Εδώ ώ Τύχη, σε προσκαλώ, εσέ την αγαθήν κυβερνήτισσα, για να ευχηθούμε, εις εσέ την μαλακήν, την διαμένουσαν εις τας οδούς, σε πλούσια κτήματα εσέ την βασίλισσαν Αρτεμιν την ένδοξον πού εγεννήθης από το αίμα του Ευβούλου που έχεις ακαταμάχητον καύχημα εσέ που κάνεις ευμετάβολον τον βίον των ανθρώπων διότι από σε εξαρτάται ο πολυποίκιλος βίος των ανθρώπων και εις άλλους μεν παρέχεις πλούτον άπειρον, εις άλλους όμως δίδεις την αθλίαν πτώχεια και διεγείρεις εις την καρδιά των οργήν. Αλλά, θεά, σε παρακαλώ να έλθης εις τον βίον μας ευμενής, γεμάτη από ευτυχία με πλούσια δώρα.
Δεῦρο, Τύχη· καλέω σ᾽, ἀγαθῶν κράντειραν, ἐπευχαῖς, μειλιχίαν, ἐνοδῖτιν, ἐπ᾽ εὐόλβοις κτεάτεσσιν, Ἄρτεμιν ἡγεμόνην, μεγαλώνυμον, Εὐβουλῆος αἵματος ἐκγεγαῶσαν, ἀπρό<σ>μαχον εὖχος ἔχουσαν, τυμβιδίαν, πολύπλαγκτον, ἀοίδιμον ἀνθρώποισιν. ἐν σοὶ γὰρ βίοτος θνητῶν παμποίκιλός ἐστιν· οἷς μὲν γὰρ τεύχεις κτεάνων πλῆθος πολύολβον, οἷς δὲ κακὴν πενίην θυμῶι χόλον ὁρμαίνουσα. ἀλλά, θεά, λίτομαί σε μολεῖν βίωι εὐμενέουσαν, ὄλβοισι πλήθουσαν ἐπ᾽ εὐόλβοις κτεάτεσσιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου