έτσι, δεν είναι υπερβολική η άποψη ότι ο Αριστοτέλης υπήρξε ο μεσολαβητής μεταξύ του κλασικού ελληνικού κόσμου και του μεσαιωνικού-νεότερου στοχασμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου