Ακουσε με πατέρα Σαβάζιε υιέ του Κρόνου, (υπονοεί τον Δία), ένδοξε θεέ, συ πού έρραψες μέσα εις τον μηρόν σου τον Βακχον Διόνυσον τον φωνακλά (τον δυνατά φωνάζοντα), τον μηροραμμένον, διά να υπάγη μεμυημένος εις τον ιερόν Τμώλον, πλησίον εις την ωραίαν Ιππαν.
Αλλά, ώ μακάριε, εσύ πού κυβερνάς την φρυγίαν και είσαι ο μεγαλύτερος από όλους Βασιλεύς είθε να έλθης ως ευμενής βοηθός εις τους τελούντος μυστηριακάς τελετουργίας.
Αλλά, ώ μακάριε, εσύ πού κυβερνάς την φρυγίαν και είσαι ο μεγαλύτερος από όλους Βασιλεύς είθε να έλθης ως ευμενής βοηθός εις τους τελούντος μυστηριακάς τελετουργίας.
Κλῦθι, πάτερ, Κρόνου υἱέ, Σαβάζιε, κύδιμε δαῖμον, ὃς Βάκχον Διόνυσον, ἐρίβρομον, εἰραφιώτην, μηρῶι ἐγκατέραψας, ὅπως τετελεσμένος ἔλθηι Τμῶλον ἐς ἠγάθεον παρ<ὰ> Ἵπταν καλλιπάρηιον. ἀλλά, μάκαρ, Φρυγίης μεδέων, βασιλεύτατε πάντων, εὐμενέων ἐπαρωγὸς ἐπέλθοις μυστιπόλοισιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου