Κατά τα τέλη Αυγούστου άρχιζαν και διαρκούσαν δέκα μέρες.
Γίνονταν ιερή εκεχειρία, πριν και μετά τη γιορτή, που την ανάγγελλαν ειδικοί απεσταλμένοι που ονομάζονταν σπονδοφόροι.
Υπήρχε ένας νόμος που απαγόρευε στους πιστωτές, ακόμα κι αν είχαν στο χέρι απόφαση δικαστηρίου, να προβούν σε κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων ή σε προσωποκράτηση
του οφειλέτη, όσο διαρκούσαν τα Μυστήρια.
Από τις διάφορες τελετουργίες που τελούνταν κατά τη διάρκεια των γιορτών, άλλες ήταν δημόσιες κι άλλες μυστικές και τόσο καλά προφυλαγμένες από την περιέργεια των αμύητων, ώστε γι’ αυτές μονάχα υποθέσεις μπορούν να γίνουν.
Ο Foucart καθορίζει στο βιβλίο του ως εξής τη σειρά των δημοσίων τελετών.
1) Αναχώρηση των εφήβων της Αθήνας για την Ελευσίνα. Τα «ιερά» (ιερά αντικείμενα) αναχωρούν από την Ελευσίνα και φτάνουν στο «Ελευσίνιο» της Αθήνας.
2) «Αγυρμός» (μάζωξη) και «πρόρρησις» (προκήρυξη που απαριθμούσε όσους τους είχε απαγορευτεί η συμμετοχή τους στα Μυστήρια.
3) «Άλαδαι Μύσται» (οι μύστες στη θάλασσα).
4) «Επιδαύρια».
5) «Πομπή Ίακχου» και άφιξη στην Ελευσίνα.
Οι έφηβοι που εκπλήρωναν μια περίοδο εκπαίδευσης μετέβαιναν από την Αθήνα στην Ελευσίνα για να αποτελέσουν την τιμητική συνοδεία των ιερών, που τα έφερναν, μ’ επίσημη πομπή στην Αθήνα για να τα ξαναπάνε έπειτα πίσω στην Ελευσίνα. Μα τι ήταν αυτά τα ιερά;
Δυστυχώς μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, μιας και τα είχαν προσεκτικά σκεπασμένα σε όλη τη διάρκεια της μεταφοράς τους και τις άλλες μέρες τα έκλειναν σ’ ένα μέρος του ναού, όπου μονάχα ο ιερέας της Ελευσίνας είχε το δικαίωμα να μπει, ο ιεροφάντης, που μια ορισμένη στιγμή τα έδειχνε στους μυημένους.
Σύμφωνα με μια άποψη αυτά τα ιερά ήταν πολύ παλιά χοντροκομμένα αγάλματα των θεοτήτων ή των συμβόλων τους.
«Θα ήταν διαφορετικά στις αναπαραστάσεις τους από εκείνες που γνώριζε το πλήθος, αλλιώς θα ήταν περιττό να τα κρύβουν με τόση επιμέλεια και να επιτρέπουν τη θέα τους μονάχα στους μύστες, σαν μια από τις μεγαλύτερες αποκαλύψεις των Μυστηρίων».
Κατά τη διαδρομή από την Αθήνα στην Ελευσίνα τα ιερά ήταν κλεισμένα σε κιβώτια από ξύλο οξιάς ή μέσα σε μεγάλα καλάθια από βέργες ιτιάς, που το σκέπασμά τους ήταν δεμένο με μάλλινες πορφυρές κορδέλες.
Η φροντίδα της μεταφοράς τους επιβάρυνε τις ιέρειες της Δήμητρας και της Κόρης και γίνονταν με άρμα, που έσερναν βόδια.
Μας λέει πάλι ο Foucart, «δεν έχω καμιά πληροφορία για το δρόμο που ακολουθούσαν ως τη στιγμή που η πομπή πλησίαζε την Αθήνα.
Κι όταν έφτανε στο προάστιο της ιερής Συκιάς, δυο χιλιόμετρα από το Δίπυλο (τις Θριάσιες πύλες της Αθήνας) σταματούσε.
Και κατά τα αρχαία έθιμα ο “φαιδρυντής” (ένα είδος υπηρέτη των δυο θεαινών) έμπαινε στην πόλη κι επισκέπτονταν της ιέρεια της Αθηνάς, της προστάτριας θεάς της Αθήνας, και της ανάγγελνε επίσημα την άφιξη των ιερών και τη μελλοντική είσοδό τους στην πόλη.
Και για να τιμήσουν τα ιερά οι αξιωματούχοι και οι πολίτες, μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, πήγαιναν προς συνάντησή τους και τα μετέφεραν με μεγάλη πομπή στον τόπο όπου θα παρέμεναν, στο Ελευσίνιο της Αθήνας».
Το «Ελευσίνιο» βρισκόταν στους πρόποδες της Ακρόπολης, αλλά δεν έχουμε στοιχεία γι’ αυτό και οι ανασκαφές δε μας χάρισαν κανένα σίγουρο επιπλέον στοιχείο.
Τον «αγυρμό» ή συγκέντρωση των μυστών στην Ποικίλη τον ακολουθούσε η «πρόρρηση» ή επίσημη ανακοίνωση της απαρίθμησης εκείνων που αποκλείονταν από τη μύηση.
Ο αποκλεισμός αυτός αφορούσε όλους που είχαν κηλιδωμένα τα χέρια, δηλαδή τους εγκληματίες, τους ιερόσυλους και τους φονιάδες.
Οι Αθηναίοι μάλιστα θεώρησαν ότι υπάγονταν στην κατηγορία αυτή και οι Βάρβαροι, σε ανάμνηση των Μηδικών πολέμων, τους απόκλειαν όχι επειδή ήταν ηθικά ένοχοι, μα επειδή βρίσκονταν σε κατάσταση μιαρότητας που προκαλούσε την αποστροφή της θεάς και απαιτούσε καθαρμό.
Επίσης η απαγόρευση περιλάβαινε κι εκείνους που η φωνή τους δεν ήταν «νοητή», δηλαδή «τους ανθρώπους που δεν μπορούσαν να προφέρουν καθαρά και με τον απαιτούμενο “τόκο” τις καθιερωμένες φράσεις».
Η τελετή «άλαδε μύσται» (στη θάλασσα οι μύστες) ήταν πραγματικά πολύ περίεργη και δεν ήταν παρά δρόμος, τρέξιμο προς τη θάλασσα, όπου ο κάθε μύστης έσερνε μαζί του ένα γουρουνάκι, «ένα είδος αποδιοπομπαίου τράγου φορτωμένου με τις ανθρώπινες ανομίες» και που μαζί του βουτούσε στη θάλασσα.
Ο Foucart μας λέει, «το θαλασσινό νερό καλύτερα κι από το νερό των πηγών και των ποταμών ξέπλενε από κάθε ανομία και κάθε ρύπο.
Σ’ αυτή την προχωρημένη κατάσταση κάθαρσης, οι μύστες θυσίαζαν τα γουρουνάκια, που είχαν ήδη «αποκαθαρθεί» με την εμβάπτισή τους στη θάλασσα.
Το δε αίμα τους φημιζόταν ως δραστικότατο μέσο κάθαρσης. Πιστευόταν δηλαδή πως τραβούσε με ακατανίκητη δύναμη τα κακά πνεύματα που κατοικούσαν μέσα στον άνθρωπο και πως δεν μπορούσαν πια να εγκαταλείψουν το σώμα του χοίρου, με αποτέλεσμα να μην επιστρέφουν ποτέ πια στην πρώτη τους λεία».
Έχουν γίνει πολλές συζητήσεις όσον αφορά τα «Επιδαύρια» τη γιορτή που τελούνταν την επομένη και τη μεθεπόμενη του δρόμου των μυστών προς τη θάλασσα.
Κατά μερικούς προοριζόταν για τους υποψήφιους στη μύηση, που είχαν φτάσει καθυστερημένοι και βασίζονταν στο μύθο, σύμφωνα με τον οποίο ο Ασκληπιός, ο θεός της ιατρικής, έφτασε στην Αθήνα μετά την έναρξη των Μυστηρίων.
Για να μπορέσει κι αυτός να μυηθεί, θεσπίστηκε δεύτερη θυσία ανάλογη με εκείνη της προηγούμενης μέρας.
Εκείνο που δε γνωρίζουμε σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι ότι μετά την επιδημία της πανούκλας, το λοιμό του 431 π.Χ., οι Αθηναίοι προσκάλεσαν το θεό της Επιδαύρου.
Φιλοξενήθηκε δε αυτός στην Αθήνα από το μεγάλο Σοφοκλή ή σύμφωνα με επιγραφή που βρέθηκε στο Ασκληπιείο, από κάποιον Τηλέμαχο.
Είναι εξακριβωμένο πως οι μύστες δεν συμμετείχαν στα Επιδαύρια και πως γίνονταν κατ’ αυτά θυσία και πομπή, που κατ’ αυτή μεταφέρονταν τ’ αγάλματα της Δήμητρας και της Κόρης στο Ασκληπιείο.
Η σπουδαιότερη απ’ τις φανερές τελετές των Μυστηρίων ήταν η επιστροφή των ιερών από την Αθήνα στην Ελευσίνα.
Κι είχε αυτή η πομπή το όνομα Ίακχος.
Ο Ίακχος ήταν ένα πνεύμα που προηγούνταν της ακολουθίας των μυστών και οδηγούσε το πλήθος των πιστών, και με τον πυρσό στο χέρι, έδινε το σύνθημα των χορών και των τραγουδιών.
Το άγαλμα του Ίακχου τοποθετημένο σε άρμα συνοδευόμενο από έναν ιερέα πήγαινε μπροστά από την πομπή.
Αμέσως μετά ακολουθούσε το άρμα, που μ’ αυτό μεταφέρονταν, συνοδευμένα από ιέρειες της Δήμητρας, τα ιερά.
Κοντά τους προχωρούσαν οι μύστες που τους ακολουθούσε ένα τεράστιο πλήθος, χιλιάδες πολλές ευλαβικού λαού, που πήγαινε στην Ελευσίνα να αποδώσει στις δύο θεές τιμές που τους έπρεπαν.
Έτσι όλος ο πληθυσμός της Αθήνας πέρναγε από την Ιερά Οδό.
«Στις πρώτες γραμμές της πομπής θα φαίνονταν οι αξιωματούχοι, εκείνοι στους οποίους είχαν ανατεθεί τα πολιτικά και θρησκευτικά λειτουργήματα.
Ακολουθούσε ο Άρειος Πάγος, η Βουλή των Πεντακοσίων και τέλος η μάζα των πολιτών με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, κατά φυλές και δήμους, με επικεφαλής τους δημάρχους.
Και θα είχε προβλεφθεί ειδική θέση στους αντιπροσώπους (πρεσβείες) των άλλων πόλεων, που έστελναν στη γιορτή ιερές αντιπροσωπείες, σε εκδήλωση ευλάβειας απέναντι στις θεές, μα και φιλίας προς τον αθηναϊκό λαό.
Οι μέτοικοι, που ήταν πολυάριθμοι, δεν είχαν δικαίωμα να ανακατευτούν με τους πολίτες», μας λέει ο Foucart.
Δεν ήταν φυσικά υποχρεωτικό για όλους να διασχίσουν πεζοί τα εικοσιδύο χιλιόμετρα της διαδρομής.
Ορισμένοι ιδιώτες χρησιμοποιούσαν πολυτελέστατα μεταφορικά μέσα, πράγμα που βέβαια θα προκαλούσε το δημοκρατικό πνεύμα των Αθηναίων.
Γι’ αυτό ο ρήτορας Λυκούργος πέτυχε τον 4ο αιώνα να ψηφιστεί νόμος που απαγόρευε στις γυναίκες να μεταβαίνουν στην Ελευσίνα με άμαξες, με ποινή προστίμου.
Ωστόσο η σύζυγος του Λυκούργου πρώτη αυτή παρέβηκε το νόμο και βρέθηκε στην ανάγκη να πληρώσει το πρόστιμο.
Η πομπή, κατά τη διαδρομή της από την Αθήνα στην Ελευσίνα, σταματούσε κάθε τόσο για να προσφέρει θυσίες και σπουδές, να ψάλλει ύμνους, να χορέψει μπροστά στους ναούς ή τα ναίδρια των θεών και των ηρώων, που είχαν κάποια σχέση με τη Δήμητρα.
Κι όταν περνούσαν τη γέφυρα του Κηφισσού, οι πιστοί και οι παριστάμενοι αντάλλαζαν αστεϊσμούς, χοντρόλογα και σκώμματα, που λέγονταν «γεφυρισμοί».
Σύμφωνα με ένα λεξικογράφο, υπήρχε μονάχα ένας άνδρας «που καθόταν στα κάγκελα της γέφυρας, στο διάζωμά της, με το πρόσωπο σκεπασμένο με προσωπείο και περιέλουζε με βρισιές και πειράγματα «διακεκριμένους πολίτες».
Για τις βωμολοχίες που λέγονταν άλλοι υποστηρίζουν ότι ήταν μια διέξοδος στα δημοκρατικά ένστικτα του λαού κι άλλοι, απεναντίας, τους αποδίδουν θρησκευτική σημασία.
Η πομπή έφτανε αρκετά αργά το βράδυ στην Ελευσίνα.
Γινόταν μια τελευταία τελετουργία κοντά στο πηγάδι Καλλίχορο, όπου τραγουδούσαν ύμνους κουνώντας αναμμένους δαυλούς.
Έπειτα τοποθετούσαν τα ιερά αντικείμενα ξανά στο μυστηριώδες ναίδριο, που τους χρησίμευε για κρύπτη τους.
Το άγαλμα του Ίακχου το μετέφεραν με πομπή και μεγάλη επισημότητα είτε σ’ ένα ναό, είτε στο σπίτι ενός ευσεβούς πιστού ιδιώτη.
Γίνονταν ιερή εκεχειρία, πριν και μετά τη γιορτή, που την ανάγγελλαν ειδικοί απεσταλμένοι που ονομάζονταν σπονδοφόροι.
Υπήρχε ένας νόμος που απαγόρευε στους πιστωτές, ακόμα κι αν είχαν στο χέρι απόφαση δικαστηρίου, να προβούν σε κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων ή σε προσωποκράτηση
του οφειλέτη, όσο διαρκούσαν τα Μυστήρια.
Από τις διάφορες τελετουργίες που τελούνταν κατά τη διάρκεια των γιορτών, άλλες ήταν δημόσιες κι άλλες μυστικές και τόσο καλά προφυλαγμένες από την περιέργεια των αμύητων, ώστε γι’ αυτές μονάχα υποθέσεις μπορούν να γίνουν.
Ο Foucart καθορίζει στο βιβλίο του ως εξής τη σειρά των δημοσίων τελετών.
1) Αναχώρηση των εφήβων της Αθήνας για την Ελευσίνα. Τα «ιερά» (ιερά αντικείμενα) αναχωρούν από την Ελευσίνα και φτάνουν στο «Ελευσίνιο» της Αθήνας.
2) «Αγυρμός» (μάζωξη) και «πρόρρησις» (προκήρυξη που απαριθμούσε όσους τους είχε απαγορευτεί η συμμετοχή τους στα Μυστήρια.
3) «Άλαδαι Μύσται» (οι μύστες στη θάλασσα).
4) «Επιδαύρια».
5) «Πομπή Ίακχου» και άφιξη στην Ελευσίνα.
Οι έφηβοι που εκπλήρωναν μια περίοδο εκπαίδευσης μετέβαιναν από την Αθήνα στην Ελευσίνα για να αποτελέσουν την τιμητική συνοδεία των ιερών, που τα έφερναν, μ’ επίσημη πομπή στην Αθήνα για να τα ξαναπάνε έπειτα πίσω στην Ελευσίνα. Μα τι ήταν αυτά τα ιερά;
Δυστυχώς μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, μιας και τα είχαν προσεκτικά σκεπασμένα σε όλη τη διάρκεια της μεταφοράς τους και τις άλλες μέρες τα έκλειναν σ’ ένα μέρος του ναού, όπου μονάχα ο ιερέας της Ελευσίνας είχε το δικαίωμα να μπει, ο ιεροφάντης, που μια ορισμένη στιγμή τα έδειχνε στους μυημένους.
Σύμφωνα με μια άποψη αυτά τα ιερά ήταν πολύ παλιά χοντροκομμένα αγάλματα των θεοτήτων ή των συμβόλων τους.
«Θα ήταν διαφορετικά στις αναπαραστάσεις τους από εκείνες που γνώριζε το πλήθος, αλλιώς θα ήταν περιττό να τα κρύβουν με τόση επιμέλεια και να επιτρέπουν τη θέα τους μονάχα στους μύστες, σαν μια από τις μεγαλύτερες αποκαλύψεις των Μυστηρίων».
Η φροντίδα της μεταφοράς τους επιβάρυνε τις ιέρειες της Δήμητρας και της Κόρης και γίνονταν με άρμα, που έσερναν βόδια.
Μας λέει πάλι ο Foucart, «δεν έχω καμιά πληροφορία για το δρόμο που ακολουθούσαν ως τη στιγμή που η πομπή πλησίαζε την Αθήνα.
Κι όταν έφτανε στο προάστιο της ιερής Συκιάς, δυο χιλιόμετρα από το Δίπυλο (τις Θριάσιες πύλες της Αθήνας) σταματούσε.
Και κατά τα αρχαία έθιμα ο “φαιδρυντής” (ένα είδος υπηρέτη των δυο θεαινών) έμπαινε στην πόλη κι επισκέπτονταν της ιέρεια της Αθηνάς, της προστάτριας θεάς της Αθήνας, και της ανάγγελνε επίσημα την άφιξη των ιερών και τη μελλοντική είσοδό τους στην πόλη.
Και για να τιμήσουν τα ιερά οι αξιωματούχοι και οι πολίτες, μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, πήγαιναν προς συνάντησή τους και τα μετέφεραν με μεγάλη πομπή στον τόπο όπου θα παρέμεναν, στο Ελευσίνιο της Αθήνας».
Το «Ελευσίνιο» βρισκόταν στους πρόποδες της Ακρόπολης, αλλά δεν έχουμε στοιχεία γι’ αυτό και οι ανασκαφές δε μας χάρισαν κανένα σίγουρο επιπλέον στοιχείο.
Τον «αγυρμό» ή συγκέντρωση των μυστών στην Ποικίλη τον ακολουθούσε η «πρόρρηση» ή επίσημη ανακοίνωση της απαρίθμησης εκείνων που αποκλείονταν από τη μύηση.
Ο αποκλεισμός αυτός αφορούσε όλους που είχαν κηλιδωμένα τα χέρια, δηλαδή τους εγκληματίες, τους ιερόσυλους και τους φονιάδες.
Οι Αθηναίοι μάλιστα θεώρησαν ότι υπάγονταν στην κατηγορία αυτή και οι Βάρβαροι, σε ανάμνηση των Μηδικών πολέμων, τους απόκλειαν όχι επειδή ήταν ηθικά ένοχοι, μα επειδή βρίσκονταν σε κατάσταση μιαρότητας που προκαλούσε την αποστροφή της θεάς και απαιτούσε καθαρμό.
Επίσης η απαγόρευση περιλάβαινε κι εκείνους που η φωνή τους δεν ήταν «νοητή», δηλαδή «τους ανθρώπους που δεν μπορούσαν να προφέρουν καθαρά και με τον απαιτούμενο “τόκο” τις καθιερωμένες φράσεις».
Η τελετή «άλαδε μύσται» (στη θάλασσα οι μύστες) ήταν πραγματικά πολύ περίεργη και δεν ήταν παρά δρόμος, τρέξιμο προς τη θάλασσα, όπου ο κάθε μύστης έσερνε μαζί του ένα γουρουνάκι, «ένα είδος αποδιοπομπαίου τράγου φορτωμένου με τις ανθρώπινες ανομίες» και που μαζί του βουτούσε στη θάλασσα.
Ο Foucart μας λέει, «το θαλασσινό νερό καλύτερα κι από το νερό των πηγών και των ποταμών ξέπλενε από κάθε ανομία και κάθε ρύπο.
Σ’ αυτή την προχωρημένη κατάσταση κάθαρσης, οι μύστες θυσίαζαν τα γουρουνάκια, που είχαν ήδη «αποκαθαρθεί» με την εμβάπτισή τους στη θάλασσα.
Το δε αίμα τους φημιζόταν ως δραστικότατο μέσο κάθαρσης. Πιστευόταν δηλαδή πως τραβούσε με ακατανίκητη δύναμη τα κακά πνεύματα που κατοικούσαν μέσα στον άνθρωπο και πως δεν μπορούσαν πια να εγκαταλείψουν το σώμα του χοίρου, με αποτέλεσμα να μην επιστρέφουν ποτέ πια στην πρώτη τους λεία».
Έχουν γίνει πολλές συζητήσεις όσον αφορά τα «Επιδαύρια» τη γιορτή που τελούνταν την επομένη και τη μεθεπόμενη του δρόμου των μυστών προς τη θάλασσα.
Κατά μερικούς προοριζόταν για τους υποψήφιους στη μύηση, που είχαν φτάσει καθυστερημένοι και βασίζονταν στο μύθο, σύμφωνα με τον οποίο ο Ασκληπιός, ο θεός της ιατρικής, έφτασε στην Αθήνα μετά την έναρξη των Μυστηρίων.
Για να μπορέσει κι αυτός να μυηθεί, θεσπίστηκε δεύτερη θυσία ανάλογη με εκείνη της προηγούμενης μέρας.
Εκείνο που δε γνωρίζουμε σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι ότι μετά την επιδημία της πανούκλας, το λοιμό του 431 π.Χ., οι Αθηναίοι προσκάλεσαν το θεό της Επιδαύρου.
Φιλοξενήθηκε δε αυτός στην Αθήνα από το μεγάλο Σοφοκλή ή σύμφωνα με επιγραφή που βρέθηκε στο Ασκληπιείο, από κάποιον Τηλέμαχο.
Είναι εξακριβωμένο πως οι μύστες δεν συμμετείχαν στα Επιδαύρια και πως γίνονταν κατ’ αυτά θυσία και πομπή, που κατ’ αυτή μεταφέρονταν τ’ αγάλματα της Δήμητρας και της Κόρης στο Ασκληπιείο.
Η σπουδαιότερη απ’ τις φανερές τελετές των Μυστηρίων ήταν η επιστροφή των ιερών από την Αθήνα στην Ελευσίνα.
Κι είχε αυτή η πομπή το όνομα Ίακχος.
Ο Ίακχος ήταν ένα πνεύμα που προηγούνταν της ακολουθίας των μυστών και οδηγούσε το πλήθος των πιστών, και με τον πυρσό στο χέρι, έδινε το σύνθημα των χορών και των τραγουδιών.
Το άγαλμα του Ίακχου τοποθετημένο σε άρμα συνοδευόμενο από έναν ιερέα πήγαινε μπροστά από την πομπή.
Αμέσως μετά ακολουθούσε το άρμα, που μ’ αυτό μεταφέρονταν, συνοδευμένα από ιέρειες της Δήμητρας, τα ιερά.
Ακολουθούσαν όσοι είχαν μεγάλους ρόλους στην τέλεση των Μυστηρίων, που άλλωστε ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από οικογένειες, που κατά τον «Ομηρικό Ύμνο» τις είχε
μυήσει η θεά Δήμητρα αυτοπροσώπως, δηλαδή ο ιεροφάντης, ο δαδούχος, οι ιερείς και οι ιέρειες του ναού, οι Ευμολπίδες και οι Κήρυκες, καθώς και οι άλλες οικογένειες, οι συνδεόμενες στενά με τη λατρεία της Δήμητρας και της Κόρης. Έτσι όλος ο πληθυσμός της Αθήνας πέρναγε από την Ιερά Οδό.
«Στις πρώτες γραμμές της πομπής θα φαίνονταν οι αξιωματούχοι, εκείνοι στους οποίους είχαν ανατεθεί τα πολιτικά και θρησκευτικά λειτουργήματα.
Ακολουθούσε ο Άρειος Πάγος, η Βουλή των Πεντακοσίων και τέλος η μάζα των πολιτών με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, κατά φυλές και δήμους, με επικεφαλής τους δημάρχους.
Και θα είχε προβλεφθεί ειδική θέση στους αντιπροσώπους (πρεσβείες) των άλλων πόλεων, που έστελναν στη γιορτή ιερές αντιπροσωπείες, σε εκδήλωση ευλάβειας απέναντι στις θεές, μα και φιλίας προς τον αθηναϊκό λαό.
Οι μέτοικοι, που ήταν πολυάριθμοι, δεν είχαν δικαίωμα να ανακατευτούν με τους πολίτες», μας λέει ο Foucart.
Δεν ήταν φυσικά υποχρεωτικό για όλους να διασχίσουν πεζοί τα εικοσιδύο χιλιόμετρα της διαδρομής.
Ορισμένοι ιδιώτες χρησιμοποιούσαν πολυτελέστατα μεταφορικά μέσα, πράγμα που βέβαια θα προκαλούσε το δημοκρατικό πνεύμα των Αθηναίων.
Γι’ αυτό ο ρήτορας Λυκούργος πέτυχε τον 4ο αιώνα να ψηφιστεί νόμος που απαγόρευε στις γυναίκες να μεταβαίνουν στην Ελευσίνα με άμαξες, με ποινή προστίμου.
Ωστόσο η σύζυγος του Λυκούργου πρώτη αυτή παρέβηκε το νόμο και βρέθηκε στην ανάγκη να πληρώσει το πρόστιμο.
Η πομπή, κατά τη διαδρομή της από την Αθήνα στην Ελευσίνα, σταματούσε κάθε τόσο για να προσφέρει θυσίες και σπουδές, να ψάλλει ύμνους, να χορέψει μπροστά στους ναούς ή τα ναίδρια των θεών και των ηρώων, που είχαν κάποια σχέση με τη Δήμητρα.
Κι όταν περνούσαν τη γέφυρα του Κηφισσού, οι πιστοί και οι παριστάμενοι αντάλλαζαν αστεϊσμούς, χοντρόλογα και σκώμματα, που λέγονταν «γεφυρισμοί».
Σύμφωνα με ένα λεξικογράφο, υπήρχε μονάχα ένας άνδρας «που καθόταν στα κάγκελα της γέφυρας, στο διάζωμά της, με το πρόσωπο σκεπασμένο με προσωπείο και περιέλουζε με βρισιές και πειράγματα «διακεκριμένους πολίτες».
Για τις βωμολοχίες που λέγονταν άλλοι υποστηρίζουν ότι ήταν μια διέξοδος στα δημοκρατικά ένστικτα του λαού κι άλλοι, απεναντίας, τους αποδίδουν θρησκευτική σημασία.
Η πομπή έφτανε αρκετά αργά το βράδυ στην Ελευσίνα.
Γινόταν μια τελευταία τελετουργία κοντά στο πηγάδι Καλλίχορο, όπου τραγουδούσαν ύμνους κουνώντας αναμμένους δαυλούς.
Έπειτα τοποθετούσαν τα ιερά αντικείμενα ξανά στο μυστηριώδες ναίδριο, που τους χρησίμευε για κρύπτη τους.
Το άγαλμα του Ίακχου το μετέφεραν με πομπή και μεγάλη επισημότητα είτε σ’ ένα ναό, είτε στο σπίτι ενός ευσεβούς πιστού ιδιώτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου