25 Οκτ 2013

(5) Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΤΟΤΕΛΗ (ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ)

Αντίθετα με την πλατωνική διδασκαλία, που θεωρεί πραγματικά όντα μόνο τις ιδέες-πρότυπα και ερμηνεύει τον κόσμο των «γινομένων» όντων της αισθητής φύσης ως χλωμή ανταύγεια των ιδεών, ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με την έρευνα των συγκεκριμένων όντων της φύσης και απέρριψε τον διχασμό του κόσμου σε αισθητό και ιδεατό: υπαρκτό είναι για τον Αριστοτέλη το ατομικό «τόδε τι», για παράδειγμα ο Κολλίας ή ο Σωκράτης και όχι κάποιος άνθρωπος-ιδέα πέρα από αυτούς.

Όμως, το πνεύμα του πλατωνισμού φανερώνεται ξανά στον εσωτερικό διχασμό του φυσικού όντος σε ύλη και μορφή που βρίσκεται στη βάση της αριστοτελικής μεταφυσικής.

Η ύλη δεν είναι ον παρά μόνο αφού μορφοποιηθεί, περνώντας από κατάσταση «δυνάμει» (που σημαίνει κυρίως δυνατότητα) σε κατάσταση «ενέργεια» πραγματικού όντος.

Και ενώ ο Παρμενίδης αντέτασσε ριζικά το «είναι» στο «μη είναι», καθορίζοντας το «είναι» ως αμετακίνητη ύπαρξη και αποκλείοντας έτσι την κίνηση και το «μη είναι», ο Αριστοτέλης δίδασκε ότι τα φυσικά όντα έχουν την κίνηση νόμο τους, για να μεταβούν από τη «δύναμη» στην «ενέργεια».
Τα όντα και το γίγνεσθαι περιγράφονται και εξηγούνται συγχρόνως από τα τέσσερα είδη αιτίας: πρώτη η υλική αιτία, τελική η μορφολογική, το «είδος».

Το άγαλμα του Ερμή, για παράδειγμα, είναι μάρμαρο (ύλη) με ορισμένη μορφή.

Η μορφή δεν υπάρχει ανεξάρτητα από την ύλη, όπως η πλατωνική ιδέα, ούτε είναι όμως το ίδιο με την ύλη: το μάρμαρο δεν ήταν από μόνο του άγαλμα, αλλά έγινε τέτοιο παίρνοντας μια συγκεκριμένη μορφή.

Ανάμεσα στις δύο αυτές αιτίες παρεμβάλλονται και επενεργούν η «κινούσα αιτία» (τα όργανα του γλύπτη) και η τελική αιτία, ο σκοπός, όπως η επιδίωξη της ομορφιάς ή της χρηματικής αμοιβής από τον γλύπτη.

Έτσι πραγματοποιείται η μεταβολή της άμορφης ύλης σε μορφοποιημένη και από τη διαδικασία του «γίγνεσθαι» προκύπτει το συγκεκριμένο ον.

Από την άλλη, στα φυσικά όντα (ζώα, φυτά), που δεν γίνονται από ανθρώπινη τέχνη, ο σκοπός ταυτίζεται με τη μορφή: κινούνται απλώς για να φτάσουν στην πλήρη μορφή τους, στο «είδος» τους, προκαθορισμένο σε κάθε περίπτωση και αξεπέραστο.

Ούτε χωριστή «κινούσα αιτία» υπάρχει εδώ.

Μεταξύ ύλης και μορφής στ φυσικά όντα υπάρχει η έλξη, ο «έρως» της πρώτης προς τη δεύτερη.

Κυρίαρχη λοιπόν αιτία που κινεί τα όντα είναι ο σκοπός και συγκεκριμένα η μορφοποίηση.

Η μορφή ή το «είδος» αποτελεί και τον αριστοτελικό ορισμό της ψυχής: η ψυχή (φυτική, αισθητική, νοητική) αποτελεί τον χαρακτήρα κάθε όντος, τη φύση του, δηλαδή το ιδιαίτερο «είδος» που υποδύεται η ύλη.

Η ψυχή είναι «ενδελέχεια πρώτη», πλήρης δηλαδή οντότητα που προδιαγράφεται μέσα στην ύλη ως έλλειψη και αίτημα και προδιαγράφει τη διάπλασή της σε καθορισμένη ατομική ύπαρξη.

Αυτή η μορφοποιημένη ύπαρξη, ως ατομικό υποκείμενο στο οποίο αναφέρονται όλοι οι μικρότεροι χαρακτηρισμοί, είναι και η «ουσία» σύμφωνα με την αριστοτελική ορολογία.

Σύμφωνα με ιεραρχία μορφών ή «ειδών», τα όντα κατατείνουν προς το τέλειο ον, τον θεό, ο οποίος δεν κινείται επειδή, ως καθαρή ενέργεια, δεν έχει να μεταβεί σε τελειότερη κατάσταση, αλλά αντίθετα κινεί και διαμορφώνει τα πάντα με την έλξη που ασκεί η τελειότητά του.

Ο θεός του Αριστοτέλη δεν είναι «κινούσα αιτία», δημιουργός, και αυτό συμφωνεί με την αρχαία παράδοση που δεν δέχεται δημιουργία από το μηδέν ούτε σχετίζει τη θεότητα με την ύλη.

Για την αρχαία σκέψη, η ύλη είναι απλό υλικό προς διαμόρφωση, κάτι δηλαδή αδιάφορο για τη θεότητα (μόνο στον Τίμαιο του Πλάτωνα γίνεται λόγος για θεό-δημιουργό).


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...