Σωκράτης: Φαντάσου ανθρώπους που κατοικούν μέσα σε μια σπηλιά κάτω από τη γη, με το άνοιγμά της, ελεύθερο στο φως σε μεγάλη απόσταση, να απλώνεται σε όλο το πλάτος της σπηλιάς, και τους ανθρώπους αυτούς να βρίσκονται μέσα εκεί από παιδιά αλυσοδεμένοι από τα σκέλια και τον αυχένα ώστε να μένουν ακινητοποιημένοι και να κοιτάζουν μόνο προς τα εμπρός χωρίς να μπορούν, να στρέφουν γύρω το κεφάλι τους κι ένα φως να τους έρχεται από ψηλά κι από μακριά, από μια φωτιά που θα καίει πίσω τους, κι ανάμεσα στη φωτιά και στους δεσμώτες, στην επιφάνεια του εδάφους, να περνάει ένας δρόμος κι εκεί δίπλα φαντάσου ένα τειχάκι χτισμένο παράλληλα στο
δρόμο σαν εκείνα τα χαμηλά παραπετάσματα που στήνουν οι ταχυδακτυλουργοί μπροστά στους θεατές για να δείχνουν απο 'κει τα τεχνάσματά τους.
Γλαύκων: Το φαντάζομαι.
Σωκράτης: Φαντάσου ακόμη ότι κατά μήκος σ' αυτό το τειχάκι κάποιοι άνθρωποι μεταφέρουν κάθε λογής κατασκευάσματα που εξέχουν από το τειχάκι, αγάλματα ομοιώματα ζώων, από πέτρα, από ξύλο ή από οτιδήποτε άλλο, κι ότι, όπως είναι φυσικό, άλλοι από τους ανθρώπους που κουβαλάνε αυτά τα πράγματα μιλούν ενώ άλλοι είναι σιωπηλοί.
Γλαύκων: Αλλόκοτη, η εικόνα που περιγράφεις, και οι δεσμώτες αλλόκοτοι κι αυτοί.
Σωκράτης: Μα είναι όμοιοι με εμάς, γιατί πρώτα πρώτα μήπως φαντάζεσαι ότι οι δεσμώτες αυτοί εκτός από τον εαυτό τους και τους διπλανούς τους βλέπουν ποτέ τους τίποτε άλλο πέρα από τις σκιές που ρίχνει το φως αντικρύ τους στον τοίχο της σπηλιάς;
Γλαύκων: Μα πώς θα ήταν δυνατόν, αφού εφ' όρου ζωής είναι αναγκασμένοι να κρατάνε το κεφάλι τους ακίνητο;
Σωκράτης: Και με τα πράγματα που περνούν μπροστά στο τειχάκι τι γίνεται; Τι άλλο εκτός από τις σκιές τους βλέπουν οι δεσμώτες;
Γλαύκων: Σαν τι άλλο θα μπορούσαν να δουν;
Σωκράτης: Αν, θα μπορούσαν να συνομιλούν, δεν νομίζεις ότι θα πίστευαν πως αυτά για τα όποια μιλούν είναι οι σκιές που έβλεπαν να περνούν φευγαλέα μπροστά από τα
μάτια τους;
Γλαύκων: Κατανάγκην.
Σωκράτης: Κι αν υποθέσουμε ακόμη ότι στο δεσμωτήριο ερχόταν και αντίλαλος από τον αντικρυνό τοίχο; Κάθε φορά που θα μιλούσε κάποιος από όσους περνούσαν πίσω τους, οιδεσμώτες δεν θα πίστευαν ότι η φωνή βγαίνει από τη σκιά που θα έβλεπαν να περνά από μπροστά τους;
Γλαύκων: Μα το Δία, και βέβαια.
Σωκράτης: Ασφαλώς λοιπόν, οι άνθρωποι αυτοί δεν θα ήταν δυνατόν να πιστέψουν για αληθινό τίποτε άλλο παρά μονάχα τις σκιές των κατασκευασμάτων.
Γλαύκων: Ανάγκη αδήριτη.
Σωκράτης: Σκέψου τώρα, ποια μορφή θα μπορούσε να πάρει η απαλλαγή τους από τα δεσμά και η γιατρειά τους από την πλάνη και την αφροσύνη, αν τύχαινε και τους συνέβαιναν τα εξής: Αν κάθε φορά που κάποιος από αυτούς θα λυνόταν και θα αναγκαζόταν ξαφνικά να ελευθερωθεί και να γυρίσει το κεφάλι και να περπατήσει και να αντικρύσει το φως ψηλά κι όλα αυτά πονώντας πολύ και αδυνατώντας από την εκτυφλωτική λάμψη να διακρίνει εκείνα τα πράγματα που ως τώρα έβλεπε τις σκιές τους, τι φαντάζεσαι ότι θα έλεγε ο άνθρωπος αυτός, αν κάποιος του έλεγε ότι όσα έβλεπε πρωτύτερα ήταν ανοησίες και ότι τώρα είναι κάπως πιο κοντά στην πραγματικότητα κι ότι έχοντας τώρα στραφεί σε αντικείμενα πιο πραγματικά βλέπει σωστότερα; Ιδίως μάλιστα αν δείχνοντάς του καθένα από τα αντικείμενα που περνούσαν από μπροστά του τον ρωτούσε και τον υποχρέωνε να απαντήσει τι είναι το καθένα τους. Δεν νομίζεις ότι ο άνθρωπος εκείνος θα τα 'χανε και θα πίστευε ότι όσα έβλεπε τότε ήταν αληθινότερα από εκείνα που του έδειχναν τώρα;
Γλαύκων: Και πολύ μάλιστα.
Σωκράτης: Κι άμα θα τον ανάγκαζε να κοιτάξει στο ίδιο το φως, δεν θα αισθανόταν έντονο πόνο στα μάτια και δεν θα προσπαθούσε να το αποφύγει στρέφοντας το βλέμμα του πάλι σ' εκείνα που μπορεί να βλέπει καλά, και δεν θα νόμιζε ότι εκείνα είναι στ' αλήθεια πιο σαφή και ευκρινή από όσα του έδειχναν τώρα;
Γλαύκων: Έτσι.
Σωκράτης: Αν, κάποιος τον τραβούσε με τη βίας προς τα έξω από ένα δρόμο κακοτράχαλο κι ανηφορικό και δεν τον άφηνε πριν να τον βγάλει στο φως του ήλιου, δεν θα αγανακτούσε που τον τραβολογούσαν, κι όταν θα έβγαινε στο φως, έτσι καθώς τα μάτια του θα ήταν πλημμυρισμένα από την λάμψη, δεν θα του ήταν εντελώς αδύνατο να δει έστω και ένα από τα πράγματα, για τα οποία θα του λέγανε τώρα πως είναι αληθινά;
Γλαύκων: Θα του ήταν αδύνατον, έτσι στα ξαφνικά τουλάχιστον.
Σωκράτης: Θα χρειαζόταν, κάποιος χρόνος προσαρμογής, προκειμένου να δει τα πράγματα εκεί επάνω. Στην αρχή, θα διέκρινε ευκολότερα τις σκιές, έπειτα τα είδωλα των ανθρώπων επάνω στο νερό και των άλλων πραγμάτων κι ύστερα τα ίδια τα πράγματα. Και μετά θα μπορούσε να τα κοιτάξει πιο εύκολα τη νύχτα όσα βρίσκονται στον ουρανό, και τον ίδιο τον ουρανό, το φως των άστρων και του φεγγαριού παρά την ημέρα, τον ήλιο και το φως του.
Γλαύκων: Ασφαλώς.
Σωκράτης: Και τελευταίο απ' όλα θα μπορούσε να αντικρύσει τον ήλιο, όχι τα είδωλά του στο νερό ή σε κάποια θέση άλλην από τη δική του, αλλά τον ήλιο αυτόν καθαυτόν στον δικό του τόπο, και να θεαστεί τη φύση του.
Γλαύκων: Κατανάγκην.
Σωκράτης: Κι ύστερα από αυτά θα έφθανε να συλλάβει με το λογισμό του ότι αυτός, ο ήλιος, είναι που δωρίζει τις εποχές και τα χρόνια και που διαφεντεύει τα πάντα στη σφαίρα των ορατών πραγμάτων, και κατά κάποιον τρόπο είναι η αιτία για όλα όσα έβλεπαν ο ίδιος και οι άλλοι δεσμώτες.
Γλαύκων: Προφανώς, αυτό θα ήταν το επόμενο συμπέρασμά του.
Σωκράτης: Λοιπόν; Καθώς θα ξαναθυμάται τον τόπο, στον οποίο έμενε πρώτα, τη «σοφία» που είχαν εκεί, και τους συγκρατούμενούς του εκεί, δεν νομίζεις ότι θα καλοτυχίζει τον εαυτό του για την αλλαγή, και θα οικτίρει τους άλλους;
Γλαύκων: Και πολύ μάλιστα.
Σωκράτης: Κι αν υποθέσουμε ότι οι δεσμώτες είχαν θεσπίσει τότε κάποιες τιμές και επαίνους μεταξύ τους και βραβεία για όποιον διέκρινε καθαρότερα απ' όλους τα αντικείμενα που περνούσαν μπροστά τους, ή για όποιον συγκρατούσε στη μνήμη του ποια από αυτά συνήθως περνούσαν πρώτα, ποια ύστερα και ποια πήγαιναν μαζί με ποια, έτσι που βάσει αυτού να έχει κάποια ιδιαίτερη ικανότητα στο να μαντεύει τι επρόκειτο να περάσει κάθε φορά, έχεις μήπως τη γνώμη ότι ο άνθρωπος αυτός θα φλεγόταν από την επιθυμία για τέτοια πράγματα και ότι θα ζήλευε όσους τιμούνταν εκεί και είχαν δύναμη και αναγνώριση; Ή θα είχε πάθει αυτό που λέει ο Όμηρος, και θα επιθυμούσε διακαώς «πάνω στη γη να ζούσε κι ας ξενοδούλευε σε κάποιον άκληρο» ή να υπέφερε οτιδήποτε παρά να νομίζει τέτοια πράγματα και να ζει όπως εκείνοι;
Γλαύκων: Έτσι νομίζω κι εγώ, θα προτιμούσε να πάθαινε οτιδήποτε παρά να ζει εκείνη τη ζωή.
Σωκράτης: Συλλογίσου τώρα και τούτο, Αν ένας άνθρωπος σαν αυτόν κατέβαινε ξανά εκεί κάτω και καθόταν στην ίδια θέση, άραγε τα μάτια του δεν θα ήταν γεμάτα σκοτάδι, καθώς θα ερχόταν έτσι απότομα από το φως του ήλιου;
Γλαύκων: Βεβαιότατα.
Σωκράτης: Κι αν θα χρειαζόταν να παραβγεί πάλι με εκείνους που είχαν παραμείνει δεσμώτες προσπαθώντας να διακρίνει τις σκιές, ενώ η όρασή του θα είναι αδύναμη ωσότου να προσαρμοστούν τα μάτια του κι ο χρόνος της προσαρμογής όχι πολύ σύντομος, άραγε δεν θα γινόταν περίγελως και δεν θα έλεγαν γι' αυτόν ότι γύρισε με τα μάτια του χαλασμένα απο 'κει πάνω που ανέβηκε, και ότι δεν αξίζει τον κόπο ούτε καν να δοκιμάσει κανείς να ανεβεί επάνω; Κι όποιον θα επιχειρούσε να τους λύσει και να τους ανεβάσει επάνω, αυτόν, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια τους και να τον σκοτώσουν, δεν θα τον σκότωναν;
Γλαύκων: Ασφαλώς.
Σωκράτης: Αυτή λοιπόν την εικόνα, φίλε μου Γλαύκων, πρέπει να την συνδέσουμε με όσα λέγαμε πρωτύτερα, και να παρομοιάσουμε τον ορατό κόσμο με τη διαμονή στο δεσμωτήριο, και το φως της φωτιάς που υπάρχει εκεί με τη δύναμη του ήλιου κι αν παρομοιάσεις το ανέβασμα προς τα πάνω, και τη θέαση των πραγμάτων του επάνω κόσμου με την άνοδο της ψυχής στον νοητό τόπο, δεν θα σφάλεις ως προς τη δική μου άποψη, μια που θέλεις να την ακούσεις. Κατά πόσο αληθεύει, το ξέρει ο θεός. Σ' εμένα πάντως το πράγμα φαίνεται να έχει ως εξής. Στη σφαίρα της γνώσης τελευταία γίνεται ορατή, και με μεγάλη δυσκολία, η ιδέα του Αγαθού και, σαν γίνει ορατή, πρέπει κανείς να
την συλλογιστεί ως την αιτία κάθε σωστού και ωραίου πράγματος όσον αφορά όλα τα όντα αυτήν η οποία στον ορατό τόπο γέννησε το φως και τον άρχοντά του, και η οποία στον νοητό τόπο είναι η ίδια αρχόντισσα που δώρησε αλήθεια και νόηση και ότι την ιδέα αυτή του Αγαθού είναι απαραίτητο να την αντικρύσει όποιος μέλλει να πράξει με φρόνηση είτε στην ιδιωτική είτε στη δημόσια ζωή.
Γλαύκων: Συμφωνώ,κι εγώ μαζί σου.
Σωκράτης: Έλα τότε λοιπόν, να συμφωνήσεις μαζί μου και σε τούτο, και μην παραξενεύεσαι που όσοι έφθασαν ως εκεί δεν θέλουν να καταπιάνονται με τις συνηθισμένες ασχολίες των ανθρώπων αλλά οι ψυχές τους ποθούν να μένουν εκεί στα ψηλά κι είναι, υποθέτω, φυσικό να συμβαίνει έτσι, αν η εικόνα που αναφέραμε πρωτύτερα είναι σωστή.
Γλαύκων: Βεβαίως είναι φυσικό.
Σωκράτης: Το νομίζεις, τότε, παράξενο, αν κάποιος, ύστερα από εκείνη τη θέαση θεϊκών πραγμάτων, μόλις έλθει σε επαφή με τις ανθρώπινες μικρότητες, φέρεται αδέξια και φαίνεται πολύ γελοίος καθώς η όρασή του είναι ακόμη ανήμπορη να δει, και προτού συνηθίσει αρκετά στη σκοτεινιά του κόσμου, αναγκαστεί να μπλέξει σε δικαστικούς αγώνες και άλλα τέτοια για τις σκιές του δικαίου ή για τα είδωλα που ρίχνουν αυτές οι σκιές και να πολεμάει με πάθος τις δοξασίες που έχουν γι' αυτά άνθρωποι, οι οποίοι την αληθινή δικαιοσύνη δεν την έχουν αντικρύσει ποτέ τους;
Γλαύκων: Δεν το νομίζω διόλου παράξενο.
Σωκράτης: Όποιος όμως έχει νου, θα αναλογιστεί ότι δύο ειδών είναι τα μπερδέματα που συμβαίνουν στα μάτια και δύο ειδών οι αιτίες στις οποίες οφείλονται, ανάλογα με το αν περνάει κανείς από το φως στο σκοτάδι ή από το σκοτάδι στο φως. Και θεωρώντας ότι ακριβώς τα ίδια συμβαίνουν και με την ψυχή, όποτε θα βλέπει κάποια ψυχή να τα 'χει χαμένα και να μην μπορεί να διακρίνει κάτι, αυτός δεν θα βάζει τα γέλια, ασυλλόγιστα, αλλά θα προσπαθεί να διαπιστώσει τι από τα δύο συμβαίνει: Είναι άραγε τυφλωμένη επειδή έχοντας έλθει από μια ζωή φωτεινότερη δεν είναι συνηθισμένη στο σκοτάδι ή, αντιθέτως, επειδή προχωράει από την περισσή αμάθεια σε μια περιοχή φωτεινότερη, κάτι πιο λαμπερό έχει πλημμυρίσει τα μάτια της με εκτυφλωτικό φως; Κι έτσι τη μια ψυχή θα την καλοτυχίσει για το πάθημά της και για τον τρόπο της ζωής της, ενώ για την άλλη θα αισθανθεί λύπη, κι αν θα 'δειχνε τη διάθεση να την περιγελάσει, το γέλιο του αυτό θα ήταν λιγότερο καταγέλαστο απ' ότι το γέλιο για εκείνη που έχει φθάσει εδώ από ψηλά, από το φως.
Γλαύκων: Πάρα πολύ μετρημένα, τα λόγια σου.
- See more at: http://www.eosforos.net/last_frontiers_category/450-plato-s-cave.html#sthash.cRLInbQn.dpuf
δρόμο σαν εκείνα τα χαμηλά παραπετάσματα που στήνουν οι ταχυδακτυλουργοί μπροστά στους θεατές για να δείχνουν απο 'κει τα τεχνάσματά τους.
Γλαύκων: Το φαντάζομαι.
Σωκράτης: Φαντάσου ακόμη ότι κατά μήκος σ' αυτό το τειχάκι κάποιοι άνθρωποι μεταφέρουν κάθε λογής κατασκευάσματα που εξέχουν από το τειχάκι, αγάλματα ομοιώματα ζώων, από πέτρα, από ξύλο ή από οτιδήποτε άλλο, κι ότι, όπως είναι φυσικό, άλλοι από τους ανθρώπους που κουβαλάνε αυτά τα πράγματα μιλούν ενώ άλλοι είναι σιωπηλοί.
Γλαύκων: Αλλόκοτη, η εικόνα που περιγράφεις, και οι δεσμώτες αλλόκοτοι κι αυτοί.
Σωκράτης: Μα είναι όμοιοι με εμάς, γιατί πρώτα πρώτα μήπως φαντάζεσαι ότι οι δεσμώτες αυτοί εκτός από τον εαυτό τους και τους διπλανούς τους βλέπουν ποτέ τους τίποτε άλλο πέρα από τις σκιές που ρίχνει το φως αντικρύ τους στον τοίχο της σπηλιάς;
Γλαύκων: Μα πώς θα ήταν δυνατόν, αφού εφ' όρου ζωής είναι αναγκασμένοι να κρατάνε το κεφάλι τους ακίνητο;
Σωκράτης: Και με τα πράγματα που περνούν μπροστά στο τειχάκι τι γίνεται; Τι άλλο εκτός από τις σκιές τους βλέπουν οι δεσμώτες;
Γλαύκων: Σαν τι άλλο θα μπορούσαν να δουν;
Σωκράτης: Αν, θα μπορούσαν να συνομιλούν, δεν νομίζεις ότι θα πίστευαν πως αυτά για τα όποια μιλούν είναι οι σκιές που έβλεπαν να περνούν φευγαλέα μπροστά από τα
μάτια τους;
Γλαύκων: Κατανάγκην.
Σωκράτης: Κι αν υποθέσουμε ακόμη ότι στο δεσμωτήριο ερχόταν και αντίλαλος από τον αντικρυνό τοίχο; Κάθε φορά που θα μιλούσε κάποιος από όσους περνούσαν πίσω τους, οιδεσμώτες δεν θα πίστευαν ότι η φωνή βγαίνει από τη σκιά που θα έβλεπαν να περνά από μπροστά τους;
Γλαύκων: Μα το Δία, και βέβαια.
Σωκράτης: Ασφαλώς λοιπόν, οι άνθρωποι αυτοί δεν θα ήταν δυνατόν να πιστέψουν για αληθινό τίποτε άλλο παρά μονάχα τις σκιές των κατασκευασμάτων.
Γλαύκων: Ανάγκη αδήριτη.
Σωκράτης: Σκέψου τώρα, ποια μορφή θα μπορούσε να πάρει η απαλλαγή τους από τα δεσμά και η γιατρειά τους από την πλάνη και την αφροσύνη, αν τύχαινε και τους συνέβαιναν τα εξής: Αν κάθε φορά που κάποιος από αυτούς θα λυνόταν και θα αναγκαζόταν ξαφνικά να ελευθερωθεί και να γυρίσει το κεφάλι και να περπατήσει και να αντικρύσει το φως ψηλά κι όλα αυτά πονώντας πολύ και αδυνατώντας από την εκτυφλωτική λάμψη να διακρίνει εκείνα τα πράγματα που ως τώρα έβλεπε τις σκιές τους, τι φαντάζεσαι ότι θα έλεγε ο άνθρωπος αυτός, αν κάποιος του έλεγε ότι όσα έβλεπε πρωτύτερα ήταν ανοησίες και ότι τώρα είναι κάπως πιο κοντά στην πραγματικότητα κι ότι έχοντας τώρα στραφεί σε αντικείμενα πιο πραγματικά βλέπει σωστότερα; Ιδίως μάλιστα αν δείχνοντάς του καθένα από τα αντικείμενα που περνούσαν από μπροστά του τον ρωτούσε και τον υποχρέωνε να απαντήσει τι είναι το καθένα τους. Δεν νομίζεις ότι ο άνθρωπος εκείνος θα τα 'χανε και θα πίστευε ότι όσα έβλεπε τότε ήταν αληθινότερα από εκείνα που του έδειχναν τώρα;
Γλαύκων: Και πολύ μάλιστα.
Σωκράτης: Κι άμα θα τον ανάγκαζε να κοιτάξει στο ίδιο το φως, δεν θα αισθανόταν έντονο πόνο στα μάτια και δεν θα προσπαθούσε να το αποφύγει στρέφοντας το βλέμμα του πάλι σ' εκείνα που μπορεί να βλέπει καλά, και δεν θα νόμιζε ότι εκείνα είναι στ' αλήθεια πιο σαφή και ευκρινή από όσα του έδειχναν τώρα;
Γλαύκων: Έτσι.
Σωκράτης: Αν, κάποιος τον τραβούσε με τη βίας προς τα έξω από ένα δρόμο κακοτράχαλο κι ανηφορικό και δεν τον άφηνε πριν να τον βγάλει στο φως του ήλιου, δεν θα αγανακτούσε που τον τραβολογούσαν, κι όταν θα έβγαινε στο φως, έτσι καθώς τα μάτια του θα ήταν πλημμυρισμένα από την λάμψη, δεν θα του ήταν εντελώς αδύνατο να δει έστω και ένα από τα πράγματα, για τα οποία θα του λέγανε τώρα πως είναι αληθινά;
Γλαύκων: Θα του ήταν αδύνατον, έτσι στα ξαφνικά τουλάχιστον.
Σωκράτης: Θα χρειαζόταν, κάποιος χρόνος προσαρμογής, προκειμένου να δει τα πράγματα εκεί επάνω. Στην αρχή, θα διέκρινε ευκολότερα τις σκιές, έπειτα τα είδωλα των ανθρώπων επάνω στο νερό και των άλλων πραγμάτων κι ύστερα τα ίδια τα πράγματα. Και μετά θα μπορούσε να τα κοιτάξει πιο εύκολα τη νύχτα όσα βρίσκονται στον ουρανό, και τον ίδιο τον ουρανό, το φως των άστρων και του φεγγαριού παρά την ημέρα, τον ήλιο και το φως του.
Γλαύκων: Ασφαλώς.
Σωκράτης: Και τελευταίο απ' όλα θα μπορούσε να αντικρύσει τον ήλιο, όχι τα είδωλά του στο νερό ή σε κάποια θέση άλλην από τη δική του, αλλά τον ήλιο αυτόν καθαυτόν στον δικό του τόπο, και να θεαστεί τη φύση του.
Γλαύκων: Κατανάγκην.
Σωκράτης: Κι ύστερα από αυτά θα έφθανε να συλλάβει με το λογισμό του ότι αυτός, ο ήλιος, είναι που δωρίζει τις εποχές και τα χρόνια και που διαφεντεύει τα πάντα στη σφαίρα των ορατών πραγμάτων, και κατά κάποιον τρόπο είναι η αιτία για όλα όσα έβλεπαν ο ίδιος και οι άλλοι δεσμώτες.
Γλαύκων: Προφανώς, αυτό θα ήταν το επόμενο συμπέρασμά του.
Σωκράτης: Λοιπόν; Καθώς θα ξαναθυμάται τον τόπο, στον οποίο έμενε πρώτα, τη «σοφία» που είχαν εκεί, και τους συγκρατούμενούς του εκεί, δεν νομίζεις ότι θα καλοτυχίζει τον εαυτό του για την αλλαγή, και θα οικτίρει τους άλλους;
Γλαύκων: Και πολύ μάλιστα.
Σωκράτης: Κι αν υποθέσουμε ότι οι δεσμώτες είχαν θεσπίσει τότε κάποιες τιμές και επαίνους μεταξύ τους και βραβεία για όποιον διέκρινε καθαρότερα απ' όλους τα αντικείμενα που περνούσαν μπροστά τους, ή για όποιον συγκρατούσε στη μνήμη του ποια από αυτά συνήθως περνούσαν πρώτα, ποια ύστερα και ποια πήγαιναν μαζί με ποια, έτσι που βάσει αυτού να έχει κάποια ιδιαίτερη ικανότητα στο να μαντεύει τι επρόκειτο να περάσει κάθε φορά, έχεις μήπως τη γνώμη ότι ο άνθρωπος αυτός θα φλεγόταν από την επιθυμία για τέτοια πράγματα και ότι θα ζήλευε όσους τιμούνταν εκεί και είχαν δύναμη και αναγνώριση; Ή θα είχε πάθει αυτό που λέει ο Όμηρος, και θα επιθυμούσε διακαώς «πάνω στη γη να ζούσε κι ας ξενοδούλευε σε κάποιον άκληρο» ή να υπέφερε οτιδήποτε παρά να νομίζει τέτοια πράγματα και να ζει όπως εκείνοι;
Γλαύκων: Έτσι νομίζω κι εγώ, θα προτιμούσε να πάθαινε οτιδήποτε παρά να ζει εκείνη τη ζωή.
Σωκράτης: Συλλογίσου τώρα και τούτο, Αν ένας άνθρωπος σαν αυτόν κατέβαινε ξανά εκεί κάτω και καθόταν στην ίδια θέση, άραγε τα μάτια του δεν θα ήταν γεμάτα σκοτάδι, καθώς θα ερχόταν έτσι απότομα από το φως του ήλιου;
Γλαύκων: Βεβαιότατα.
Σωκράτης: Κι αν θα χρειαζόταν να παραβγεί πάλι με εκείνους που είχαν παραμείνει δεσμώτες προσπαθώντας να διακρίνει τις σκιές, ενώ η όρασή του θα είναι αδύναμη ωσότου να προσαρμοστούν τα μάτια του κι ο χρόνος της προσαρμογής όχι πολύ σύντομος, άραγε δεν θα γινόταν περίγελως και δεν θα έλεγαν γι' αυτόν ότι γύρισε με τα μάτια του χαλασμένα απο 'κει πάνω που ανέβηκε, και ότι δεν αξίζει τον κόπο ούτε καν να δοκιμάσει κανείς να ανεβεί επάνω; Κι όποιον θα επιχειρούσε να τους λύσει και να τους ανεβάσει επάνω, αυτόν, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια τους και να τον σκοτώσουν, δεν θα τον σκότωναν;
Γλαύκων: Ασφαλώς.
Σωκράτης: Αυτή λοιπόν την εικόνα, φίλε μου Γλαύκων, πρέπει να την συνδέσουμε με όσα λέγαμε πρωτύτερα, και να παρομοιάσουμε τον ορατό κόσμο με τη διαμονή στο δεσμωτήριο, και το φως της φωτιάς που υπάρχει εκεί με τη δύναμη του ήλιου κι αν παρομοιάσεις το ανέβασμα προς τα πάνω, και τη θέαση των πραγμάτων του επάνω κόσμου με την άνοδο της ψυχής στον νοητό τόπο, δεν θα σφάλεις ως προς τη δική μου άποψη, μια που θέλεις να την ακούσεις. Κατά πόσο αληθεύει, το ξέρει ο θεός. Σ' εμένα πάντως το πράγμα φαίνεται να έχει ως εξής. Στη σφαίρα της γνώσης τελευταία γίνεται ορατή, και με μεγάλη δυσκολία, η ιδέα του Αγαθού και, σαν γίνει ορατή, πρέπει κανείς να
την συλλογιστεί ως την αιτία κάθε σωστού και ωραίου πράγματος όσον αφορά όλα τα όντα αυτήν η οποία στον ορατό τόπο γέννησε το φως και τον άρχοντά του, και η οποία στον νοητό τόπο είναι η ίδια αρχόντισσα που δώρησε αλήθεια και νόηση και ότι την ιδέα αυτή του Αγαθού είναι απαραίτητο να την αντικρύσει όποιος μέλλει να πράξει με φρόνηση είτε στην ιδιωτική είτε στη δημόσια ζωή.
Γλαύκων: Συμφωνώ,κι εγώ μαζί σου.
Σωκράτης: Έλα τότε λοιπόν, να συμφωνήσεις μαζί μου και σε τούτο, και μην παραξενεύεσαι που όσοι έφθασαν ως εκεί δεν θέλουν να καταπιάνονται με τις συνηθισμένες ασχολίες των ανθρώπων αλλά οι ψυχές τους ποθούν να μένουν εκεί στα ψηλά κι είναι, υποθέτω, φυσικό να συμβαίνει έτσι, αν η εικόνα που αναφέραμε πρωτύτερα είναι σωστή.
Γλαύκων: Βεβαίως είναι φυσικό.
Σωκράτης: Το νομίζεις, τότε, παράξενο, αν κάποιος, ύστερα από εκείνη τη θέαση θεϊκών πραγμάτων, μόλις έλθει σε επαφή με τις ανθρώπινες μικρότητες, φέρεται αδέξια και φαίνεται πολύ γελοίος καθώς η όρασή του είναι ακόμη ανήμπορη να δει, και προτού συνηθίσει αρκετά στη σκοτεινιά του κόσμου, αναγκαστεί να μπλέξει σε δικαστικούς αγώνες και άλλα τέτοια για τις σκιές του δικαίου ή για τα είδωλα που ρίχνουν αυτές οι σκιές και να πολεμάει με πάθος τις δοξασίες που έχουν γι' αυτά άνθρωποι, οι οποίοι την αληθινή δικαιοσύνη δεν την έχουν αντικρύσει ποτέ τους;
Γλαύκων: Δεν το νομίζω διόλου παράξενο.
Σωκράτης: Όποιος όμως έχει νου, θα αναλογιστεί ότι δύο ειδών είναι τα μπερδέματα που συμβαίνουν στα μάτια και δύο ειδών οι αιτίες στις οποίες οφείλονται, ανάλογα με το αν περνάει κανείς από το φως στο σκοτάδι ή από το σκοτάδι στο φως. Και θεωρώντας ότι ακριβώς τα ίδια συμβαίνουν και με την ψυχή, όποτε θα βλέπει κάποια ψυχή να τα 'χει χαμένα και να μην μπορεί να διακρίνει κάτι, αυτός δεν θα βάζει τα γέλια, ασυλλόγιστα, αλλά θα προσπαθεί να διαπιστώσει τι από τα δύο συμβαίνει: Είναι άραγε τυφλωμένη επειδή έχοντας έλθει από μια ζωή φωτεινότερη δεν είναι συνηθισμένη στο σκοτάδι ή, αντιθέτως, επειδή προχωράει από την περισσή αμάθεια σε μια περιοχή φωτεινότερη, κάτι πιο λαμπερό έχει πλημμυρίσει τα μάτια της με εκτυφλωτικό φως; Κι έτσι τη μια ψυχή θα την καλοτυχίσει για το πάθημά της και για τον τρόπο της ζωής της, ενώ για την άλλη θα αισθανθεί λύπη, κι αν θα 'δειχνε τη διάθεση να την περιγελάσει, το γέλιο του αυτό θα ήταν λιγότερο καταγέλαστο απ' ότι το γέλιο για εκείνη που έχει φθάσει εδώ από ψηλά, από το φως.
Γλαύκων: Πάρα πολύ μετρημένα, τα λόγια σου.
- See more at: http://www.eosforos.net/last_frontiers_category/450-plato-s-cave.html#sthash.cRLInbQn.dpuf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου