Ω συ πού κατέχεις τις ρίζες του πόντου, την έδραν (τον θρόνον) με την κυανίζουσαν λάμψιν
και ευφραίνεσαι μέσα στο κύμα με τις πενήντα κόρες σου πού χορεύουν σαν ωραία παιδιά, ώ Νηρέα, μεγαλονόματε θεέ (θεέ ένδοξε). ΕΙσαι ο πυθμήν της θαλάσσης, της γης το τέρμα, ή αρχή των όλων συ κλονίζεις το ίερόν βάθρον (το ιερόν έδαφος) της Δηούς, όταν τους
πνέοντας ανέμους πού επέρχονται αποκλείης (κλειδώνης) σε βαθείς κρυψώνες αλλά τους σεισμούς, ώ μακάριε, απομάκρυνε, και να στέλλης εις τους μεμυημένους ευτυχίαν ειρήνην και υγείαν με χέρι ήρεμον.
και ευφραίνεσαι μέσα στο κύμα με τις πενήντα κόρες σου πού χορεύουν σαν ωραία παιδιά, ώ Νηρέα, μεγαλονόματε θεέ (θεέ ένδοξε). ΕΙσαι ο πυθμήν της θαλάσσης, της γης το τέρμα, ή αρχή των όλων συ κλονίζεις το ίερόν βάθρον (το ιερόν έδαφος) της Δηούς, όταν τους
πνέοντας ανέμους πού επέρχονται αποκλείης (κλειδώνης) σε βαθείς κρυψώνες αλλά τους σεισμούς, ώ μακάριε, απομάκρυνε, και να στέλλης εις τους μεμυημένους ευτυχίαν ειρήνην και υγείαν με χέρι ήρεμον.
Ὦ κατέχων πόντου ῥίζας, κυαναυγέτιν ἕδρην, πεντήκοντα κόραισιν ἀγαλλόμενος κατὰ κῦμα καλλιτέκνοισι χοροῖς, Νηρεῦ, μεγαλώνυμε δαῖμον, πυθμὴν μὲν πόντου, γαίης πέρας, ἀρχὴ ἁπάντων, ὃς κλονέεις Δηοῦς ἱερὸν βάθρον, ἡνίκα πνοιὰς ἐν μυχίοις κευθμῶσιν ἐλαυνομένας ἀποκλείηις· ἀλλά, μάκαρ, σεισμοὺς μὲν ἀπότρεπε, πέμπε δὲ μύσταις ὄλβον τ᾽ εἰρήνην τε καὶ ἠπιόχειρον ὑγείην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου